Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πολίτικη Κουζίνα

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Ή μάλλον για την ακρίβεια, τούρκικη, και βασικά κούρδικη.

Εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ, αλλά κατά βάθος μπορεί να είμαστε άθεοι, και ο μόνος σίγουρος συνδετικός κρίκος είναι οι κουζίνες μας, που έχουν πολλές παρόμοιες γεύσεις και κοινά στοιχεία ή πιάτα. Πώς να ξεγραφτούν μονοκοντυλιά άλλωστε τόσοι αιώνες συνύπαρξης και μετέπειτα γειτνίασης των δύο λαών; Δεν είναι σαν τις “μιαρές”, ξενικές λέξεις που θέλησαν να απαλείψουν απ’ το ελληνικό λεξιλόγιο οι οπαδοί της καθαρεύουσας, που την ονόμασαν έτσι ακριβώς λόγω αυτής της… απολυμαντικής λειτουργίας της. Και πώς να λέγονται άραγε στην καθαρεύουσα οι “κιοφτέδες” ή έστω “κεφτέδες”; Κρεατοσφαιρίδια; Κι αν θέλεις να βάλεις και λίγο μπούκοβο από πάνω, που έχει καθαρά σλάβικη κατάληξη, και δεν το σηκώνουν τα γκουρμέ, εθνικώς καθαρά στομαχάκια, αλλά είναι παραδοσιακό μαγειρικό υλικό στη Μακεδονία; Και τη δική μας και τη δική τους. Γιατί τούτο το μπούκοβο είναι δικό μας και δικό τους. Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει…

Σε κάθε περίπτωση, η τούρκικη κουζίνα δεν προσφέρεται για αυτά τα καθαρά στομάχια, που έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου μάλλον παρά στομάχου, αλλά για τους ρέκτες βαριών και πικάντικων πιάτων. Εάν μιλάμε όμως για την πρωτεύουσα, υπάρχει μία ακόμα “πικάντικη” λεπτομέρεια, με πολιτική διάσταση: τα περισσότερα φαγάδικα έχουν ως ιδιοκτήτες πολιτικούς πρόσφυγες, συνήθως κούρδικης καταγωγής, με κινηματικές καταβολές κι αναφορές, που αν σε εμπιστευτούν και σου ανοιχτούν, μπορούν να σου πουν τρομερές ιστορίες από όσα πέρασαν στην Τουρκία και την αντιστασιακή τους δράση. Όχι πως χρειάζεσαι αυτό όμως, για να φας όλο το φαΐ σου, που είναι μεγάλο δέλεαρ κι από μόνο του.

Δύο είναι οι πιο ενδιαφέρουσες επιλογές στην κατηγορία που παρουσιάζουμε σήμερα. Η πρώτη είναι η Ασία -που σε κάποιες ιστοσελίδες αναφέρεται, εκ παραδρομής μάλλον, ως “μικρά Ασία” που θα ταίριαζε από γεωγραφική άποψη- σε μια παράλληλο της Πατησίων, στο ύψος της πλατείας Αμερικής (Μοσχονησίων 20). Η οικογένεια που κρατάει το μαγαζί, προχωρά σε διάφορους διακοσμητικούς εκσυγχρονισμούς κατά διαστήματα, θύμα των οποίων έχει πέσει ένα κόκκινο λαβαράκι με τον Τσε και ένα καλτ γκράφιτι-ζωγραφιά, σε έναν τοίχο (βλέπε φωτό). Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι το περιβάλλον που σε τραβάει σε αυτή την πολυπολιτισμική γειτονιά, και σε πείθει να το επισκεφτείς ξανά και ξανά. Κι είναι μάλλον προτιμότερο να παραμείνει ταπεινή κι αυθεντική η Ασία, παρά να γίνει κανόνας πχ η σαββατιάτικη εικόνα με τα ρεζερβέ τραπέζια, σε μια τρύπα που δε χωράει παραπάνω από πέντε-έξι, όλα κι όλα. Και μπορεί να μη σου γεμίζει το μάτι, αλλά γεμίζει σχεδόν κάθε βράδυ (ανοίγει πάντα μετά τις έξι) και έχει καταφέρει να αποκτήσει πολύ καλή φήμη, που κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα.

Κάποιοι προτιμούν να πηγαίνουν για να πάρουν τυλιχτά (ή σάντουιτς, όπως τα λέμε στη δική μου βορειοελλαδίτικη διάλεκτο). Αλλά νομίζω πως αυτό που αξίζει περισσότερο είναι οι μερίδες και τα πιάτα του μαγαζιού. Όπως οι πίτες Καισαρείας, που είναι έρωτας με την πρώτη μπουκιά και θα κερδίσουν αμέσως όσους νικήσουν το φόβο τους για τον παστουρμά και τη μυρωδιά της επόμενης ημέρας. Ή το σις κοτόπουλο, που κάνει τη διαφορά μεταξύ μιας μεγάλης ποικιλίας κεμπάπ, σε διάφορες εκδοχές. Για επιδόρπιο αξίζει μια δοκιμή το κιουνεφέ, ένα σοροπιαστό, με φύλλο κανταΐφι, και γέμιση κρέμας τυριού, που δένουν απρόσμενα καλά στο στόμα. Κι αν είσαι πιο επιφυλακτικός σε ό,τι μόλις διάβασες, υπάρχουν και πιο παραδοσιακές λύσεις, όπως οι καριόκες του Μάρτιν στον ίδιο δρόμο, 3 τετράγωνα πιο κάτω.

Το δεύτερο προτεινόμενο μαγαζί είναι πίσω από το Πεδίο του Άρεως (Μπόυσγου 2) κι έχει εξίσου χαρακτηριστικό όνομα: Αναντολού. Έχει καλύτερο περιβάλλον, ενδιαφέρουσα παρουσίαση πιάτων (για όποιον δίνει σημασία στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο) και πιθανότατα καλύτερο κιουνεφέ. Αλλά το δυνατό σημείο είναι Κούρδος σεφ, που μετακόμισε πρόσφατα προς τα νότια από τη Θεσσαλονίκη (που τα κάνει όλα πιο νόστιμα, με το άγγιγμά της) κι είναι πολύ πιθανό να έρθει στο τραπέζι σου, για να πιάσει κουβέντα με την παρέα, να σου πει κάποια συνταγή ή απλώς να σου ρίξει ένα αρωματικό στο κατευόδιο, για να πλύνεις τα χέρια σου και να μη μυρίζουν. Που προσωπικά δε θα το έβρισκα και τόσο κακό, όταν είναι τόσο ωραίο το φαγητό.

Το μαγαζί είναι σχετικά καινούριο, οπότε δεν έχω κατασταλάξει σε συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά πιστεύω πως μια καλή επιλογή θα μπορούσε να συμπεριλάβει το χουνκιάρ, την τσομπάν σαλάτα (που είναι σαν χωριάτικη, χωρίς τυρί και με λεμόνι που δίνει το κάτι παραπάνω), το μπιφτέκι με γέμιση πουρέ (δε θυμάμαι το τούρκικο όνομα) και ροζέ κρασί.

Θα έλεγα και το εζμέ, που είναι ένα είδος κόκκινης, καυτερής αλοιφής, με βάση τη ντομάτα και το κρεμμύδι. Αλλά το καλύτερο εζμέ, κατά τη γνώμη μου, το έφτιαχνε ο Κεϋλάν στην Κάνιγγος, που έκλεισε μερικά χρόνια πριν, μετά από μια σχεδόν μαφιόζικη επίθεση μυστικών υπηρεσιών σε μέλος της οργάνωσής τους, σε ελληνικό έδαφος. Γιατί ξέρεις, αυτές οι τρομερές ιστορίες που έχουν να σου διηγηθούν οι Τούρκοι σύντροφοι δε σταματάν σε αυτήν την πλευρά του Αιγαίου. Και αν τα γράφω αυτά, σε ένα κατά βάση γαστριμαργικό αφιέρωμα, είναι γιατί θα ήταν ελλιπές χωρίς μια αντίστοιχη αναφορά σε αυτό το μαγαζί.

Υπάρχει επίσης και το Λέιλιμ Λέι στου Γκύζη, λίγο πιο πάνω από το Αναντολού. Αλλά από τη στιγμή που η κολεκτίβα του στράφηκε προς τη (μετέπειτα) κυβερνώσα Αριστερά, έπαψε να ανήκει στις δικές μου τουλάχιστον προτιμήσεις.

Το φαγητό είναι εν πολλοίς σαν τους ανθρώπους. Κι αν συμπαθείς αυτόν που το φτιάχνει, σου φαίνεται ακόμα πιο ωραίο. Αλλά αν το στομάχι σου έχει εθνικές, σοβινιστικές αγκυλώσεις, μπορεί να χάνει μια πολύ ωραία εμπειρία, με μια κουζίνα, που είναι πολύ πιο κοντά στα δικά μας μαγειρικά ήθη κι έθιμα, απ’ ό,τι πιστεύει κανείς.