Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σχόλιο: Το ελληνικό διήγημα στην ΕΡΤ

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //

Δεν είναι μικρό γεγονός η επιστροφή της ΕΡΤ στην τηλεοπτική μυθοπλασία και μάλιστα, στη μεταφορά έργων της ελληνικής λογοτεχνίας που άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στα γράμματα μας. Η σειρά «Το Ελληνικό Διήγημα» στην ΕΡΤ, σε σκηνοθεσία του Μανούσου Μανουσάκη με τρεις ιστορίες των τεσσάρων επεισοδίων, βασισμένες σε ελληνικά διηγήματα, αποτελεί κατά τη γνώμη μου ότι καλύτερο έχει να δείξει η φετινή τηλεοπτική παραγωγή.

Η σειρά ξεκίνησε με τη μεταφορά του διηγήματος «Βαρδιάνος στα σπόρκα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911)  και με τη Ρένια Λουιζίδου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στη συνέχεια ακολούθησε ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) και το «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» με πρωταγωνιστές τους Νικόλα Παπαγιάννη, Σόλων Τσούνη, Τατιάνα Παπαμόσχου και Ντίνα Μιχαηλίδη. Η σειρά θα ολοκληρωθεί με τις «Κρίσιμες στιγμές» της Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881-1962).

vardianos

ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ

Το διήγημα του Παπαδιαμάντη αφηγείται την ιστορία της γριάς Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος, δηλαδή φύλακας στα σπόρκα, τα μολυσμένα από χολέρα καράβια, προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση. Το διήγημα ωστόσο δεν αναδίδει οσμή θανάτου, όπως είχε επισημάνει η εφημερίδα «Ακρόπολις» (13.8.1893) που το φιλοξένησε, στο σχετικό σημείωμά της:

«Πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων. Αλλά μακράν πας φόβος. Εις τον «Βαρδιάνον» δεν εκτυλίσσονται στυγναί και απαίσιαι εικόνες τόπων ερημουμένων υπό της χολέρας. Δεν προβάλλει εις την ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της χολέρας […]. Ο «Βαρδιάνος» δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων· είναι διήγημα έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, αλλ’ εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και ευθύμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον «Βαρδιάνον» εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατακτήση, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ’ ας ημέρας δεν λείπει ο λόγος περί χολέρας, ο «Βαρδιάνος» θα αποτελέση εύθυμον αντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά η ανάγνωσις των περί των προόδων της φοβεράς νόσου ειδήσεων».

vardianos2

Η αλήθεια είναι ότι η μεταφορά του «Βαρδιάνου» ασχολήθηκε με ένα θέμα που εύκολα οι θεατές και οι αναγνώστες θα κάνουν το συσχετισμό με την περίοδο του κορονοϊού. Όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης «Είναι πραγματικά πολύ σύγχρονο θέμα… βλέπουμε 160 χρόνια πριν, πως αντιδρούσαν οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο που αντιδρούν σήμερα». Η εικόνα αυτή αποδίδεται εξαιρετικά, τόσο που στον ένα ή τον άλλο χαρακτήρα, οι θεατές θα δουν τους σημερινούς ανθρώπινους τύπους που όλοι μας συναντάμε στη δουλειά, στο σχολείο και οπουδήποτε. Γενικά, η σειρά εξελίσσεται δυναμικά, προσπαθώντας και πετυχαίνοντας να μεταφέρει τον ήχο της γλώσσας του Παπαδιαμάντη στη μικρή οθόνη, μαζί με ορισμένους ηθοποιούς που πραγματικά ξεχώρισαν αλλά και με μια απόδοση που όπως στο πρωτότυπο υλικό «Δεν προβάλλει εις την ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της χολέρας».

Όμως στον τελικό απολογισμό, ο «Βαρδιάνος» απογοητεύει καθώς στη λήξη του προδίδει τόσο την κοινωνική κριτική του Παπαδιαμάντη, όσο και το τέλος που δίνει ο συγγραφέας. Το σκοτεινό και στοχαστικό κλείσιμο της διηγήματος εδώ αντικαθίσταται με χορούς και πανηγύρια ανάμεσα σε πρώην άρρωστους, απλούς πολίτες, μαυρογορίτες και διάφορους μεγαλόσχημους. Σε αυτό βλέπουμε, προφανώς την απαίτηση ή και την ανάγκη για ένα θετικό κλείσιμο ή για ένα αισιόδοξο μήνυμα που θα ωφελήσει τους θεατές που έκαναν νωρίτερα τους συσχετισμούς με την εποχή του διηγήματος και τη δική μας. Όμως ούτε το καινούργιο μήνυμα περνάει ενώ και δραματουργικά μειώνει κατά πολύ την αξιόλογη προσπάθεια.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ

Η σειρά αλλάζει προς το καλύτερο, τόσο ώστε να δικαιολογεί την εκτίμηση της πρώτης παραγράφου, με τη μεταφορά του διηγήματος του Γεώργιου Βιζυηνού. Το «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» που αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και εκτενή αυτοβιογραφικά διηγήματα του συγγραφέα, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Εστία. Εδώ, ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη μιας μυστηριώδους ιστορίας, όπου η μητέρα του αφηγητή αγνοεί το φονιά του γιου της και τον αναζητά εναγωνίως, τη στιγμή που ο προστατευόμενός της Τούρκος Κιαμήλ δεν γνωρίζει ότι είναι αυτός που –άθελά του– έχει σκοτώσει τον γιο της ευεργέτιδάς του.

Εδώ, πριν το δικό μου σχόλιο θα παραθέσω ένα σημείο από το άρθρο του Θανάση Μπαντέ με τίτλο «Ο Βιζυηνός στο φονικό του αδερφού του»:

«Η νουβέλα του Βιζυηνού «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου» είναι ίσως το πιο ιδιόμορφο αστυνομικό χρονικό της ελληνικής λογοτεχνίας. Και είναι ιδιόμορφο, γιατί, ενώ συνδυάζει όλα τα αστυνομικά στοιχεία (φόνος, αναζήτηση ενόχων, παρέμβαση του ανακριτή που κινεί τα αστυνομικά νήματα, ανατροπή των δεδομένων κλπ) κι ενώ διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό κλίμα μυστηρίου, ταυτόχρονα, σαν από θαύμα, η δράση κινείται αποκλειστικά εσωστρεφώς, υποσκελίζοντας την αστυνομική πλοκή που αναγκαστικά υποχωρεί μπροστά στη συναισθηματική άβυσσο των χαρακτήρων. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στο οξύμωρο σχήμα όπου η αστυνομική δράση βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και συγχρόνως περνά απαρατήρητη ή αλλιώς, όπου ο κεντρικότερος άξονας της ιστορίας μετατρέπεται σε περιτύλιγμα, αφού η εστίαση βρίσκεται πολύ μακριά του. Κι εδώ δε μιλάμε για το συνηθισμένο σχήμα της αλληγορίας ή της λογοτεχνικής αφετηρίας που τελικά θα οδηγήσει αλλού. Γιατί στον Βιζυηνό τα πράγματα ούτε υπονοούνται, ούτε συγκαλύπτονται από την τεχνική της έμμεσης νύξης. Εδώ μιλάμε για τη φυσικότητα της γάργαρης λογοτεχνικής ροής που ξεπερνά ακόμη και τα ίδια τα εκτυλισσόμενα γεγονότα επικεντρώνοντας στα ίχνη των μετέωρων ανθρώπων που στροβιλίζονται μέσα τους. Γιατί ο στόχος δεν είναι το σμίλευμα μιας ιστορίας, αλλά η κατάδειξη του ανθρώπου μέσα απ’ αυτή. Γι’ αυτό κάθε σεναριακή δομή στον Βιζυηνό, σε τελική ανάλυση, είναι επουσιώδης. Γιατί αναγκαστικά θα υποσκελιστεί από τα πορτρέτα των ανθρώπων. […]»

foneus

Η εικόνα που παραθέτει για το διήγημα ο αρθρογράφος βρίσκει  την έκφραση της και στην τηλεοπτική μεταφορά που επιχείρησε ο Μανούσος Μανουσάκης. Είναι αλήθεια ότι ο πεζός λόγος και η ερμηνευτική τέχνη είναι δύο διαφορετικά είδη, το καθένα με τους δικούς του κανόνες αλλά η σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία και η δυναμική εξέλιξη της πλοκής του συγκεκριμένου κύκλου επεισοδίων, με την άριστη αναπαράσταση της εποχής και με τις δυνατές ερμηνείες, από το σύνολο των ηθοποιών, καταφέρνει να αποδώσει στην εντέλεια διάφορες καταστάσεις και βιώματα. Τα θέματα που κυριαρχούν είναι ο πόνος της μάνας, οι εσωτερικές μάχες όλων των προσώπων με κορυφαίο τον Κιαμήλ και γενικότερα, τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ του καλού και του κακού όπως και ότι μπροστά στα προσωπικά προβλήματα, που παράλληλα είναι και πανανθρώπινα προβλήματα, οι διαχωρισμός ανάμεσα σε λαούς και θρησκείες είναι ανίσχυρος. Από τους ηθοποιούς, ο Νικόλας Παπαγιάννης ως Κιαμήλ ξεχωρίζει κατά κοινή ομολογία με μια ερμηνεία υψηλού επιπέδου, όμως ούτε ο Σόλων Τσούνης στο ρόλο του συγγραφέα, ούτε κανείς άλλος δεν υστερεί στην προσπάθεια του.

Εδώ θα κλείσω αυτό το σημείωμα. Ελπίζω το επόμενο και τελευταίο μέρος της σειράς να συνεχίσει στα ίδια επίπεδα. Αυτό που με απόλυτη βεβαιότητα μπορώ να πω είναι ότι δεν μπορεί – ακόμα και αν το θέλει! – να είναι κατώτερο από το σύνολο των αδιάφορων τηλεοπτικών έργων που η ιδιωτική τηλεόραση και δυστυχώς, η ΕΡΤ, προβάλλουν το τελευταίο διάστημα. Συμπερασματικά, ο Μανούσος Μανουσάκης, οι ηθοποιοί, οι μουσικοί, η ομάδα μπροστά και πίσω από τις κάμερες, αξίζουν πολλών συγχαρητηρίων καθώς μας προσφέρουν ένα υψηλού επιπέδου σύνολο που πέρα από τις επιμέρους κρίσεις – που ακόμα και αυτές μπορούν να τεθούν προς συζήτηση – αποτελεί ένα πρότυπο για την τηλεοπτική μυθοπλασία που έχουμε ανάγκη σήμερα, είτε ασχολείται με το παρελθόν, είτε με θέματα της εποχής μας. Κατά τα άλλα, η επιστροφή της ΕΡΤ στην ποιοτική τηλεόραση μένει να αποδειχτεί αν θα έχει συνέχεια ή αν θα είναι απλά και μόνο ένα πυροτέχνημα.

 

Παραπομπές

  1. Ο «Βαρδιάνος στα σπόρκα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ατέχνως (2021)
  2. Θανάσης Μπαντές, Ο Βιζυηνός στο φονικό του αδερφού του, Ερανιστής, 25/9/2013 (ολόκληρο)

vardianos sta sporka 5