Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σόνια Ιλίνσκαγια _Μικρό αφιέρωμα

Η Σόνια Ιλίνσκαγια Sonia Ilinskaya (1938-2024) γεννήθηκε στη Μόσχα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας με παράλληλη ειδίκευση στη νεοελληνική και τη ρωσική φιλολογία. Ασχολήθηκε με τη διάδοση -μελέτη και μετάφραση- της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Είχε εκλεγεί τακτικό μέλος της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ ως κριτικός και μεταφράστρια της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Το 1971 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα. Η μοίρα μιας γενιάς. Υπήρξε ερευνήτρια του Ινστιτούτου Σλαβικών και Βαλκανικών Μελετών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ.

Το 1983, για οικογενειακούς λόγους (από το 1959 ήταν παντρεμένη με τον Έλληνα πεζογράφο Μήτσο Αλεξανδρόπουλο), εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Ήταν καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Έχει δημοσιεύσει πάνω από 20 βιβλία και δοκίμια στα ελληνικά

Εργογραφία \ Δοκίμια

  1. H Mοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Eλλάδα. Μόσχα 1974, Αθήνα 1976.
  2. K.Π.Kαβάφης. Oι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα. Αθήνα 1983, Μόσχα 1984.
  3. Γιάννης Ρίτσος. Θεώρηση της ζωής και του έργου του. Μόσχα 1986.
  4. Μιχαήλ Λυκιαρδόπουλος. Ένας Έλληνας στο χώρο του ρωσικού συμβολισμού. Αθήνα 1989.
  5. Επισημάνσεις. Από την πορεία της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα. Αθήνα 1992.
  6. Ο K.Π.Kαβάφης και η ρωσική ποίηση του “αργυρού αιώνα”. Αθήνα 1995.
  7. Ρωσική Καβαφειάδα. Μόσχα, 2000. Eισαγωγή (σς.5-14), μέρος μεταφράσεων από το ποιητικό έργο του K.Π. Kαβάφη, μονογραφία Kωνσταντίνος Kαβάφης (σς. 281-470), κύκλος δοκιμίων “O K.Π. Kαβάφης και η ρωσική ποίηση του ”αργυρού” αιώνα” (σς. 528-561), δοκίμιο “O K.Π. Kαβάφης στη Pωσία” (σς. 562-567).
  8. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 στον καθρέφτη της ρωσικής ποίησης. Επιλογή, εισαγωγή, επιμέλεια: Σόνια Ιλίνσκαγια. Αθήνα 2001.
  9. O K.Π. Kαβάφης στα συμφραζόμενα της λογοτεχνικής πορείας του 20ού αιώνα. Mόσχα 2001.
  10. Κ.Π. Καβάφης. ’παντα τα ποιήματα. Εισαγωγή-επιμέλεια: Σόνια Ιλίνσκαγια. Αθήνα 2003

Μεταφράσεις στα ρωσικά

  • Ποίηση: Κάλβου, Καβάφη, Ρίτσου, Σεφέρη, Ελύτη, Βρεττάκου, Σινόπουλου, Λειβαδίτη, Κύρου, Αναγνωστάκη, Πατρίκιου, Σαχτούρη, Σαραντή, Στεργιόπουλου κ.α.
  • Πεζογραφία: Ξενόπουλου, Τερζάκη, Αλεξανδρόπουλου.

Το ερευνητικό της ενδιαφέρον επικεντρώθηκε από πολύ νωρίς στην νεοελληνική και τη ρωσική φιλολογία. Εργάστηκε ως ερευνήτρια του Ινστιτούτου Σλαβικών και Βαλκανικών Μελετών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Το 1971 υποστήριξε τη διατριβή της με τίτλο «Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα. Η μοίρα μιας γενιάς.»

Υπήρξε η πρώτη επαγγελματίας φιλόλογος-νεοελληνίστρια που ασχολήθηκε με τη μετάφραση και έκδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας για το ρωσικό αναγνωστικό κοινό, και, για πάνω από 60 χρόνια είχε συνδέσει το όνομά της με την ουσιαστική και γόνιμη μελέτη και παρουσίαση της ελληνικής λογοτεχνίας στη Ρωσία και στην πρώην ΕΣΣΔ: πρωτοπαρουσίασε τον Καβάφη (1967), συστηματοποίησε την παρουσίαση του Ρίτσου, ανθολόγησε ελληνική ποίηση και διηγήματα, παρουσίασε μυθιστορήματα, έγραψε σειρά επιστημονικών έργων (μονογραφίες, άρθρα, επιστημονικές ανακοινώσεις) πάντα με θέμα τη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ως επιμελήτρια εκδόσεων συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους ήδη γνωστούς μεταφραστές, εκπαίδευσε την επόμενη γενιά νεότερων μεταφραστών που έχουν αναλάβει σήμερα τη σκυτάλη, κίνησε το ενδιαφέρον μεγάλων Ρώσων ποιητών, ιδιαιτέρως του Νομπελίστα Ιωσήφ Μπρόντσκι, για τη νεοελληνική λογοτεχνία (κυρίως προς τον Καβάφη), και δημοσίευσε σειρά, κλασσικών σήμερα, μεταφράσεων, Νεοελλήνων λογοτεχνών, και ιδίως ποιητών όλων των γενεών, πρωτοπαρουσιάζοντάς τους στα ρωσικά (Α. Κάλβος, Κ.Π. Καβάφης, Κ. Καρυωτάκης, Γρ. Ξενόπουλος, Μ. Αλεξανδρόπουλος, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρεττάκος, Α. Τερζάκης, Γ. Σεφέρης, Οδ. Ελύτης, Μ. Αναγνωστάκης, Μ. Σαχτούρης, Ε. Κακναβάτος, Β. Βασιλικός, Τ. Πατρίκιος, Γ. Δάλλας, Λ. Πούλιος, Μ. Γκανάς, Γ. Μαρκόπουλος, Γ. Υφαντής, Κ. Δημουλά, Κ. Κύρου και πολλούς άλλους). Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι χάρη στην προσφορά της, ο ρωσόφωνος αναγνώστης σήμερα γνωρίζει τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, το Σεφέρη, το Ρίτσο, τον Ελύτη και τη μεταπολεμική γενιά των Νεοελλήνων ποιητών.

Στην Ελλάδα εξέδωσε ως συγγραφέας και επιμελήτρια πολλά άρθρα και βιβλία, όπως: «Κ.Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα.» (Αθήνα 1983), «Μιχαήλ Λυκιαρδόπουλος. Ένας Έλληνας στο χώρο του ρωσικού συμβολισμού» (Αθήνα 1989), «Επισημάνσεις. Από την πορεία της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα» (Αθήνα 1992), «Ο Κ.Π. Καβάφης και η ρωσική ποίηση του αργυρού αιώνα» (Αθήνα 1995), «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 στον καθρέφτη της ρωσικής ποίησης» (Αθήνα 2001), «Κ.Π. Καβάφης, Άπαντα τα ποιήματα.» (Αθήνα 2003), «Ελληνορωσικά συναπαντήματα» (Αθήνα 2004), «Η ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 19ος αιώνας» (Αθήνα 2006). Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με θέματα συγκριτικής ρωσικής και νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Μετά τη μόνιμη εγκατάστασή της στην Ελλάδα, συνέχισε να μεταφράζει και να παρουσιάζει στη σύγχρονη Ρωσία τη νεοελληνική λογοτεχνία. Εμβληματικότερο επίτευγμα της περιόδου αυτής υπήρξε η έκδοση του συνόλου του ποιητικού έργου του Κ.Π. Καβάφη στα ρωσικά (συμπεριλαμβανομένων των αποκηρυγμένων και ημιτελών ποιημάτων) το 2009, με βάση την ελληνική έκδοση του 2003.

Η Σόνια Ιλίνσκαγια θα κηδευτεί την Τρίτη 23 Ιανουαρίου στις 11 το πρωί από το Δεύτερο Νεκροταφείο. Συλλυπητήρια ανακοίνωση εξέδωσε το ΚΚΕ και η Εταιρεία Συγγραφέων.

ΚΚΕ: Αποχαιρετούμε την Σόνια Ιλίνσκαγια με σεβασμό για το πολύτιμο έργο της

Μέσα από το πρίσμα της Αλεξάνδρειας

…Η ιστορική διαίσθηση του Καβάφη, η “αλεξανδρινή” πράγματι ευρυμάθειά του και το πρωτεϊκό χάρισμα μεταμορφώσεων, διείσδυσης “στη ζωή παρωχημένων εποχών και ανθρώπων, να κατοικεί τις πολιτείες τους, να κυκλοφορεί στους δρόμους τους, να διαισθάνεται τα αισθήματά τους…” αναγνωρίστηκαν αρκετά νωρίς από την ελληνική κριτική. Πολύ πιο δύσκολη αποδείχτηκε η κατανόηση του αλεξανδρινού μοντέλου, της τεχνολογίας, χάρη στην οποία στον χρονότοπο της Αλεξάνδρειας και έπειτα όλου του ελληνορωμαϊκού κόσμου μέσα από τα realia της καθημερινότητας διακρίνεται η αθόρυβη ροή της ιστορίας.
Το αλεξανδρινό του μοντέλο το δοκιμάζει όχι μόνο στο σύγχρονο (και διαχρονικό) άτομο, αλλά και στη σύγχρονη (και διαχρονική) ιστορική διαδικασία, την οποίαν διαγνωστοποιεί και στις οικουμενικές της νομοτέλειες, και στις χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες. Στο ψηφιδωτό της εποχής εναλλάσσονται μεγάλες τοιχογραφίες και μικρές σκηνές, φευγαλέα σκίτσα που αναλαμβάνουν τον ρόλο ανεπαίσθητης λεπτομέρειας, υλικής ή ψυχολογικής, απ’ αυτές που προσδίδουν στο σύνολο ένα υψηλότερο όριο αληθοφάνειας, πληρότητας, ζωντανού παλμού. Αυτός ο σφαιρικός φωτισμός ανταποκρίνεται στις ίδιες αρχές που ξέρουμε από τις γνωστές μυθιστορηματικές εποποιίες.

Η επιλογή της αποστασιοποίησης εκδηλώνεται στον Καβάφη με δύο τρόπους: με την αξιοποίηση του “αρχαίου” μοντέλου και με την παραίτηση από τον ενιαίο στέρεο αφηγηματικό σκελετό, ώστε, χωρίς να τηρείται η χρονική ακολουθία, να συντίθεται ελεύθερα κι αβίαστα το ψηφιδωτό της εποχής. Ο αναγνώστης ωστόσο είναι σε θέση να συλλάβει στην “ακανόνιστη” αυτή σειρά εσωτερικές διασυνδέσεις, τη σφραγίδα της μυθιστορηματικής αντίληψης. Ανακαλύπτοντας λ.χ. ένα θέμα που ξετυλίγεται στη χρονική διάρκεια μέσα από τις τύχες μερικών γενεών, τους περίπλοκους συγγενικούς και πολιτικούς δεσμούς ανάμεσα σε δρώντα πρόσωπα, ένα δραματικό σύμπλεγμα των αφηγηματικών γραμμών, αναλαμβάνει μόνος του να κάνει ένα μοντάζ, να “συναρμολογήσει τη χρονολογία” , να φτιάξει από μινιατούρες ένα μυθιστόρημα, μια ιδιόμορφη εποποιία που να καλύπτει την πορεία του ελληνιστικού κόσμου από την ακμή στην παρακμή και τη διάλυση.
Το συναρπαστικό αυτό παιχνίδι μπορεί να ξεκινήσει από το δίπτυχο “Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.” και “Στα 200 π.Χ.” με τη μεγαλειώδη εικόνα του ελληνιστικού κόσμου, στην οποία όμως παρουσιάζονται οι πρώτες ρωγμές. Θα περάσει έπειτα στο θέμα του διαιρεμένου, υπονομευόμενου από εσωτερικές διχόνοιες αγώνα των ελληνιστικών κρατών ενάντια στη Ρώμη (“Η Μάχη της Μαγνησίας”) και θα το παρακολουθήσει κυρίως μέσα από την τραγική μοίρα της δυναστείας των Σελευκιδών (“Προς τον Αντίοχον Επιφανή”, “Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου”, “Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.”), καθώς και μέσα από ποιήματα που πλαισιώνουν αυτή τη σειρά (λ.χ. “Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια”, “Οροφέρνης”, “Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα”) και ρίχνουν στο ίδιο θέμα ένα πλάγιο φως, με την τεχνική “φωτός” και “ημίφωτος” που τόσο πολύ αξιοποίησε ο ποιητής για τις πανοραμικές συλλήψεις του. Για επίλογο θα στραφεί στο αλεξανδρινό τετράπτυχο (“Αλεξανδρινοί Βασιλείς”, “Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια”, “Καισαρίων”, “Εν δήμω της Μικράς Ασίας”) που εικονογραφεί την πτώση του ελληνιστικού κόσμου.

Πόσο παραδειγματικά (σε επίπεδο παν-χρονίας και παν-τοπίας) λειτουργεί αυτό το ιστορικό σύμπλεγμα, θα το συνειδητοποιήσουμε στην επόμενη στροφή του καβαφικού έργου προς την ύλη της πρώιμης χριστιανικής εποχής, όπου τα χαρακτηριστικά της ιστορικής τυπολογίας θα προβληθούν ακόμα περισσότερο και η προσοχή θα επικεντρώνεται στα καθολικά προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, ατομικής και συλλογικής. Το ιστορικό παράδειγμα, παρουσιασμένο μες στη ζωντανή σάρκα του δικού του συγκεκριμένου χρόνου, αποκτά υπερχρονική (όχι μιας μόνο εφαρμογής) οντολογική διάσταση και μας εκπλήσσει με τις δυνατότητες επίκαιρης ανάγνωσης στο φως της νεώτερης ιστορικής πείρας του 20ού και του 21ου ακόμα αιώνων.
Όπως παρατήρησε ο Γ. Σεφέρης, ο καθρέφτης της ιστορίας που προτείνει ο ποιητής στον αναγνώστη, είναι τόσο επίκαιρος, ώστε “κοιτάζονται όσοι δεν ”επαναπαύονται”, όσοι έχουν το θάρρος να κοιταχτούνε”. “Κι αυτό είναι πράγμα πολύ διαφορετικό από τη χρήση της ιστορίας, όπως συνηθίσαμε να τη βλέπουμε στους ποιητές, είτε ανήκουν στη σχολή του ρομαντισμού, είτε στη σχολή του παρνασσισμούΧ δεν είναι, δηλαδή, μήτε οπτασιακή αναπόληση, μήτε μνεία μιας ακαθόριστης μυθολογίας, μήτε θέμα για να σμιλέψει ο καλλιτέχνης ένα ”ωραίο” ψυχρό ανάγλυφο”.

Οι μεταφορικοί καθρέφτες του Καβάφη συλλαμβάνουν και τις δύο επίκαιρες διαστάσεις που απασχόλησαν την παγκόσμια λογοτεχνία του 20ού αιώνα: ο άνθρωπος μέσα στον χρόνο και ο χρόνος μέσα στον άνθρωπο. Όπως και την άλλη πρωτοπορειακή πτυχή που συνέλαβε προδρομικά ο Γ. Βρισιμιτζάκης με την οξυδερκή παρατήρησή του πως τα ποιήματα του Καβάφη φωτίζουν “διαγωγές… των ατόμων… ή δράσεις των Εθνών” κι αποτελούν “διδάγματα από το παρελθόν της ανθρωπότητας εφαρμόσιμα τόσο στην ατομική ζωή, όσο και στη ζωή των Εθνών” , δηλαδή στην πανανθρώπινη ιστορική πείρα.
Στις σφαίρες της ατομικής συνείδησης τον ενδιαφέρει όχι μόνο η επίδραση του περιβάλλοντος και της εποχής, αλλά και ο αυτοπροσδιορισμός του ατόμου, η δική του ευθύνη για τις επιλογές του. Στις πηγές αυτής της τοποθέτησης βρίσκεται ένα από τα πρώιμα ποιήματα “Η Πόλις” (1894, 1910), σύμβολο των δοσμένων όρων ζωής που δεν επιτρέπει να ξεφύγει κανείς από τις ευθύνες για τη στάση που παίρνει, και δε συγχωρεί τις ανάξιες λύσεις.
Εξετάζοντας με ιδιαίτερη προσήλωση τις σφαίρες ατομικής και συλλογικής συνείδησης, ο ώριμος Καβάφης στρέφεται στις μεταβατικές ιστορικές φάσεις, σημαδεμένες με βαθιά μοιράσματα, με φαινόμενα διχασμού της ανθρώπινης προσωπικότητας. Κατευθύνοντας τον προβολέα στην πρωτοχριστιανική εποχή, φωτίζει τις αντίπαλες θρησκείες σαν δύο εχθρικές ιδεολογίες που ανοίγουν γκρεμούς ανάμεσα στους πιο κοντινούς ανθρώπους. Πολύ πριν στην παγκόσμια λογοτεχνία κατασταλάξει η έννοια της ψυχοφθόρου αποξένωσης, ο Καβάφης την ενσαρκώνει στην υπογραμμισμένη (με τυπογραφική αραίωση) λέξη ξ έ ν ο ς. Σ’ αυτήν συγκεντρώνεται η τραγική αίσθηση του αφηγητή-ειδωλολάτρη του ποιήματος “ΜύρηςΧ Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.” (1929), που ξαφνικά συνειδητοποιεί πως και πριν πεθάνει ο φίλος του χριστιανός Μύρης τού ήταν ξ έ ν ο ς π ο λ ύ. Το ξεχώρισμα στο κείμενο αυτών των δύο λέξεων ανεβάζει την πνευματική κρίση της “Αλεξάνδρειας του 340 μ.Χ.” (Βαρυσήμαντη η παρουσία της στον τίτλο του ποιήματος δίπλα με το όνομα “Μύρης”) και, πρώτ’ απ’ όλα, το αιώνιο πρόβλημα της ανθρώπινης μοναξιάς σε επίπεδο τυπολογικής κατηγορίας.

Όσο αφορά το πρόβλημα της μαζικής συνείδησης, είναι πολύ ενδεικτική η ερμηνευτική μετατόπιση που παρατηρείται σ’ ένα παλιό θέμα του Καβάφη – ψυχολογία του πλήθους: από την αδιαφορία (“Αλεξανδρινοί Βασιλείς”, 1912) στην τυφλή φανατική επιθετικότητα (στον κύκλο του Ιουλιανού και ιδιαίτερα στο ποίημα “Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας”, 1933). Τον προφητικό χαρακτήρα αυτής της τροπής στο ιστορικό παράδειγμα του Καβάφη θα έρθει να επιβεβαιώσει η γνωστή ιστορική εξέλιξη στις δεκαετίες 1930 και ’40. Μια από τις εισαγωγικές της πράξεις -ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ – έγινε όταν ο ετοιμοθάνατος Καβάφης στο τελευταίο του ποίημα “Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας” περιέγραφε πώς πάνω στη σύγκρουσή τους με τον Ιουλιανό οι Αντιοχείς έβαλαν φωτιά στο τέμενος του Απόλλωνα (μια φοβερή φωτιά:// και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων) .
Παριστάνοντας τη ζωή του ανθρώπου σαν ένα ταξίδι προς την Ιθάκη με κίνητρο όχι τον τελικό στόχο, αλλά τη χαρά του ίδιου του ταξιδιού, την ευτυχία της μάθησης και της δημιουργίας, την προσγειωμένη και στωική ικανότητα για αγάπη στη ζωή με όσα δίνει, ο Καβάφης πρότεινε στον αναγνώστη του κάθε άλλο παρά εύκολο μοντέλο συμπεριφοράς. Σε συνδυασμό με τον κώδικα τιμής που επιβάλλει τη φύλαξη των Θερμοπυλών που όρισες ο ίδιος, το μικρό “αλεξανδρινό” του πρόγραμμα αφήνει στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα ίχνος ενός άξιου οντολογικού παραδείγματος.

“…Ο Καβάφης είναι νομίζω ο ‘δυσκολότερος’ ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας…” , είχε πει ο Σεφέρης. Από τη γραμματολογική άποψη αναμφισβήτητα κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι γύρω από έναν τόσο περιορισμένο αριθμό των ποιημάτων μεγάλωσαν βουνά από μονογραφίες και άρθρα και το ρεύμα δε φαίνεται να εξαντλείται. Κάθε άλλο: παρουσιάζονται νέες οπτικές γωνίες, και πολλές απ’ αυτές απαιτούν πολύ εξειδικευμένη γνώση του αρχαίου πολιτισμού, της ιστορίας, της φιλοσοφίας. Τροφή και χαρά για μελετητές και ειδικούς φίλους της λογοτεχνίας. Υπάρχει όμως και ένα άλλο πεδίο – της επικοινωνίας με ένα ευρύτερο κοινό: τι προσκομίζει στο δικό του ψυχικό κόσμο, κατά πόσο του γίνεται αναγκαίος.
Έχω την εντύπωση πως για τον σημερινό αναγνώστη που διαβάζει τον Καβάφη όχι σαν γραμματολόγος, αλλά για τη ψυχή του, ο Καβάφης δεν είναι καθόλου δύσκολος ποιητής. Ανατρέχουμε σ’ αυτόν για να εκφράσουμε με τα δικά του λιτά, προσγειωμένα, συγκρατημένα λόγια δικές μας σκέψεις για τα δικά μας προβλήματα – αιώνια προβλήματα του ανθρώπινου βίου. Όπως συνηθίζουμε να λέμε τώρα – υπαρξιακά. Και θα ήθελα να υπογραμμίσω – συνειδησιακά. Εκεί γίνεται και – πιστεύω – θα γίνεται πάντα η συνάντηση του Καβάφη με τους σημερινούς και μελλοντικούς αναγνώστες του.

Κ.Π. Καβάφης, Άπαντα τα ποιήματα, Αθήνα 2003, απόσπασμα από την Εισαγωγή
Πηγή