Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το Κ.Κ.Ε. στην ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ;

Γράφει ο Γιάννης Βεντούρας

Κάθε φορά που έρχονται εκλογές πολλοί γνωστοί με ρωτάνε:

Ένα κόμμα επαναστατικό σαν το ΚΚΕ, που γνωρίζω ότι δεν πρόκειται να υποταχθεί, δεν θα άξιζε τον κόπο να δοκιμάσει, έστω και για μια φορά, να πάρει μέρος σε κυβέρνηση; Πού ξέρεις; Μπορεί το ΚΚΕ με την εμπειρία που έχει, να κατάφερνε κάτι καλύτερο για το λαό.

Πραγματικά αυτό το ερώτημα έχει απασχολήσει πάρα πολύ τους Έλληνες κομμουνιστές, όπως άλλωστε και τους κομμουνιστές όλου του κόσμου. Μάλιστα στο παρελθόν, το ΚΚΕ όχι μόνο έκανε προσπάθειες για συνεργασία με αστικά κόμματα, αλλά δοκίμασε και την συμμετοχή του σε αστικές κυβερνήσεις.
Όλες όμως οι προσπάθειες να εξερευνήσει νέους δρόμους που υποτίθεται θα οδηγούσαν πιο εύκολα το λαό στο σοσιαλισμό (όπως άλλωστε και αυτές που έκαναν κι άλλα εργατικά κόμματα στον κόσμο), απο­δείχθηκαν αδιέξοδοι.

Κόντρα στη σκληρή λογική, που έλεγε ότι δεν έπρεπε να κάνει τέτοιες απόπειρες, απόπειρες που απέκλιναν από τον δρόμο που έδειξε ο Λένιν και η επιτυχημένη επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία, το ΚΚΕ έλαβε μέρος σε Αστικές κυβερνήσεις. Από αυτές τις ενέργειες, τόσο ο λαός, όσο και το ίδιο το κόμμα, βγήκαν βαριά τραυματισμένοι.

Πριν την κατοχή

Η πρώτη προσπάθεια συνεννόησης του ΚΚΕ με τα αστικά κόμματα (παραμερίζοντας βασικές αρχές των εργατικών-κομμουνιστικών κομμάτων), έγινε το 1936, όταν υπέγραψε μυστική συμφωνία με το βενιζελικό κόμμα των φιλελευθέρων. Η συμφωνία έμεινε γνωστή ως «Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα».

Εκείνη την εποχή, το αστικό πολιτικό σύστημα ήταν σε αδιέξοδο, επειδή τα δύο κύρια αστικά κόμματα στις εκλογές του 1936 αναδείχθηκαν ισοδύναμα και δεν μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Με βάση αυτό το Σύμφωνο, το «Παλλαϊκό Μέτωπο», στο οποίο συμμετείχαν το ΚΚΕ και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, θα έδινε ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Σοφούλη και στο προεδρείο της Βουλής.

Σαν αντάλλαγμα, η κυβέρνηση θα ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου, που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα των κομμουνιστών που είχαν καταδικαστεί με το «Ιδιώνυμο», θα καταργούσε τις επιτροπές ασφάλειας, θα έδινε αμνηστία σ’ όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και τους εξόριστους, θα διέλυε τις φασιστικές οργανώσεις, θα καθιέρωνε πάγιο εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική, θα μείωνε την τιμή του ψωμιού, θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι 3.000 δρχ., θα προχωρούσε στην εφαρμογή της Κοινωνικής Ασφάλισης (το ΙΚΑ), και θα καθιέρωνε 5χρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους, για τα χρέη των αγροτών σε τράπεζες και ιδιώτες.

Με την συμφωνία αυτή το ΚΚΕ θεωρούσε ότι θα υπήρχε μεγάλη ανακούφιση για τα λαϊκά στρώματα (τα οποία βρισκόντουσαν σε δραματική κατάσταση) και έτσι δεν κινητοποίησε τον λαό να συγκρουστεί συνολικά με την άρχουσα τάξη η οποία αντιμετώπιζε αδιέξοδα.

Ο Σοφούλης όμως, έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια τη μυστική συμφωνία, και καταφέροντας πισώπλατη μαχαιριά στο ΚΚΕ, τα βρήκε με τον φυσικό του σύμμαχο, συνεργαζόμενος τελικά με το βασιλικό κόμμα του Τσαλδάρη.

Στη συνέχεια, τις επόμενες βδομάδες, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο αστικών κομμάτων και σε συνεργασία με τα ανάκτορα και τον Δ. Λαμπράκη εκδότη της εφημερί­δας «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ», το καθεστώς αποφάσισε να προχωρήσει στη δικτατορία του Μεταξά!

Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη ανάλυση για να συμπεράνουμε ότι οι κομμουνιστές και η Εργατική Τάξη, δεν πρέπει να δείχνουν εμπιστοσύνη στα αστικά κόμματα. Στο τέλος, θα τους την «φέρουν», επειδή τα συμφέροντά τους είναι διαμετρικά αντίθετα.

Να μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν στο Παρίσι, έστειλε επιστολή, με την οποία υποστήριζε τη δικτα­το­ρική λύση, σαν τη μόνη εφικτή λύση στην πολιτική κρίση που είχε ξεσπάσει.

Επίσης, να θυμηθούμε ότι τον Μάρτη του 1935, ο Βενιζέλος με τον στρα­τηγό Πλαστήρα είχαν ηγηθεί αποτυχημένου πραξικοπήμα­τος, με σκοπό την επιβολή δικτατορίας.

Φυσικά ο Βενιζέλος δεν αποτελούσε εξαίρεση, όλοι οι πολιτικοί της αστικής τάξης έχουν στην άκρη του μυαλού τους την δυνατότητα άσκησης της εξουσίας με ανοιχτά δικτατορικό τρόπο. Για παρά­δειγμα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έγραφε από το Παρίσι στις 10.5.1966 (ένα χρόνο πριν το πραξικόπημα Παπαδόπουλου), στον Κωνσταντίνο Τσάτσο: «… Εισηγούμεθα λοιπόν παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν, ἰσως ενός έτους.» (Κωνσταντίνος Καρα­μανλής, Αρχείο, Γεγονότα και κείμενα σελ 220).

Ο ίδιος, πέντε μήνες μετά το πραξικόπημα, στις 8.9.1967, έγραφε σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο: «…Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλ­θωμεν εις την ομαλό­τητα δια της αποτυχίας της επαναστά­σεως (σημ. το πραξικόπημα), αλλά δια της επιτυχίας της. (…) Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει μίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του έθνους.» (Γεώργιος Μαλούχος, Εγώ ο Ιάκωβος, σελ. 247-248).

Από αυτά τα λίγα παραδείγματα, που αφορούν μόνο την πρόσφατη ιστορία μας, συνάγουμε αβίαστα το συμπέρασμα ότι η αστική τάξη, για να διατηρήσει την εξουσία της, χρησιμο­ποιεί τόσο τον κοινοβουλευτικό μανδύα (την συγκε­καλυμμένη δικτατορία) όσο και την ανοιχτή δικτα­τορία. Όπως έγραψε και ο Λένιν, στον καπιταλισμό έχουμε την δικτατορία της αστικής τάξης πάνω στην εργατική.

Κατοχή και απελευθέρωση

Η πρώτη φορά που το ΚΚΕ πήρε μέρος σε κυβέρνηση, συνεργαζόμενο με αστικά κόμματα, ήταν το 1944, μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς.

Οι εξελίξεις αυτές άρχισαν να δρομολογούνται από το 1943, όταν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ κάλεσε επανειλημμένως τον Γεώργιο Παπανδρέου και την κυβέρνηση του Καΐρου για ενότητα και από κοινού συμμετοχή στην Αντίσταση. Ο Παπανδρέου όμως αρνήθηκε επίμονα την συνεργασία και απευθύνθηκε στην βρετανική κυβέρνηση να κινήσει τα νήματα για την κατάπνιξη του λαϊκού κινήματος μετά την απελευθέρωση.

Τον Ιούλιο του 1943, θεωρώντας ως ύψιστο καθήκον το αντιφασιστικό μέτωπο, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπογράφει συμφωνία  υπαγωγής του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), χάνοντας ένα μέρος από την αυτοτέλειά του.

Να επισημάνουμε ότι μπορεί το ΚΚΕ να αποτελούσε τον αιμοδότη του ΕΑΜ και να είχε τον καθοδηγητικό ρόλο, αλλά σε αυτό συμμετείχαν και άλλες πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες, οι οποίες δεν είχαν κομμουνιστικό προσανατολισμό. Τέτοιες ήταν το Σοσιαλιστικό κόμμα, το Αγροτικό κόμμα, ο Ηλίας Τσιριμώκος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας, ο Στέφανος Σαράφης, ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Άγγελος Αγγελόπουλος (ο μετέπειτα μεγαλοβιομήχανος), ο μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, ο μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος, ο πρώην νομάρχης Νικόλαος Ασκούτσης και άλλοι. Για το λόγο αυτό, στα πλαίσια του ΕΑΜ και στο όνομα της ενότητας, το ΚΚΕ αναγκαζόταν να κάνει αρκετούς συμβιβασμούς.

Τον Απρίλη του 1944, δηλαδή πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας, το ΕΑΜ και η κυβέρνηση του βουνού (η ΠΕΕΑ), πήραν μέρος στο συνέδριο του Λιβάνου όπου κάτω από την πίεση του βρετανικού στρατηγείου υπέγραψαν την συμμετοχή τους σε μια μεταπολεμική κυβέρνηση. Σε αυτήν τον κύριο λόγο θα είχαν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελείτο από τους Αλ. Σβώλο (πρόεδρο της κυβέρνησης του βουνού), Αγγ. Αγγελόπουλο, Ν. Ασκούτση, Στ. Σαράφη, Δημ. Στρατή, Μιλτ. Πορφυρογέννη και Πέτρο Ρούσο, από τους οποίους μόνο οι δύο τελευταίοι ήταν στελέχη του ΚΚΕ.

Η συμφωνία παραβίαζε το συσχετισμό δυνάμεων και τις αρχές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έθετε το ζήτημα της έκβασης του αγώνα προς τη λαϊκή δημοκρατία. Το ΚΚΕ με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχε τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρης της Ελλάδας, και αυτό δεν ελήφθη υπόψη στην συμφωνία.

Οι λεπτομέρειες της συμφωνίας υπογράφηκαν τον Σεπτέμβρη του 1944 στην Καζέρτα της Ιταλίας, με την οποία επιτρεπόταν στους Άγγλους να στείλουν εκστρατευτικό σώμα στην χώρα μας, την στιγμή που ο ΕΛΑΣ ήδη απελευθέρωνε την Ελλάδα.

Το τότε Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, χαρακτήρισε απαράδεκτες τις υποχωρήσεις που έκανε η αντιπρο­σωπεία στο Κάιρο, η οποία δεν τήρησε τις σχετικές κατευθύνσεις που είχε. Όμως οι σύμμαχοι του ΚΚΕ που συμμετείχαν στην ΠΕΕΑ (την κυβέρνηση του βουνού), θεώρησαν αναγκαία τη συμφωνία και τελικά η ΚΕ του ΚΚΕ, για να μην διαταράξει την ενότητα του ΕΑΜ, στις 2-3 Αυγούστου του 1944, την ενέκρινε.

Η συμφωνία αποτελούσε έναν απαράδεκτο συμβιβασμό που έκανε το ΚΚΕ, επειδή έδωσε αντικειμενικά τη δυνατότητα στους Άγγλους ιμπεριαλιστές να προωθήσουν με επιτυχία τα σχέδιά τους, να τσακίσουν το κίνημα της εθνικής αντίστασης, και να στηρίξουν ένοπλα το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ.

Μετά την απελευθέρωση, η εμπειρία από την ολιγοήμερη συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου το 1944 (18 Οκτώβρη έως 30 Νοέμβρη) ήταν τραυματική, με τραγικές συνέπειες για το λαό.

Μέσα σε λίγες βδομάδες, η Αστική Τάξη με τη βοήθεια των Άγγλων (60.000 Βρετανοί στρατιώτες βρέθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα εκείνες τις ημέρες), κατόρθωσε να ανασυντάξει όπως-όπως τις δυνάμεις της, στρατολόγησε τους κρατούμενους ταγματασφαλίτες και, αφού καταπάτησε όλες τις συμφωνίες περί αφοπλισμού των γερμανοντυμένων ταγμάτων ασφαλείας και της τιμωρίας των δοσίλογων, οδήγησε τα πράγματα στη σύγκρουση, τα γνωστά ως Δεκεμβριανά, κτυπώντας το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και ματοκυλώντας την Αθήνα.

Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι, στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ (παρά τις αντιρρήσεις τους), τα αστικά κόμματα είχαν αναθέσει όλα τα οικονομικά υπουργεία (οικονομικών, εθνικής οικονομίας, γεωργίας δημοσίων έργων και εργασίας) ενώ κράτησαν στα χέρια τους τα σημαντικά υπουργεία αμύνης, δικαιοσύνης και εσωτερικών. Οι έξη υπουργοί-υφυπουργοί του ΕΑΜ ήταν οι Σβώλος, Τσιριμώκος, Αγγελόπουλος, Ασκούτσης, και τα στελέχη του ΚΚΕ Πορφυρογένης και Ζέβγος.

Παρ’ όλα αυτά, στην προσπάθεια του το ΕΑΜ να βάλει μπροστά την οικονομία και  να αρχίσει η ανάπτυξη, και αναγκαζόμενο να συγκυβερνήσει μέσα στα ασφυκτικά περιθώρια που του έθεταν τα άλλα κόμματα και οι βιομήχανοι, αποδέχθηκε τη μείωση των εργατικών μισθών και τον περιορισμό των δημοσίων υπαλ­λήλων.

Επίσης, λόγω του νέου νομίσματος, που μπήκε σε κυκλοφορία για να αντικαταστήσει το παλιό, το ΕΑΜ χρεώ­θηκε την καταστροφή των μικροκαταθετών, μιας και οι καταθέσεις τους εξανεμίστηκαν, ενώ το φάσμα της πείνας, λόγω του υπερπληθωρισμού, απλώθηκε επικίνδυνα πάνω στις πόλεις. Από την άλλη, τα οικονομικά μέτρα εκείνης της κυβέρνησης και το νέο νόμισμα, ωφέλησαν μόνο τους επιχειρηματίες, που λόγω της νέας ισοτιμίας είδαν τα χρέη τους προς το δημόσιο να μηδενίζονται!

Σημείωση: εάν τα μέτρα σας θυμίζουν τις καταστάσεις της οικονομικής κρίσης 2010-2020, έχετε απόλυτα δίκιο. Ο τρόπος αντιμετώπισης των καπιταλιστικών κρίσεων, παντού και πάντα, είναι ο ίδιος. Τα βάρη τα πληρώνουν οι λαοί!

Ακόμα και τα δύο νομοσχέδια, που κατέθεσαν οι Εαμίτες υπουργοί, για την «φορολόγηση των πλουτησάντων κατά την κατοχή» και για την «εφάπαξ φορολογία αυτών που ωφελήθηκαν από τον νομισματικό πληθωρισμό», αναγκά­στηκαν να τα αποσύρουν λόγω των αντιρρήσεων του Λαϊκού Κόμματος (Κ. Τσαλδάρης).

Το 1944 οι κομμουνιστές, στο όνομα της ομαλότητας, συμμετείχαν σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Με τον τρόπο αυτό αναγκάστηκαν, να στηρίξουν την καπιταλιστική ανάπτυξη (την οποία απαιτούσε η Αστική Τάξη), φτάνοντας στο σημείο να ανεχθούν αντιλαϊκά μέτρα και αποφάσεις με τα οποία ούτε συμφωνούσαν ούτε ήταν συμβατά με την ιδεολο­γία τους.

Για άλλη μια φορά αποδείχθηκε, ότι φιλο­λαϊκή διαχείριση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστή­ματος, δεν μπορεί να υπάρξει και ότι η συμμετοχή κομμουνιστικού κόμματος σε αστική κυβέρνηση αποτελεί ολέθριο λάθος. Το ΚΚΕ, παρά του ότι είχε τον έλεγχο της χώρας, έλαβε μέρος σε μια κυβέρνηση που ήταν αντίθετη με τα βασικότερα στοιχεία του προγράμματός του.

Ας δούμε όμως πώς σχολιάζει τα γεγονότα της εποχής ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές, αλλά από την αντί­θετη πλευρά, ο τότε Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, με την επιστολή-άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου 1948 στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:

«Φίλε κ. Διευθυντά,

…Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Γράφετε: «Ο Ύψιστος μας έκαμε δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο; Δια να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι. Θα εδίδαμεν εις τους Κομμου­νιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε. Σιγά – σιγά θα τους παραδίδαμεν, για να μη γίνει Επανάστασις και την Διοί­κησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα»…
…Η διαφωνία μου είναι απόλυτος. Οχι ότι δεν υπήρξε «δώρον του Υψίστου» ο Δεκέμβρης… Αλλά ότι «θα τους τα εδίναμε όλα…». Διότι συνέβαινεν ακριβώς το αντίθετον: «Τους τα επαίρ­ναμεν όλα…» Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την Στάσιν…».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τα λόγια του αυτά, εξηγεί, σε όσους έχουν αμφιβολίες, ότι η Αστική Τάξη είναι διατε­θειμένη να δώσει μερικές υπουργικές καρέκλες στους κομ­μουνιστές-εκπροσώπους της Εργατικής Τάξης, προκειμένου, στη συνέχεια, να τους τα πάρει όλα!

Και συνεχίζει στην ίδια επιστολή:

«Οσοι θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν του Απριλίου 1944, όταν ανέλαβον την Κυβέρνησιν.
Εις την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν. Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών – την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πως θα καταλύετο; Δύο ήσαν τα στάδια δια να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ.
Δια να έλθωμεν εις τας Αθήνας -ως αντίπαλοι του ΚΚΕ- δεν διεθέταμεν, δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς δυνάμεις, αριθμητικώς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν οργάνωσιν του ΕΑΜ. Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε Βρετανικαί δυνάμεις διαθέσιμοι, διότι είχον απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα …».

…Ιδού, διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησίν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος. Και δια τούτο την επεδίωξα – και ευτυχώς κατωρθώθη…

…Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου». Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνη­σιν, δηλαδή με τον Λίβανον.
Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετα­νοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγου­μένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας.

Και δια να γίνη η Στάσις – «το δώρον του Υψίστου» – έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του.

Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».

Πόσο πιο ξεκάθαρα μπορεί να το δηλώσει ένας εκπρόσωπος της Αστικής Τάξης, πόσο πιο κυνικά να το ομολογήσει, ότι ο μόνος τρόπος για να κτυπηθεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα, όταν τούτο βρίσκεται σε άνοδο και απειλεί την εξουσία των αστών, είναι να επιτρέψουν στους εκπροσώπους του να πάρουν μέρος στην κυβέρνηση και αφού στη συνέχεια οι καπιταλιστές καταφέρουν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, μετά να το συντρίψουν!

Μετά τον εμφύλιο

Στις δεκαετίες του ’50-’60, επειδή το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου, οι κομμουνιστές συμμετείχαν σε έναν πλατύ κεντροαριστερό σχηματισμό, την ΕΔΑ. Η ΕΔΑ ήταν ένας συνασπισμός του παράνομου ΚΚΕ με διάφορες πολιτικές ομάδες. Οι συνεργαζόμενες ομάδες είχαν τόση δύναμη, που στις εκλογές του 1951 αρνήθηκαν την συμμετοχή στα ψηφοδέλτια της ΕΔΑ (η οποία μπορεί να ήταν σωτήρια), στους καταδικασμένους σε θάνατο Μπελογιάννη και Πλουμπίδη.

Η οπορτουνιστική στροφή που έκανε το ΚΚΕ το 1961 στο 8ο συνέδριό του (με ηγεσία τους Κολιγιάννη, Παρτσαλίδη, Δημητρίου), με πρόσχημα την βάρβαρη τρομοκρατία που ασκούσε το πολιτικό σύστημα, προώθησε ανοιχτά την συνεργασία με την αστική τάξη, στέλνοντας τον στόχο για την Εξουσία της Εργατικής Τάξης στις καλένδες.

Την περίοδο αυτή, υιοθετώντας στο μέγιστο βαθμό την τακτική τής συνεργασίας με το δήθεν «προοδευτικό» τμήμα της Αστικής Τάξης, κατέληξαν στις εκλογές του 1964, σε πολλές εκλογικές περιφέρειες να μην κατεβάσουν υποψηφίους, καλώντας τους οπαδούς τους να ψηφίσουν το κόμμα του Γ. Παπανδρέου (ναι-ναι, αυτόν που με τις δολοπλοκίες του, 20 χρόνια πριν τους είχε σύρει στον εμφύλιο!).

Την περίοδο μάλιστα των «Ιουλιανών» του 1965, η ΕΔΑ και οι κομμουνιστές έδωσαν επανειλημμένως ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Παπανδρέου, δίχως να έχουν απαιτήσει την συμμετοχή τους στην κυβέρνηση και δίχως να έχουν διεκδικήσει κάποιο μέτρο σαν αντάλλαγμα!

Οι τεράστιες λαϊκές κινητοποιήσεις την περίοδο των «Ιουλιανών» δεν είχαν κανένα αντίκρισμα, αφού τα αιτήματα δεν ξεπερνούσαν τις επιδιώξεις των αστικών κομμάτων.

Στην μεταπολίτευση

Αλλά και στη δεκαετία 1974-1984 όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέκ­τησε τη νομιμοποίησή του, συνέχισε να προσαρμόζει την πολιτική του στα πλαίσια της συνεργασίας με την «καλή» αστική τάξη, προσπαθώντας να δημιουργηθεί κοινό κυβερνητικό σχήμα με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου.

Αυτό ήταν αποτέλεσμα της εκτίμησης που είχε το ΚΚΕ, ότι στην Ελλάδα υπήρχε ένα τμήμα της αστικής τάξης που το θεωρούσε «καλό» και συνεργάσιμο, το οποίο το αποκαλούσε «Εθνική Αστική Τάξη». Παρά τις όποιες προγραμματικές διορθώσεις που είχαν γίνει στο 10ο συνέδριο, δεν είχε μπορέσει ακόμα να απαλλαγεί από την λογική των «σταδίων» τα οποία παρεμβάλλονταν του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Με την πολι­τική όμως αυτή, άθελά του, περνούσε στους οπαδούς του το μήνυμα, ότι είναι δυνατόν μέσα στον καπιταλισμό να υπάρξει πραγματική αλλαγή και ότι η επανάσταση μπορεί να περιμένει. Οι οπαδοί του ΚΚΕ (κάτω και από την κρατική τρομοκρατία που είχαν υποστεί τις προηγούμενες δεκαετίες ), άρχισαν να πιστεύουν ότι δεν είναι και τόσο κακό να ψηφίζουν φιλελεύθερα και σοσιαλδη­μοκρατικά κόμματα. Με άλλα λόγια η λανθασμένη πολιτική του ΚΚΕ, έσπρωχνε τους ψηφοφόρους του στην αγκαλιά των Αστικών κομμάτων.

Η εμπειρία όμως του ΚΚΕ από συμμετοχή σε κυβερνή­σεις δεν περιορίζεται στο 1944. Το 1989 συμμετέχοντας στον συμμαχικό σχηματισμό «ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ και της ΠΡΟΟΔΟΥ» υπέκυψε στις πιέσεις των συμ­μάχων του, και, ενώ το αστικό πολιτικό σύστημα ήταν σε δύσκολη θέση μην μπορώντας να σχηματίσει κυβέρνηση, στή­ριξε την αστική κυβέρνηση «Τζανετάκη».

Το ΚΚΕ βρέθηκε στο δίλημμα, να δεχθεί την συγκρότηση κυβέρνησης ή να αρνηθεί την συμμετοχή του, οπότε δεν θα συγκροτείτο κυβέρνηση και θα ξαναγινόντουσαν εκλογές. Στην περίπτωση όμως αυτή, θα παραγραφόταν το τεράστιο «σκάνδαλο Κοσκωτά», και το βάρος της παραγραφής θα το έριχναν στις πλάτες του ΚΚΕ, κατηγορώντας το για συγκάλυψη.

Τελικά (μετά από πίεση και της ομάδας Δαμανάκη-Δραγασάκη-Φαράκου στο εσωτερικό του κόμματος), το ΚΚΕ συμφώνησε στην προσωρινή κυβέρνηση ειδικού σκοπού, με τους όρους, να μην βάλει δικούς του υπουργούς και να μην είναι πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Από την μεριά τού ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ υπουργοποιήθηκαν οι Φώτης Κουβέλης (από την ΕΑΡ), ο Νίκος Κωνσταντόπουλος (της Σοσιαλιστικής Πορείας), ο Αλέξανδρος Μυλωνάς (της Δημοκρατικής Ένωσης) και ο Θεοχάρης Παπαμάργαρης (συνεργαζόμενος).

Μετά 3 μήνες και την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την συγκρότηση του ειδικού δικαστηρίου που θα εξέταζε το σκάνδαλο Κοσκωτά, η κυβέρνηση στις 7/10/1989 παραιτήθηκε και ξανάγιναν εκλογές.

Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1989, πάλι δεν μπόρεσε να σχηματισθεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το ΚΚΕ μετά από πιέσεις των συμμάχων του στον ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ και της δεξιάς ρεφορμιστικής ομάδας του κόμματος, αποδέχθηκε να λάβει μέρος στην  μεταβατική (και στη συνέχεια υπηρεσιακή) κυβέρνηση «Ζολώτα» μαζί με το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ.

Στην κυβέρνηση αυτή (η οποία διήρκεσε μέχρι τον Απρίλη του 1990) το ΚΚΕ είχε μόνο έναν υπουργό, τον Ι. Δραγασάκη, ο οποίος στη συνέχεια αποχώρησε από το ΚΚΕ μαζί με όλη την ομάδα που ζήταγε την αυτοδιάλυση του κόμματος, και τον ξαναείδαμε υπουργό στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Η συμμετοχή και στήριξη των δύο κυβερνήσεων του 1989 – 1990 από τυπική πλευρά δεν αποτελούσε παραβίαση του Προγράμματος του ΚΚΕ, που είχε ψηφιστεί στο 10ο Συνέδριο, δεδομένου ότι «γενικά» ήταν ενταγμένη στη λογική συνεργασίας με αστικές πολιτικές δυνάμεις και συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις.

Ίσα-ίσα μάλιστα, που με τη στάση αυτή θεωρούνταν ότι η Αριστερά και το ΚΚΕ (ως μέρος της), θα έμπαιναν στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων και θα αποκτούσαν ενεργό ρόλο. Στην πραγματικότητα όμως το λαϊκό κίνημα γινόταν ουρά των αστικών επιλογών.

Η συμμετοχή στις κυβερνήσεις εξέφραζε την οπορτουνιστική αντίληψη ότι, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να εξασφαλίσει σταθερή αστική κυβέρνηση, δεν αποτελεί θέμα αρχής για το Κομμουνιστικό Κόμμα να μην μετέχει, ή να μην στηρίζει κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση της κατάστασης.

Αντί το ΚΚΕ να διαπαιδαγωγεί τον λαό, ότι σε περίπτωση αστάθειας του πολιτικού συστήματος θα πρέπει αυτός να την αξιοποιεί για να αποκομίσει οφέλη και όχι να την φοβάται, κατάφερνε το αντίθετο, το οποίο ήταν εις βάρος των λαϊκών συμφερόντων.

Επίσης η συμμετοχή του ΚΚΕ σε συμμαχικά σχήματα, όπως του ΕΑΜ, της ΕΔΑ, του ΣΥΝΣΠΙΣΜΟΥ, αποδείχθηκε ότι αναγκάζει τους κομμουνιστές να κάνουν απαράδεκτες υποχωρήσεις που έχουν άσχημο αντίκτυπο στα λαϊκά συμφέροντα.

Μετά το 1991

Μετά τις μεγάλες ανατροπές του 1991, την διάλυση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και την διάσπαση του κόμματος, άρχισε μια μακροχρόνια και εξαντλητική προσπάθεια ξαναδιαβάσματος της ιστορίας του Ελληνικού και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Κατανοήθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η συνεργασία ενός επαναστατικού κόμματος με οποιαδήποτε άλλο κόμμα, πάντα γίνεται με υποχωρήσεις του επαναστατικού κόμματος από τον στρατηγικό του στόχο. Και αυτό έχει μόνο αρνητικές συνέπειες για το λαό.

Στην μελέτη που συνεχίζεται, εντοπίσθηκαν πολλά από τα λάθη στρατηγικής τού ΚΚΕ, και έγινε μεγάλη προσπάθεια διόρθωσής τους. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η θέση του ΚΚΕ το 2012, που ξάφνιασε όλους τους ψηφοφόρους, ότι δεν πρόκειται να λάβει μέρος σε αστική κυβέρνηση. Αυτό του στοίχισε ακριβά στην εκλογική του δύναμη, αλλά βοήθησε το λαϊκό κίνημα να μην συμβιβαστεί στα χρόνια της κρίσης, αλλά να προβάλλει δυναμικά τα δικά του αιτήματα.

Το 2013 στο 19ο συνέδριό του, το ΚΚΕ ξεκαθάρισε μια για πάντα, ότι, όχι μόνο δεν θα στηρίξει καμία κυβέρνηση στα πλαίσια του αστικού συστήματος, αλλά επιπλέον κάλεσε τον λαό να συνδέσει τους αγώνες για καλυτέρευση των συνθηκών ζωής, με τον στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η επαναστατική αυτή τοποθέτηση, βοήθησε το ΚΚΕ το 2015, τότε που το πολιτικό σύστημα βρισκόταν σε κρίση, να μην ενδώσει στις πιέσεις που του έγιναν, και δεν έλαβε μέρος στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με τον τρόπο αυτό, τότε που μερίδα του λαού περιόρισε τους αγώνες του επειδή εναπόθεσε τις ελπίδες του στην «αριστερή» κυβέρνηση, οι κομμουνιστές μπόρεσαν να περάσουν σε πλατιά λαϊκά στρώματα το πνεύμα της αντίστασης και του αγώνα.

Επομένως δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να αναρωτιέσαι εάν το ΚΚΕ θα λάβει μέρος σε αστική κυβέρνηση. Το ζήτημα αυτό έχει ξεκαθαριστεί.

Το ΚΚΕ θα λάβει μέρος μόνο σε μια επαναστατική κυβέρνηση που θα έχει στόχο την εργατική εξουσία και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Θα συμμετέχει σε κυβέρνηση όπου ο λαός θα έχει πάρει την απόφαση να κοινωνικοποιήσει τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και να επιβάλλει τον εργατικό έλεγχο στην οικονομία.

Επειδή μόνο αυτό ανταποκρίνεται στις ανάγκες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.

Εάν εσύ θέλεις να δεις το ΚΚΕ να συμμετέχει σε κυβέρνηση, τότε θα πρέπει να συμπορευτείς μαζί του και να συμμετέχεις στους κοινωνικούς αγώνες.
Στο χέρι μας είναι να δημιουργήσουμε μια μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία για να εφαρμόσουμε αυτά που προτείνει το Κ.Κ.Ε.

Να είστε καλά και να αγωνίζεστε!
Γεια χαρά