Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Σταύρωση» του Ρενάτο Γκουτούζο

«Τούτοι είναι καιροί πολέμου: Αβησσυνία, δηλητηριώδη αέρια, κρεμάλες, αποκεφαλισμοί. Ισπανία κι αλλού. Θέλω να ζωγραφίσω το μαρτύριο του Χριστού σαν μια σκηνή του σήμερα. Όχι βέβαια με την έννοια ότι ο Χριστός πεθαίνει κάθε μέρα στον σταυρό για τις αμαρτίες μας … αλλά σαν ένα σύμβολο για όλους αυτούς που υφίστανται προσβολές, φυλακή, βασανιστήρια για τις ιδέες τους.»

Renato Guttuso, “Crocifissione”, 1941 (λάδι σε καμβά), Galleria Nazionale d’Arte Moderna e Contemporanea, Ρώμη.

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο τού Ιταλού ζωγράφου Ρενάτο Γκουτούζο (Renato Guttuso, 1911-1987) όταν ξεκίνησε, τον Οκτώβρη του 1940, να δουλεύει τον μεγάλο πίνακα, διαστάσεων 2μ x 2μ, με τίτλο «Σταύρωση» (“Crocifissione”).

Το μαρτύριο του Ιησού εδώ λειτουργεί ως ευθύς υπαινιγμός για τον ανθρώπινο πόνο στη φρίκη του πολέμου. Η «Σταύρωση» του Γκουτούζο διαφοροποιείται κατά τρόπο προβοκατόρικο από τους στερεοτυπικούς κανόνες της σχετικής αγιογράφησης.

Στον συγκεκριμένο πίνακα, αντί για τη συνηθισμένη κατά μέτωπο και οριζόντια αναπαράσταση, οι τρεις σταυροί τοποθετούνται εγκάρσια και διαγώνια ως προς τη σκηνή του δράματος. Ο σταυρός τού δίχως σωτηρία ληστή είναι αντικριστά στους άλλους δύο. Το πρόσωπο του Ιησού, κάτω από το σφιχτά μπηγμένο ακάνθινο στεφάνι, δεν είναι ορατό. Όλες σχεδόν οι ανθρώπινες παρουσίες είναι γυμνές. Αντί για την Παναγία και τον Ιωάννη, απεικονίζεται η Μαρία Μαγδαληνή, γυμνή, να αγκαλιάζει το άψυχο σώμα του Ιησού και να
προσπαθεί μάταια να σφουγγίσει το αίμα της πληγής.

Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί το γυμνό για να αποδώσει τη σκηνή της σταύρωσης δίχως συγκεκριμένη αναφορά σε κάποια ιστορική εποχή. Το μαρτύριο, στη γενίκευσή του, τοποθετείται σε αχρονικό πλαίσιο. Γίνεται παγκόσμιο – τωρινό.

Σε πρώτο πλάνο «νεκρή φύση»: μαζί με τα γνωστά σύμβολα του θρησκευτικού μαρτυρίου, παριστάνονται αντικείμενα καθημερινής χρήσης: ένα ψαλίδι, ένα μαχαίρι και δύο υπερμεγέθη καρφιά, όλα αυτά εδώ ως εργαλεία βασανιστηρίων. Στο βάθος φαίνονται χαλάσματα πόλης, από βομβαρδισμό. Οι δύο δήμιοι είναι ξένοι, απόμακροι, αδιάφοροι για την τραγικότητα της σκηνής. Οι σφιγμένες γροθιές του Ιησού και του ενός ληστή συμβολίζουν την επιμονή, τον αγώνα και την αντίσταση μέχρι τέλους. Όπως επίσης δηλώνεται το ίδιο με την περήφανη και ανυπότακτη στάση του ανοιχτόχρωμου αλόγου.

«Η γύμνια των ανθρώπινων μορφών δεν ήταν για να προκαλέσει σκάνδαλο. Ήταν έτσι διότι δεν μπορούσα να τις δω και να τις εντάξω σε μια συγκεκριμένη εποχή. Μορφές ούτε αρχαίες ούτε σύγχρονες, μια σύγκρουση εντός μίας και της ίδιας ιστορίας που φτάνει ως
εμάς. Μου φαινόταν τετριμμένο να τις ντύσω σαν σ’ ένα φθαρμένο μελόδραμα … Αυτή, έλεγα, είναι μια τραγωδία του σήμερα …» (Ρενάτο Γκουτούζο, 1965)

Οι καλλιτεχνικές επιρροές στη «Σταύρωση» του Γκουτούζο ούτε λίγες είναι ούτε κρύβονται. Το αντίθετο, εκδηλώνονται με παρρησία και πειστικότητα. Ξεχωρίζουν η εξπρεσιονιστική επιλογή στη χρήση και στους έντονους τόνους των χρωμάτων, καθώς και ο πυκνός χώρος και οι γωνιώδεις μορφές του κυβισμού του Πικάσο. Είναι δε έκδηλες οι αναφορές στη «Γκερνίκα». Το συγκεκριμένο έργο του Πικάσο είχε γίνει γνωστό στον Γκουτούζο με τη μορφή καρτ-ποστάλ που είχε φτάσει παράνομα στα χέρια του. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν επίσης τα διάφορα προσχέδια για τον μεγάλο πίνακα της «Σταύρωσης» [εδώ, εδώ].

Με τη «Σταύρωση» ο Γκουτούζο, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, κέρδισε τον … τιμητικό τίτλο τού “pictor diabolicus” από την Καθολική Εκκλησία της εποχής και ο πίνακας του καταγγέλθηκε για αντιθρησκευτική προσβολή και ύβρη.

Ο Ρενάτο Γκουτούζο γεννήθηκε κοντά στο Παλέρμο της Σικελίας το 1911. Με μεγάλη κλίση στη ζωγραφική από παιδί, εκπαιδεύτηκε από πολύ μικρός στην πρωτοπορία της ζωγραφικής στο ατελιέ του Σικελού φουτουριστή ζωγράφου Πίπο Ρίτσο (Pippo Rizzo, 1897-1964). Έφηβος ακόμη, το 1928, είχε την ευκαιρία να εκθέσει διάφορα έργα του στη Σικελία και μόλις εικοσάχρονος, το 1931, στη Ρώμη

Ο Γκουτούζο, το 1940, προσέγγισε τον παράνομο μηχανισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας (ΚΚΙ), μέσω των επαφών και των συζητήσεων που είχε με τον Μάριο Αλικάτα (Mario Alicata), τον Αλμπέρτο Μοράβια (Alberto Moravia) και τον Αντονέλο Tρομπαντόρι (Antonello Trombadori), και οι τρεις τους σημαντικοί εκπρόσωποι των γραμμάτων και του ΚΚΙ της μεταπολεμικής Ιταλίας. Μετά την κατάρρευση του φασιστικού καθεστώτος, τον Ιούλιο του 1943, και τη γερμανική κατοχή που ακολούθησε, ο Γκουτούζο πήρε μέρος στην Αντίσταση. Η πολιτική του πορεία συνδέθηκε με το ΚΚΙ, με το οποίο εκλέχτηκε γερουσιαστής δύο φορές (1976 και 1979). Σημαντικός πολιτικός σταθμός στην ευρύτερη κοινωνική-καλλιτεχνική του στάση αποτέλεσε η ενεργή συμπαράσταση στους καταληψίες φοιτητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Ρώμης (γεγονότα της Valle Giulia, 1968) καθώς και η γενικότερη προσωπική συμμετοχή του στο Ιταλικό φοιτητικό ‘68.

Κάποια ελάχιστα παραδείγματα από τα πολλά διάσημα έργα του Ρενάτο Γκουτούζο με μεγάλο όχι μόνο καλλιτεχνικό αλλά και κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο: «Φυγή από την Αίτνα» (“Fuga dall’Etna, 1937”), «Σφαγή»(“Massacro”, 1943), «Ο θεός είναι μ’ εμάς» (“Gott mit uns”, 1943) [πρόκειται για μια σειρά έργων με γενικό τίτλο τη συγκεκριμένη φράση που ήταν χαραγμένη στην αγκράφα της ζώνης των στρατιωτών της Βέρμαχτ], «Η κηδεία του Παλμίρο Τολιάτι» (“I funerali di Togliatti”, 1972), «Η λαϊκή αγορά του Παλέρμου»
(“La Vucciria”, 1974).

Π.Δ.