Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

…του Torretti

Φθινόπωρο του 1981, 26 του Οκτώβρη, ένα ξημέρωμα πριν σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια, τόσα έχουν περάσει από τότε που ήρθα στην Κέρκυρα πρώτη φορά. Είχαν ανοίξει οι καταρράκτες τ’ ουρανού.
Αφέθηκα, χωρίς ομπρέλα, ελεύθερη, με μάγεψε η βροχή, δεν θέλησα να φύγω.
Ευγνώμων στην Κέρκυρα, που με λύτρωσε «από όλους τους σωτήρες».

Γράφει η Χαρούλα Βερίγου \\ Ζωή Δικταίου

Ήθελε, δεν ήθελε, άνοιγε ξανά το κρυφό σημειωματάριο της ζωής της, θαρρείς και κάποιο από τα πρώτα κεφάλαια ήταν αυτό που κατάφερνε να αναδύεται απρόσκλητο, με την απαίτηση να ξαναδιαβαστεί η ίδια σελίδα, μα με άλλη ανάγνωση. Μια φέτα άσπρο φεγγάρι ξεχασμένο καταμεσής τ’ ουρανού, τό ’βλεπε ν’ αρμενίζει μπροστά από τ’ ανοικτό της παράθυρο, με την αθωότητα ακόμη στις ραφές της φανελένιας ρόμπας της, εκεί έμεινε.

«Μη φοβάσαι Λουτσινέτα», κάθε βράδυ άκουγε γαληνεμένα τούτα τα λόγια, τά ’φερνε το αεράκι εκείνες τις βασανισμένες ώρες, πάντα κρεμασμένα στα κρόσσια τού ήλιου που έδυε. Ήταν σαν να μεταλάβαινε ένα χαμόγελο κρυφά, μια παρηγοριά στα όνειρα της τα γεμάτα πληγές, εκεί, ανάμεσα σε κοχύλια και μικρά βότσαλα αυτά που μάζευε στο γιαλό, αναπαυόταν ένα άγγιγμα, μια φευγαλέα τρυφερή κουβέντα, μια στάλα βροχή στο πρόσωπο.

Έφτιαξε καφέ, έβαλε στο δίσκο μαζί με το μπρίκι, δυο φλυτζάνια, δυο κρυστάλλινα ποτήρια νερό, το μπολ με τα κουλουράκια της κανέλας, η διαβασμένη της παλάμη σημάδεψε μακριά τον ορίζοντα, το ήξερε καλά, αλλάζουν τοπία οι ψυχές όταν η αλμύρα ξεφλουδίζει τις λέξεις, τις σκέψεις, ήταν σίγουρη πως καμιά ανάμνηση δεν της είχε επιβληθεί τόσο, όσο αυτή από την παιδική της ηλικία.

«Ο χρόνος καμιά φορά, ψυχή μου, βάζει επίτηδες κάποιες φωτογραφίες στις κορνίζες της θύμησης», είπε αόριστα, και τα μάγουλα της, δυο κόκκινα μήλα στον πρωινό ήλιο του Καμπιέλου, βάφτηκαν ακόμη πιο κόκκινα από την ένταση της μνήμης, ή της συγκίνησης καθώς άγγιζε το τζάμι της κορνίζας.

Θυμόταν την πρώτη φορά που είχαν έρθει στη χώρα, λίγο μετά τον πόλεμο, η Λουτσινέτα με τη μάνα της, Ζαμπετούλα την έλεγαν, τη νόνα τη Μαργιεντίνα, τη γειτόνισσα τη Λενέτα με τη θυγατέρα της τη Ζαφείρα και τη Γιαννέτα του παπά. Άνοιξη, Απρίλης μήνας, μέσα από τη λεπτή ομίχλη της θύμησης ψιθύριζαν ακόμη μονοσύλλαβοι οι ήχοι τής βροχής στ’ ακροκέραμα, στα στενά μπαλκόνια, στα φουρούσια, κι ύστερα πιο σιγά, μα πάντα οι ίδιοι μονοσύλλαβοι ήχοι μέσα της. Οκτώ χρονών, άκλειστα, κοριτσάκι, μια πήχη και δυο σπιθαμές στο ύψος, τόσο την είχε μετρήσει η νόνα, εκεί στο πλατύσκαλο στο πατρικό, προτού κατέβει δυο – δυο από τη χαρά της, τα σκαλιά, που θα πήγαινε στη χώρα.
Η νόνα η Μαργεντίνα, είχε δέσει αποβραδίς στο μαντιλάκι τους παράδες, ν’ αγοράσει ένα κομμάτι τσίτι, με φιόρια το φαντάζονταν, είχε παρακαλέσει τη φιλενάδα της τη Φοτζέτα, σπουδαία μαστόρισα στη ραφτική, να ράψει ένα καινούργιο φόρεμα για τη μικρή, να το βάλει  την Ανάσταση, ήταν η δεύτερη Πασχαλιά της λευτεριάς. Τα μαλλιά πλεγμένα σφιχτά, τα παπούτσια κάπως μεγάλα και στραβοπατημένα, ένα ζακετάκι πλεχτό, τριμμένο στους αγκώνες, καθόλου δεν την πείραζε, σημασία είχε πως ήταν ντυμένη. Κι από περηφάνεια μάτια; Να συλλαβίζει μεσίστια στις άκριες των ματιών, πότε ουρανό και πότε θάλασσα.

Νωρίς το πρωί είχαν φτάσει, όλες μαζί στο Μαύρο Γάτο, με την καρότσα του Σταματέλλη. Την είχε φάει η περιέργεια, ήθελε να γνωρίσει τη χώρα, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά, εκεί που είχαν πιάσει την κουβέντα, άφησε μετέωρο το χέρι της μάννας της να κρέμεται στον τοίχο στα Μουράγια, έκανε αριστερά, ανέβηκε την πρώτη πέτρινη σκαλινάδα, κάποιο περιστέρι πέταξε χαμηλά, ακολούθησε το φευγιό του, πέρασε το βόλτο του Κοκκίνη, χάθηκε στα αδιέξοδα, μα δίχως φόβο, η μυρωδιά από τα γιασεμιά ήταν υπόσχεση, «καλοί άνθρωποι μάτια τα βάζουν στις αυλές τα μπουγαρίνια» , έλεγε ο πάππους της, προχώρησε θαρρετά, έτρεξε στο καλντερίμι ως τη στέρνα, -Κρεμαστή άκουσε πως την έλεγαν-, εκεί στο καλντερίμι, όσο να κάνει δυο βήματα της έφυγε η σόλα του παπουτσιού, σταμάτησε. Έριξε μια ματιά πίσω της, παρατήρησε τα στενά καντούνια, της φάνηκε πως είχε βγει από λαβύρινθο, χαμογέλασε, σήκωσε τα μάτια ψηλά, τα αρχοντικά έστεκαν πιο επιβλητικά από αυτά του χωριού της στη Μέση Κέρκυρας, έτσι της φάνηκαν, πήρε τα σκισμένα παπούτσια στα χέρια, συνέχισε ξυπόλητη.

Κάπου παραπάνω ένιωθε πως την καλούσαν καινούργιοι ήχοι, πότε αυτοί της σιγανής βροχής, πότε κελαδίσματα  πουλιών, άλλοτε λόγια που δεν καταλάβαινε, ήθελε όμως να τα μάθει. Ανηφόρισε λίγα μέτρα, βγήκε σ’ ένα πλάτωμα, μήπως ήξερε πού; – Οβριοβούνι, ή των Ταξιαρχών-, έμαθε πολλά χρόνια αργότερα. Κάθισε σ’ ένα πεζούλι, στα ανοιγμένα σπλάχνα της πέτρας πρόβαλε μια μαργαρίτα. Τέτοια εποχή στο λιοστάσι τους ήταν στρώμα, της άρεσε να  τις περνάει με τη βελόνα σε μια κλωστή και να τις κρεμάει γιορντάνι στο λαιμό. Έφερε ένα βλέμμα ολόγυρα, πολλά από τα κτίρια, ερείπια, ανάμεσά τους εγκλωβισμένες οι φωνές, οι μνήμες, παλιές, και πιο παλιές ακόμη, όλες τους μνήμες πληγές, τσακισμένες όπως τα κεραμίδια, σκορπισμένες εδώ κι εκεί, και στην κορφή ενός μισογκρεμισμένου τοίχου, ένα παιδί, θά ’χε περίπου το ίδιο ανάστημα μ’ εκείνη, έτσι το υπολόγισε όπως το είδε να στέκεται όρθιο.

Καθώς πλησίασε και πάτησε με τα γυμνά της πόδια, τα πεσμένα από το χειμώνα, φύλλα ανάμεσα στα χαλάσματα μια ραγισματιά άνοιξε μέσα της.  Ξανακοίταξε ψηλά, ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό καθώς αντίκρυσε εκείνο το παιδί που γύρισε και την κοίταζε. Φορούσε και φτερά στους ώμους. Ένιωσε την ένταση στα βλέμματα, από τη μια το σκούρο καστανό, το δικό της γεμάτο αφέλεια και κουμαρίσιο μέλι, κι από την άλλη το καπνισμένο γκρι, το δικό του, φορτωμένο θειάφι και δάκρυα. Θαρρείς μετρώντας την απόσταση από τη γη, στον ουρανό, κι από τη ζωή, ως το θάνατο, «κατέβα, ορέ παιδί, κατέβα, θα πέσεις» , του φώναξε με αγωνία, ως να όριζε την τύχη του. Δεν πήρε απόκριση, πείσμωσε με την αποκοτιά, «δεν φεύγω αν δεν κατέβεις, πέταξέ μου αν θέλεις τα φτερά να μη σε βαραίνουν, ακούς;»

Μάταια περίμενε, θύμωσε πιο πολύ. «Μπορεί και να μην ακούει το άχαρο», συλλογίστηκε με κάποια επιείκεια. Έλεγξε τις εσοχές στο κουφάρι του τοίχου, βρήκε τρύπες για πατήματα, -τι το ’χε; ολημερίς στα δέντρα σκαρφάλωνε, όλες οι κουκουναριές και οι ελιές στους Βαρυπατάδες την ήξεραν- , «δεν έρχεσαι εσύ μάτια, έρχομαι εγώ» , μονολογούσε καθώς σκαρφάλωνε. Βρέθηκε δίπλα του, με κόπο είναι αλήθεια, και με κίνδυνο. Σαν άγγιξε τα παγωμένα του πόδια ανατρίχιασε ολόκληρη, ξαφνικά, όλα αποκτούσαν το νόημα που τους άξιζε. Έβγαλε το τριμμένο ζακετάκι, του τό ’ριξε στους ώμους, τής είχε φανεί πως έτρεμε. Κάθισε σιωπηλή, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της, έκλαιγε, η εικόνα της πόλης που αντίκρυζε από εκεί ψηλά έμελε να μείνει αξιομνημόνευτη για όλη την υπόλοιπη ζωή της.  Κάποια στιγμή, σηκώθηκε μ’ ανοιχτά τα χέρια, απλωμένα, προσπάθησε να ισορροπήσει στην κορφή του τοίχου. Αναπνέοντας βαθιά, σαν να κατέβαλλε προσπάθεια γύρευε με τα μάτια μόνο απαντήσεις. Δυνάμωνε η βροχή, ένα βλέμμα αριστερά, ένα δεξιά, ένα βήμα μπροστά, δύο πίσω, παραπάτησε, γλίστρησε, δεν άργησε να συμβεί. Έχασε την ισορροπία της, κρατήθηκε μόλις την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά από του αγγέλου το φτερό. Τώρα έκλαιγε πιο δυνατά. Μέσα στο λυγμό της, «μη φοβάσαι Λουτσινέτα», άκουσε τη φωνή του…

Η Λουτσινέτα, δεν έβγαλε ποτέ από το νου της, εκείνο το επεισόδιο της παιδικής της ηλικίας. Ορκιζόταν πως δεν ήταν όνειρο, το έζησε, θυμόταν πώς είχε ανέβει, μα όχι πώς κατέβηκε, και πώς βρέθηκε ξανά, να κρατά το χέρι της μάνας της στα Μουράγια, απόγευμα πια, ώρα που τα σύννεφα είχαν ανάψει τα πρώτα γαρύφαλλα, για να βγει το φεγγάρι, να κριθεί το δάκρυ στα ματοτσίνορα, να της χαϊδέψει τα μαλλιά η νόνα, ώρα που ο άγγελος του Torretti, μπορεί να μην θυμάται το όνομά του, δεν ξέχασε όμως ποτέ όσα τον σημάδεψαν. Ο άγγελος του Torretti, «άμα θες ν’ ακούσεις την ιστορία του ψυχή μου, άμα θες» έλεγε η Λουτσινέτα, μεγάλη σε ηλικία πια, «άμα θες, εκεί στο πλάτωμα να σταθείς, όταν πέφτει η βροχή, θα τ’ ακούσεις κι εσύ όλα τούτα που έγιναν, εγώ για τούτο τον άγγελο ήρθα κι έμεινα στο Καμπιέλο, ν’ ανοίγω το παραθύρι μου και να κάνουμε βεγγέρα…»

Κι είχε δίκιο, η νόνα Λουτσινέτα τώρα πια. Καμιά φορά δοκιμάζει κανείς τον πειρασμό να σταθεί σε τούτη τη στενότητα του χώρου και απλοχωριά της ιστορίας της Κέρκυρας, θέλει να μάθει, να πιστέψει. Καθετί που μπορεί να ακούσει, όπως, η ελευθερία είναι φυσικό αγαθό, οι λαοί δεν βλάφτουν ο ένας τον άλλο, μόνο όταν τους βάζουν εκείνοι που κινούν νήματα και συμφέροντα, ή το χιλιοειπωμένο, πως ο κόσμος ανήκει σε όλους μα δεν είναι κανενός, μαζί με όλα τα παράπονα που οι αθώοι μπορεί να διατυπώσουν, όλα είναι, σε κάθε γωνιά της γης, και εδώ. Μέσα από τους αρμούς των τοίχων ανάμεσα στις στάλες της βροχής που πέφτουν, και τη λεπτή κουρτίνα της ομίχλης, αν το θες πολύ, αν σταθείς λίγο, ξεχωρίζεις ψιθυριστά τα λόγια του:

«Δεν θυμάμαι πώς με λένε, μα ξέρω ποιος είναι ο δημιουργός μου» , κομπιάζει,  ο Giuseppe Bernardi εγγονός, του φημισμένου γλύπτη Giuseppe Torretto ή Τοrreti, από εκείνον είχε πάρει το παρατσούκλι, που ήταν και αυτός σπουδαίος και τρανός στη Βενετία, έτσι ξέρω πως είμαι του Torretti. Αύγουστο μήνα, 1923 είχαμε, η σιόρα Κατίνα ανέβαινε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα, στο απέναντι κτίριο, νεοφερμένη, ανέβηκε να θαυμάσει το αερόστατο. Είχε ανοίξει τα παράθυρα, φώναζε τις γειτόνισσες μια-μια, με τ’ όνομά τους, να μη χάσουν το θέαμα. Παρασύρθηκα από τον ενθουσιασμό της, κοίταζα κι εγώ γεμάτος περιέργεια, δεν ήξερα τι ήταν αυτό το μεγάλο μπαλόνι. Το ξεχώρισα στον ουρανό, το είδα να πετάει πάνω από την πλατεία. Δεν σκέφτηκα κακό, πώς εξ’ άλλου αφού ήμουν προικισμένος μόνο με τη γνώση του καλού μέχρι τότε, και καθώς η πίστη δεν είναι τίποτε άλλο από εμπιστοσύνη, έχοντας εμπιστοσύνη στο δημιουργό μου, νόμισα πως οι προπάτορες του, τού δημιουργού μου, διοργάνωναν φιέστα, ίσως και για να με τιμήσουν…

Κώστας Καρυωτάκης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

Λίγες ώρες μόνο αργότερα, όταν ακούστηκαν πιο δυνατά κι από βροντές τα κανόνια, απόκτησα τη γνώση του κακού μαθαίνοντας τι σημαίνει βομβαρδισμός.  Στη Σπηλιά έλεγαν πως μια ολόκληρη αρμάδα ήταν που κανονιοβολούσε, στο Μαντούκι συζητούσαν για όσα είχε γράψει, απελπισμένος, στο τηλεγράφημα του ο νομάρχης, “Όλως αιφνιδίως και αναιτίως, μολονότι ειδοποίησα υπευθύνως τον Ιταλόν στόλαρχον ότι δεν θα προβληθεί αντίστασις, ήρχισε βομβαρδισμός της πόλεως. Σφοδρά πυρά ολοκλήρου του στόλου. Βάλλονται ισχυρώς φρούρια και γύρω περιοχαί. Θωρηκτά συμμετέχουν δια βαρέων πυροβόλων των”. Οι προπάτορες του Toretti, του δημιουργού μου, οι Ιταλοί, συμπλήρωνα εγώ και ντρεπόμουν. Ήθελα να δαγκώσω τα χείλη μου, να τα δω να ματώνουν, τι κι αν είμαι από μάρμαρο, εκείνες τις στιγμές που άκουγα τις φωνές των ξεριζωμένων προσφύγων, Μικρασιάτες που είχαν βρει καταφύγιο στο Παλαιό φρούριο, ω πόσο, μα πόσο πολύ πόνεσα. Την επόμενη μέρα, περίλυπος παρακολουθούσα την «απαγορευμένη» πάνδημη κηδεία ενός μικρού κοριτσιού. Ήταν η κόρη του λοχαγού Βρυώνη, είχε πολλά τραύματα, δεν άντεξε το δύσμοιρο, μέχρι και οι ξεθεμελιωμένες πέτρες έκλαψαν. Μετά έμαθα από ένα περιστέρι που κούρνιασε στον ώμο μου, πως οι στρατιώτες είχαν ανοίξει ένα μεγάλο λάκκο έξω από το Φρούριο, κατάλαβα γιατί, οι Ιταλοί έπρεπε να θάψουν το αίμα των αθώων. Τόσες προσευχές του κάκου, όλοι το ένιωθαν, περισσότερο εκείνοι οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες, ζητούσαν φαίνεται πολλά κι ας ήταν μόνο λίγη συμπόνια αυτό που γύρευαν…

Είναι η Μοίρα μου, να ιστορώ τα έργα των ανθρώπων, όταν πέφτει η βροχή. Όταν πέφτει η βροχή, κεντούν οι στάλες σκιές στα πλακόστρωτα, στο μαντίλι της μνήμης ξανάρχονται οι παλιές στιγμές με τα δάκρυα, δεν ωφελεί να κλαίω, έχει όμως όφελος να θυμάμαι… Έριχναν το ανάθεμα σ’ εκείνους που δεν έφταιγαν. Βαρύ το κρίμα.  Ως το Σεπτέμβρη είχαν φύγει, έτσι έλπισα σε καλύτερες μέρες και ήσυχες. Τα παιδιά με καλούσαν στα χαλάσματα να παίξουμε κρυφτό, τα πουλιά ν’ αγαπήσουμε απ’ την αρχή την ειρήνη και τη δόξα του ήλιου στον ορίζοντα. Στη θολή μου θύμηση, όσο κι αν συλλάβιζα σταλαγματιά – σταλαγματιά την απόγνωση, την πίκρα, το φόβο, με παρηγορούσε που άνθιζαν ακόμη λουλούδια, ακόμη και στις ρωγμές των τοίχων, και στα ερείπια. Κόντευα να πιστέψω πως όλα θα άλλαζαν, προς το καλό, πως από το λίγο της αγάπης μπορούσαμε να δούμε το πολύ του Θεού, πως οι δυνατοί θα προστάτευαν τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους, πως θα έκαναν προσπάθειες να ανακουφίσουν τη συνείδησή τους, οι δυνατοί των λαών, όμως αυτή η προσμονή αποδείχτηκε ελπίδα τυφλή, βλέπεις, οι δυνατοί, βρίσκουν πάντα τον τρόπο να προσποιούνται πως όχι μόνο δεν ακούνε, ή δεν άκουσαν, μα και δεν βλέπουν, ή δεν είδαν, για να μπορεί να χωράει σε μια τόσο μικρή ζωή, τόση αδιαφορία, τόση προδοσία, τόσο αίμα, τόσο κακό…

Οι ίδιοι, οι Ιταλοί, 17 χρόνια μετά ξανάρθαν αφιονισμένοι, να σκορπίσουν καινούργιες βόμβες πάνω στις παλιές συμφορές. Τότε λένε πως βρέθηκα κι εγώ, άθικτος μεν, αλλά μέσα σε ένα σωρό από πέτρες, κεραμίδια και ξύλα. Δεν ξέρω πόσοι ήταν οι νεκροί, στις μέρες του πολέμου, οι νεκροί διαβάζονται από την ιστορία, για εμένα όμως, ή μάλλον για εμάς στο Καμπιέλο, όλα όσα χάθηκαν, μνημεία και κτίρια, αλλά κυρίως οι ψυχές που θάφτηκαν μαζί τους, καταγράφηκαν στη μνήμη. Όταν βρέχει κυλάει ακόμη το παράπονο…

Ως να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθαν κι άλλα. Το Σεπτέμβρη του 1943, η σιόρα Κατίνα, με ξεσαρκωμένο το πρόσωπο πια, από πείνα, κακουχίες και βάσανα, -ούτε ο θάνατος δεν την ζύγωνε, έλεγες αυτός ένιωθε ντροπή-, είχε βράσει μια χούφτα πλιγούρι, το τελευταίο που της είχε μείνει στο καλά κρυμμένο σακί, να χορτάσουν μ’ αυτό οκτώ στόματα, αυτά είχαν απομείνει, νύφες κι εγγόνια. Τα παιδιά της, δυο λεβέντες Ιερολοχίτες του λόχου Λαντζίδη, τά ’χε πάρει ο πόλεμος του ’40, στη μάχη της Σαγιάδας. Εύκολο ήταν να βλαστημήσει με όσα είχε ζήσει και είχαν δει τα μάτια της, μα δεν τό ’κανε, συντηρούσε ένα πόθο γλυκύ του Παραδείσου, σάμπως θα τους αντάμωνε όλους εκεί, δικαιωμένους με δάφνες και φωτοστέφανο αγίων. Σήκωνε το χέρι, έκανε ακόμη το σημείο του σταυρού, εκείνη η σταυρωμένη, κρατούσε μέσα στην ψυχή της αναμμένη μια σπίθα, μ’ αυτή φώτιζε το αιώνιο σχέδιο του Ύψιστου, έτσι όπως η ίδια το πίστευε, μέχρι που άκουσε, τα γερμανικά βομβαρδιστικά αυτή τη φορά, να ξερνούν φωτιές από το σκίσμα τ’ ουρανού.

Τότε άνοιξε διάπλατα τα μάτια, ξέσκισε τα ρούχα στον κόρφο της, έμπηξε τα νύχια βαθιά στο στήθος, πήρε αγκαλιά το κομματιασμένο κορμάκι του εγγονού της, έτρεχε σαν τρελή, τρελή πέρασε μέσα από τον κουρνιαχτό, τ’ αναμμένα δοκάρια και τις φλόγες που έγλειφαν λαίμαργα τ’ αποκαΐδια, τότε σήκωσε τα καπνισμένα μάτια ψηλά, με το ματωμένο χέρι έδειξε τον ουρανό, έβγαλε κραυγή, “φονιάδεεες”, ακούστηκε παρατεταμένα, από τη Μανδρακίνα, ως τη Γαρίτσα, τότε με οργή, με γνώση, κι αγανάχτηση, τότε, τους καταράστηκε όλους…

Εκείνη τη νύχτα, όταν οι φωνές των αθώων υψώθηκαν, άλλη μια φορά χωρίς ανταπόκριση, κάποιοι άλλοι, οι Γερμανοί, υπηρετώντας το αρρωστημένο καπρίτσιο ενός εγκληματία παρανοϊκού, έγραψαν την πιο ανελέητη νύχτα στην ιστορία της Κέρκυρας σφραγίζοντας τη μέρα που ξημέρωσε με μαύρους σταυρούς…

Εκείνη τη νύχτα, που το πνεύμα του καιρού ήταν εχθρικό, όπως συμβαίνει σε κάθε απόπειρα παγκόσμιας επικράτησης, οι ετοιμόγεννες γυναίκες ήξεραν καλά πως θα έφερναν στον κόσμο ορφανά παιδιά…

Εκείνη τη νύχτα, που την κυβέρνησε ο τρόμος και ο Άδης, κάποιοι χαμήλωσαν πολύ τη φωνή τους για να ψιθυρίσουν τελευταία φορά, ένα σ’ αγαπώ, ή ένα αντίο, κάποιοι φοβισμένοι ετοιμοθάνατοι…

Εκείνη τη νύχτα, που οι φιλοπόλεμοι Γερμανοί φύτευαν βόμβες στα σπλάχνα της Κέρκυρας, όπως είχαν φυτέψει και αλλού, τότε, που αυτοί άνοιξαν τη μεγάλη πύλη της κόλασης, τότε, τινάζοντας τη στάχτη από τα βλέφαρα σήκωσα και εγώ τα μάτια στον ουρανό, “δεν υπάρχεις, εσύ πνεύμα υψηλό δεν υπάρχεις, δε μπορεί να βλέπεις και να σωπαίνεις” ούρλιαξα, “κι αν πάλι υπάρχεις, τότε τα ζύγια της δικαιοσύνης σου είναι κάλπικα, κάλπικα κύριε…”

Η σιόρα Λουτσινέτα, τράβηξε το δαντελένιο κουρτινάκι. Με τις άκριες των δαχτύλων, χτυπούσε το τζάμι, εκείνη από μέσα, κι απέξω με το ράμφος του ένα σπουργίτι, χωρίς φόβο, έδειχνε εξοικειωμένο με την παρουσία της. Άνοιξε το ένα φύλλο, γέμισε το πιατάκι ψίχουλα. «Ψυχούλα κι αυτό, ψυχούλα», μονολογώντας, μα δεν ήξερες αν τό ’λεγε για το πουλί, ή για το προσφυγάκι, ένα κοριτσάκι στο απέναντι παράθυρο. Κοίταξε τις οικογενειακές φωτογραφίες στις κορνίζες μια – μια, ξεχώρισε τη νόνα της, τη Μαργεντίνα, την έφερε στα χείλη, τη φίλησε, ύστερα την άφησε στην ίδια θέση, πλάι στην πιατέλα με τους λουκουμάδες πάνω στο στολισμένο τραπέζι. Με το βλέμμα αγκάλιασε τον καλό της γείτονα, που μπορεί να θυμόταν το όνομά του, θυμόταν όμως τόσα και τόσα άλλα και ήξερε από συμπόνια. Ο άγγελος «του Torretti», «μη διστάζεις, να το κάνεις Λουτσινέτα», συγκατάνευσε με το δικό του τρόπο, ήταν σίγουρη. Φόρεσε το πανωφόρι, έδεσε μια χούφτα παράδες στο μαντιλάκι της, το έβαλε στην τσέπη, «κρυώνουμε εμείς οι νόνες», απευθύνθηκε στον εαυτό της κοιτάζοντας τον καθρέφτη στη σάλα. Ξαναφίλησε τη νόνα Μαργεντίνα στην κορνίζα, πήρε την πιατέλα, έριξε μπόλικη κανέλλα και «μέλι, πολύ μέλι, να γλυκαθεί εκείνο το παιδάκι και η μάνα του η πικραμένη», εκείνη, η νόνα της το ζήτησε, χαμογέλασε, κατέβηκε τη σκάλα, βγήκε στο πλακόστρωτο, στη μικρή πλατεία δυνάμωνε η βροχή, δεν θα πήγαινε μακριά, ακριβώς αντίκρυ χτύπησε το ρόπτρο και περίμενε, ή την περίμεναν…

Δεν ήξερε να μιλήσει στη γλώσσα της γυναίκας που τής άνοιξε την πόρτα, μα ήταν σίγουρη πως όταν της άπλωσε τα χέρια, καταλάβαινε, «κανείς πόλεμος ψυχή μου, δεν γίνεται για τις μεγάλες ιδέες, πάντα τα συμφέροντα είναι η αιτία, κι αυτοί που τους λέμε βασιλιάδες, κι αρχηγούς, και σπουδαίους, και ντύνονται τις στολές με τα χρυσά κουμπιά, στο τέλος κάθονται μαζί στο ίδιο τραπέζι, τρώνε και πίνουν κι ας είναι όλοι τους χορτάτοι, τρώνε και πίνουν σε βάρος των φτωχών λαών, και δεν τους νοιάζει για τα ορφανά που περιπλανιούνται στα ρημάδια που αφήνουν οι δικοί τους πόλεμοι…»

Έκανε μια παύση, είδε πως τα μάτια της ξένης γυναίκας γέμισαν αλμύρα, οι φλέβες στα μελίγγια της χτυπούσαν φουσκωμένες.
«Πρόθυμη καρδιά, λίγη μπόρεση, κυρά μου», έβγαλε το μαντιλάκι με τους παράδες, της άπλωσε τα χέρια δεύτερη φορά, αγκαλιάστηκαν.
«Ελπινίκη, Ελπινίκη, με λένε», σαστισμένη η ξένη γυναίκα, σε άπταιστα ελληνικά, μόνο το όνομά της ήξερε.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, 26 Οκτώβρη 2022

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962.
Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα.
Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση.
Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού.
Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις.
Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ‘ ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία …
Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο (μυθιστόρημα) Μια κούρσα για τη Χαριγένεια (μυθιστόρημα) Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, (διηγήματα) Αύριο, στάχυα οι λέξεις (ποιητική συλλογή) Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα (διηγήματα) Λασίθι, Τόπος Μέγας (αφήγημα) κά, με συμμετοχές στις ποιητικές ανθολογίες “Μονόλογοι”,  “Γράμματα της ποίησης”.

Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως.

🎶 ℹ️  Το μουσικό μοτίβο …
από την Ballata d’autunno _Balada de otoño
(η μπαλάντα του Φθινόπωρου) _Mina_1972facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook

ℹ️ Η φωτο κεφαλίδας αναπαριστά τον Παντοκράτορα που βρίσκεται στο Καμπιέλο (Παλαιά Πόλη): μια επτανησιακού ρυθμού εκκλησιά και βρίσκεται στην Πλατεία Ταξιαρχών. Ο ανάγλυφος άγγελος στην κορυφή της κατασκευάστηκε από τον Ιταλό γλύπτη Τορέτι, των 18ο αιώνα και είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εκκλησίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι διπλα της δέσποζε και η ιστορική εκκλησιά των Ταξιαρχών, που καταστράφηκε από τους Βομβαρδισμούς των Γερμανών κατά την διάρκεια του 2ου  Παγκόσμιου Πόλεμου.