Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σώσε με γιατρέ μου

Γράφει η Ζωή Δικταίου //


Απόψε καθένας θυμάται και κάτι. Ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ περνούν οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες, οι νύχτες, η ίδια η ζωή. Τα δάκρυα της χαράς επιστρέφουν με κάθε γυρισμό και στεγνώσουν εύκολα. Απόψε η ομορφιά της παρέας ακουμπά μοναδικά στην ψυχή και μεγαλώνει την αγάπη αυτή που φέρνει πάντα πιο κοντά στα χείλη την κούπα της χαράς.

Η θεία η Θωμαή αλλάζει θέση στο τραπέζι. Έρχεται πιο κοντά, σε κοιτάζει, όχι αδιάκριτα, όχι. «Όσο μεγαλώνεις» , λέει «μοιάζεις όλο και πιο πολύ στη μάννα σου, έχεις και όλα τα σουσούμια τση Γαρεφαλλιάς, μα τα μάθια σου, τα μάθια σου παιδί μου, είναι σαν τση Κοκολίνας, αλλιώτικα ξανοίγουνε, φανερά τον ήλιο και τον άθρωπο. Ετσά που με ξανοίγεις, εξάνοιγε κι αυτή και σού ’δινε να καταλάβεις πια πολλά από αυτά που ήθελε να σου πει.»

Αισθάνεσαι ένα άλλο βλέμμα πάνω σου, ερευνητικό, νιώθεις πως σε εξετάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, πως προσπαθεί να βασιστεί σε κάποιο από τα χαρακτηριστικά σου για να σε αναγνωρίσει, να θυμηθεί ποια είσαι. Βλέμμα ήρεμο, τρυφερό, αυτό της θείας Χριστίνας που σε αγκαλιάζει.

«Χαρούλα μου για εσένα έχω κλάψει τόσο πολύ που δε σβήνει από το μυαλό μου εκείνη η μέρα όσα χρόνια κι αν περάσουν» , λέει ο Νικολής. «Θυμάμαι τη βάφτισή σου χωρίς κολυμπήθρα, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς του χίλια εννιακόσια εξήντα τρία στο σπίτι σας, ακόμη κλαίω όταν το σκέφτομαι», συνεχίζει και για να μη φανούν τα δάκρυα που του φέρνει η ανάμνηση κάνει πως κοιτάζει τ’ άστρα. Η θεία η  Βαγγελία θα πάρει τη σκυτάλη και θα ολοκληρώσει τη διήγηση με το δικό της μοναδικό τρόπο:

«Σαράντα μερώ ήσουνε μικιό – μικιό και πια αρρωστάρικο κοπέλι εγώ δεν είχα δει ποτέ μου, ετσά λιγάθινο και μπλάβο το χειλάκι σου σα τση σουπιάς το μελάνι και εδυσκολεύγουσουνε να καταπιείς ως και το σάλιο σου γιατί επλάντας. Ο γιατρός, ο συγχωρεμένος ο Μακαρώνας σού ’κανε τσι βελόνες κάθα δυό ώρες και ήφταξε κι εξώμενε στο σπίτι για να σε γλιτώσει. Ως και ο μπάρμπα Νικαράς εξώμεινε κι αυτός πέντε – έξε αργατινές και ήκανε τα μπασοδούλια και μιαολιά παρηγοριά τσι γονέους σου.

Την παραμονή τση Πρωτοχρονιάς πρέπει πως δε σε πιάνανε μπλιό μήτε οι βελόνες, μήτε οι ζεστασές, μήτε οι βεντούζες και χειροτέρευγες για θάνατο, ίσαμε απού ήφταξες στο απροχώρητο και δεν ήπερνες μπλιό πνοή. Τότεσας, εποδιαφώτανε όντεν είπενε ο Μακαρώνας πως δεν είχες άλλη ζωή και πως ήθελα ποθάνεις. Για κειονά σε βαφτίσανε, βάφτισμα τση ανάγκης, στο σπίτι να πας σκιάς με όνομα στον άλλο κόσμο, Θε μου ξεμίστευγε απού την κακή την ώρα.

Η μάννα σου χιαρχιντισμένη απού τη στενοχώρια και τα κλάηματα εγλάκανε η συγχωρεμένη όθε(ν) τη Γωνιά κι από πίσω εκλούθανε ο πατέρας σου απού είχενε ακόμη μια ελπίδα και τα θάρρη ντου στο Θεό, και τήνε σιργούλευγε να γιαγύρει οπίσω να μπει στη κούρσα του γιατρού να σε πάνε στο Νοσοκομείο στο Ηράκλειο.

Ήρθενε κι ο παπάς, η θεια Δεσποινιά η Ψυχογίνα επήε και τόνε φώνιαξε, μα δεν επρολαβαίνανε να φέρουνε κολυμπήθρα. Ο γιατρός εξανάπε πως ετελείωνες στο στάδιο απού ήσουνε. Ήβαλε σκιας το πετραχείλι ντου ο παπάς και ρώτηξε για τ’ όνομα. Χαρούλα, είπενε τ’ όνομα η σάντολά σου, η Γιαννούλα -μική κορασοπούλα ήτανε τότεσας ακάτεχη- και τήνε ξάνοιξε και η μάννα και ο κύρης τσης μανισμένα, γιατί αλλιώς τσή ’χανε αρμηνέψει.

Εσωστάθηκενε και ο παπάς γιατί ντελόγο την ήκουσε απού ήλεγε και ίσα που εγροικούντανε, με παραπόνεση, “γιάηντα να μην έχει ζωή επαδέ σε τούτονε τον κόσμο με τσι μυρωδιές, γιάηντα δα το πέψομε ονοματισμένο, πεσκέσι του Χάρου, όι, εγώ πογράφω Ζωή, Ζωή, Ζωή επαδέ κι ας είναι ψεύτης κόσμος, εγώ ετσά λοής το συλλογούμαι”.

Εγρύλωσέ τζης κι ο παπάς και σε σήκωσε ετσά ντυμένο με τα ρουχαλάκια σου ψηλά και είπενε κι αυτός, να τελειώσομε το μυστήριο τση ανάγκης, πριχού φύγει η ψυχή και χαθεί, γιατί ζωή δεν έχει κατά πως φαίνεται. Τοτεσάς εβγήκε όξω η γιαγιά σου η  Γαρεφαλλιά κι ήπαιξε στο ρόγδι που εκράθιενε μια στο χαράκι κι ήσπασε κι απόη ήδεσε μια κόκκινη κλωστή στη ροδαρά απού ’χενε κρατήξει ακόμη ένα αμοναχό κλειστό ρόδο κι ας είχενε χιονίσει πια παραμπρός.

Βαφτίζεται η δούλη του Θεού Χαρούλα, είπε ο παπάς και σ’ έβαλε στα χέρια του γιατρού σαν τη μαραμένη βιόλα, μα οι γονέοι σου δεν ήτανε εκειά και δεν τ’ ακούσανε και δεν εκατέχανε οι κακομοίρηδες μήτε πώς σε ’πανε. Απόει δα ύστερα σε πήανε στη Χώρα, στην κλινική του Σεργάκη γιατί στο Βενιζέλειο δε σε κοντέψανε.

“Έχει και παραέχει, εγώ τό ’ταξα τση Ζωής τουτονά το κορασοπούλι,” , εβόανε και η γιαγιά σου η Κατερίνα στο δώμα απάνω κι εφοβέριζε το Κοκολιό πως ήθελα του κάμει μεγάλο χουνέρι ανέ τζη ξανάλεγε πως ποθαίνεις. Ως και την κούπα με το κρασί που είχενε βράσει μ’ ένα δαφνόφυλλο να το πιει να ζεσταθεί, το γύρισε και πότισε το χώμα, ν’ αναντρανίσουνε οι ψυχές, να ξεγελάσουνε τον παντέρμο το Χάρο.

Βερίγου Ω πικραμυγδαλάκι μου και πως να σε γλυκάνω που σαι στη κάτω γειτονιά κι εγώ ’μαι στην απάνω

Έχεις και παραέχεις, κοπέλα μου, έχεις, εσένα σε γιαγύρανε απού τον άλλο κόσμο σαράντα μερώ, μόνο να ’χεις την ευκή μου και τύχη και μπόρεση και χρόνους πολλούς, να γράφεις. Για κειονά ήλλαξε το μοιρόγραφτό σου, ένα βλεφάρισμα του Χάρου τό ’καμε η ψυχή σου, μα η Μοίρα, πότε – πότε κάνει άλλα κουμάντα και δε λογαριάζει τσι δουλιές του, μόνο να γράφεις, γροικάς Χαρούλα, την ευκή τσ’ ευκής μου να ’χεις και χωρίς να κάμεις να ’χεις, μα να γράφεις κιόλας…» , η θεία Βαγγελία του Μπάμπα Γιαννιού, η καλότροπη, η ευσυγκίνητη, η ακούραστη, θα καληνυχτίσει όλους με αγκαλιά και φυλάει τη δική της μαντινάδα για το τέλος, αυτή που είπε εκείνη την Πρωτοχρονιά του χίλια εννιακόσια εξήντα τρία για να ξορκίσει το θάνατο:

        «Ω πικραμυγδαλάκι μου και πως να σε γλυκάνω,
που ‘σαι στη κάτω γειτονιά κι εγώ ’μαι στην απάνω.»

 Σε συγκινεί ο τρόπος που ανακαλεί η θεία Βαγγελία τις λεπτομέρειες από το ημερολόγιο των αναμνήσεων. Και εσύ το γνωρίζεις καλά, ξέρεις πόσο μεγάλη ανάγκη του γιατρού, του Μακαρώνα, είχαν οι Λασιθιώτες, για τους οποίους διέθεσε δωρεάν όχι μόνο το χρόνο και τις γνώσεις του ως επιστήμονας, αλλά και την ίδια την ανθρωπιά του. Ο γιατρός που αγάπησε τον άνθρωπο μαζί με τη φύση και τα πουλιά, ο γιατρός που μείωνε τις αποστάσεις με ένα χαμόγελο και μια ζεστή χειραψία και στην επαφή με τους ντόπιους πλημμύριζε χαρά και συγκίνηση. Ίσως δεν υπήρξε μέρα σε όλη τη διάρκεια της θητείας του, που δεν πήγαινε επισκέψεις στα σπίτια, που δεν βοήθησε με όσα μέσα διέθετε και που σίγουρα έσωσε ζωές, τη δική σου πάντως και του πατέρα σου οπωσδήποτε, χωρίς εκείνον ούτε εσύ, ούτε και ο πατέρας σου θα ζούσατε.

Αισθάνεσαι διπλή την ευγνωμοσύνη, γνωρίζοντας πως είναι μια στάση ανθρωπιάς που βελτιώνει πρώτα τη δική σου ζωή και μετά τη ζωή των άλλων. Ο Μακαρώνας δεν είχε μόνο καλές προθέσεις για όλους τους Λασιθιώτες, αλλά ακόμη και όταν ήταν δύσκολες οι καταστάσεις προσπαθούσε να καταφέρει το αδύνατο. Ο γιατρός που θυμάσαι  με το ένα χέρι του να σου φέρνει το ποτήρι με το φάρμακο στα χείλη και με το άλλο να αγκαλιάζει τους ώμους σου στοργικά. Έχεις αποτυπώσει την εικόνα του προσώπου του με μια σοβαρότητα μοναδική, μπορούσες όμως να διακρίνεις και την μορφή του να παρηγορεί με μια εγγύτητα τόσο υπέροχα φυσική όσο και ψυχική.

Μετά από αυτό δεν γίνεται να μη γεμίσουν αλμύρα και τα δικά σου μάτια. Στο ίδιο σπίτι, το πατρικό σου, έμελλε να επαναληφθεί η ίδια περιπέτεια είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα. Ήταν γραφτό να βιώσεις την ίδια αγωνία που τότε είχε ζήσει η Καλλιόπη και ο Αριστείδης και να το ξαναζήσουν και εκείνοι από την αρχή, με την κόρη σου, τη Μαρίνα Μπάντιου. Μόνο το βάφτισμα της ανάγκης δεν έγινε, κατά τα άλλα…

Δρόμος μοιρασμένος στα δυο, όπως και αν τον κοιτάξεις. Μια γήινη λάμψη πάνω στην πέτρα κι ύστερα πέφτει λοξά στο αφυδατωμένο πρόσωπο του πατέρα σου. Με την τέχνη και την αρετή της καλοσύνης γαληνεύει ο ανειρήνευτος λογισμός.

 

Βερίγου Μην κλαις Χαρούλα«Μην κλαις Χαρούλα», σαν εντολή ακούστηκε κοφτά και με το φευγιό του άσπρου περιστεριού από το καμπαναριό του αγίου Χαραλάμπους, «καμάρωνέ τηνε εδά τη διδακτόρισσα τση  ιστορίας, καμάρωνέ τηνε αλλαργοξορισμένο μου, τη Μαρίνα, τη θυγατέρα σου και τα μάθια σου…»

Πετά ο νους. Περιστέρα, Άσπρη Περιστέρα την έλεγαν την Καλλιόπη…

Το φτερούγισμα θα καθησυχάσει τους φόβους, τις ανησυχίες και το άγχος σου, ένα φτερούγισμα σαν υπόσχεση.
Και το Αριστειδάκη θ’ ακολουθήσει με το βλέμμα του το φευγιό του περιστεριού και με τα χείλη στο σκοπό της αυγής θα στείλει φιλί και χαιρετίσματα:

        

 

«Όλες τσι μέρες σ’ αγαπώ άσπρη μου περιστέρα
κι άφηνε τσ’ άλλους ν’ αγαπούν το χρόνο μιαν ημέρα»

          Σκέφτεσαι, «σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου και να βρίσκεται» , έγραψε ο Νομπελίστας ποιητής Γεώργιος Σεφέρης. Παραφράζοντας τα λόγια του ποιητή, τολμάς να πεις πως στο Οροπέδιο, τη δεκαετία του πενήντα και για πολλά χρόνια μετά, όλος ο κόσμος χρειαζόταν έναν στην ανάγκη του, το γιατρό Μανώλη Μακαρώνα.

Το καθημερινό παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και στην ασθένεια, ή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο με το βάρος αυτής της άνισης μάχης καμιά φορά, ήταν η ζωή του Σαμιώτη αγροτικού γιατρού με την κομψή αστική εμφάνιση και το ωραίο παράστημα, που υπηρέτησε την επιστήμη του ανθρωποκεντρικά, αγάπησε το Οροπέδιο, και δεν το εγκατέλειψε ως το τέλος της ζωής του. Τριάντα πέντε και πλέον χρόνια ιατρικής παρουσίας και προσφοράς, μια κούρσα και στα δεκαοχτώ χωριά του Οροπεδίου, πολλές φορές εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο με την ψυχή στο στόμα και την αγωνία στα μάτια.

Πολλοί από τους κατοίκους ζήτησαν απάγκιο την πιο σκοτεινή ώρα της ζωής τους στο αγροτικό ιατρείο ή και στο σπίτι του και κρεμάστηκαν από τα χείλη του σαν να ήταν θεός. Έτρεχε να προλάβει, ήταν ο γιατρός για όλους και για όλα όσα συνέβαιναν στους ασθενείς μικρούς και μεγάλους. Η θέληση του για προσφορά στον συνάνθρωπο αποδείχτηκε τις περισσότερες φορές πιο ισχυρή από την κούραση και η ευθύνη του για τον άρρωστο, συχνά αγώνας για να τον κρατήσει στη ζωή, όπως τότε με τον πατέρα σου στο ξυλουργείο, τότε που έφυγε η σανίδα από την πρέσα λείανσης και του καρφώθηκε χαμηλά στην κοιλιά.

Η πρώτη σου τρομακτική ανάμνηση. Μαζεμένο όλο το χωριό στο ξυλουργείο, θρήνος, φωνές και κλάματα. Η μητέρα σου έγκυος οκτώ μηνών λιπόθυμη στο δρόμο κι όμως, λίγο πριν σε νανούριζε ευτυχισμένη κάτω από την ανθισμένη μηλιά του κήπου. Σε κρατά στην αγκαλιά του ο Ματθαίος ο αστυνόμος, έχεις χάσει το ένα πεδιλάκι στη διαδρομή από την ανθισμένη μηλιά μέχρι το ξυλουργείο και σφίγγεις τη ροζ ομπρέλα με τις γοργόνες στις μικρές σου χούφτες από φόβο μη χάσεις κι αυτή.
Δεν σου έχουν πει κάτι, είσαι εντελώς ανυποψίαστη και ξαφνικά μια λαστιχένια μπότα γεμάτη αίμα αδειάζει πάνω στην ομπρέλα και σε κάνει να κλαις. Προσέχεις τα πριονίδια στο πάτωμα, είναι κόκκινα, κι εκείνος ο πατέρας σου κέρινος, ξαπλωμένος πάνω στον πάγκο που λίγο πριν συμβεί το κακό εργαζόταν ίσα που καταφέρνει να ψελλίσει με πολύ κόπο «σώσε με γιατρέ μου…»

Βερίγου Λασίθι Τόπος ΜέγαςΟ Μακαρώνας, ο γιατρός καταϊδρωμένος σκυμμένος από πάνω του, μέχρι και τα γυαλιά του έχουν πιτσιλιές από αίμα…

Το πρώτο φιλί που θυμάσαι στο μέτωπο, σου το έδωσε εκείνη την ημέρα ο Μακαρώνας…

«Δεν είναι η ευτυχία που μας κάνει να είμαστε ευγνώμονες, αλλά η ευγνωμοσύνη που μας κάνει ευτυχισμένους» υποστηρίζει ο διαθρησκειακός λόγιος, μοναχός David Steindl-Rast, κι εσύ θέλεις να μαζεύεις τις σπίθες της σκόρπιας ευτυχίας, οπότε διπλή η ευγνωμοσύνη Χαρούλα, να το θυμάσαι, μια φορά για εσένα και άλλη μια για τον Αριστείδη, τον πατέρα σου.

Ίσως δεν ρώτησε ποτέ κανείς πώς αισθανόταν ο γιατρός μετά από ένα κρίσιμο περιστατικό, πόσο χρόνο χρειαζόταν για να συνέλθει μετά από την διαπίστωση μιας απρόσμενης απώλειας όπως της Ρηνούλας, τι έμενε στη μνήμη του ανεξίτηλα χαραγμένο και φέρνοντάς του τις εικόνες ξανά και ξανά στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του και τον πονούσε και τον αναστάτωνε.

Η ζωή του γιατρού  Μακαρώνα με τη συμπονετική συμπεριφορά που τις περισσότερες φορές ήξερε και τα μυστικά των ασθενών του ήταν αγώνας δρόμου με τον χρόνο.

«Σώσε με γιατρέ μου δεν μπορώ γιατρέ μου
δώσε μου ένα γιατρικό
για να γιάνω την ψυχή μου για μια νέα π’ αγαπώ»,
η παρέα αφυπνίζει τη μνήμη και παραδίδει τη σκυτάλη στα παιδιά, τα παιδιά έχουν το λόγο στο τελευταίο τραγούδι.

        «Κι εμείς παραλάβαμε ωραία περιουσία Ζωή μου, πολύ ωραία ήταν αυτή η τάβλα της χαράς που στρώθηκε, γι’ αυτό αξίζει να χαρίσουμε ένα μέλλον στις αναμνήσεις μας» , συλλαβιστά, ψιθυριστά πάνω στο τραγούδι, στοχάζεται μαζί με τους πρώτους καημούς ο Αντονάι πριν χαράξει η αυγή.

Σταυροπόδι στο γείσο στο παράθυρο της εκκλησίας, όπως τότε που κρυβόσουν παιδί και πίστευες πως ήσουν αθέατη. Μόνη. Δεν εξατμίστηκαν ακόμη όλες οι προσδοκίες. Πήραν να κλέβουν ήλιο τα ρόδα της αυγής. Με τόσο κόκκινο πώς ν` αφανίσεις τ` ακριμάτιστα δίχως αγκάθια στις παλάμες. Όμορφο πράγμα ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι, ακόμα πιο όμορφο όμως να αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι στον τόπο και στο τοπίο που μιλάει στη μητρική σου γλώσσα αυτή που στάζει μέλι στην ψυχή.

Διάχρυσα τα φλογάτα ρόδα θαρρείς υπνοβατούν αναζητώντας ένα χάδι του ανέμου πριν γίνουν και αυτά αήττητα τρόπαια μιας ανάμνησης. Στο παρτέρι, κάτω από τη μηλιά πιο γήινο το φως αγκαλιάζει το λευκό της πέτρας στο στάσιμο του έρωτα.

Αυτά που σε φόβιζαν δεν τα αφήνεις πια να αποκτούν εξουσία στην καρδιά και στη σκέψη σου. Αλλάζεις, λίγο – λίγο κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Τώρα που όλα αποκτούν φωνή και ο ορίζοντας χαμηλώνει ένα πρωτόγνωρο ρίγος αγκαλιάζει τους γυμνούς σου ώμους, τώρα ψιθυρίζεις λέξεις, όχι τυχαίες λέξεις μα εκείνες που διαβάζουν και διαβάζονται στα μάτια όταν ξημερώνει στο Λασίθι!


Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας»
Κέρκυρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου] γεννήθηκε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα.
Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ.

Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο…