Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστούγεννα του 1943 στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου

Γράφει ο \\ Σπύρος Τζόκας

Δεκέμβρης ήταν, κρύος και βροχερός μήνας. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Χριστούγεννα στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Το επισκεπτήριο πριν τα Χριστούγεννα  λειτουργούσε σαν αποκάλυψη, σαν αποκάλυψη της ζωής.  Κάθε επισκεπτήριο το ίδιο μαρτύριο. Θα είναι ζωντανός ο άνθρωπος μας;

Η μάνα από το χάραμα ήταν εκεί, στο επισκεπτήριο. Να δει το καμάρι της. Το μονάκριβο παιδί της. Δεν κοιμήθηκε ούτε ένα λεπτό το προηγούμενο βράδυ. Ετοίμαζε το δέμα για το παιδί της, σαν ιεροτελεστία ήταν. Χριστούγεννα έφταναν. Να ετοιμάσει στο Γιωργάκη της αυτά που χρειάζεται, σαν να ήταν σπίτι ο Γιωργάκης.

Αυτό το καλό παιδί, το λεβεντόπαιδο. Όλη η γειτονιά τα καλύτερα έλεγε. Να τον φιλήσεις απ’ όλους μας, παράγγελναν στη μάνα. Να τον φέρεις σύντομα εδώ, κοντά μας. “Το καλύτερο παιδί… οι αναθεματισμένοι”….. έλεγαν.    Και η μάνα χαιρόταν και έπαιρνε κουράγιο. Μόνη της στη θύελλα. Ο άντρας της από βόλι στα βουνά της Αλβανίας. Από το χάραμα εκεί. Νύχτα ξεκινούσε με το δέμα στο χέρι.

Τώρα, όμως, περίμενε. Το χαμόγελο του παιδιού της το διέκρινε από πολύ μακριά, σχεδόν το μύριζε.

 «Τι έγινε ο Γιωργάκης αγόρι μου; Τι έγινε το παιδί μου;»

Παρακαλούσε τον ξερακιανό και αδιάφορο σκοπό να της πει κάτι. Αυτός ούτε καταλάβαινε, ούτε ήθελε να καταλάβει.

«Σε παρακαλώ αγόρι μου. Κοίτα με μάνα σου είμαι. Μπορείς να τον ειδοποιήσεις ότι τον περιμένω. Γιατί καθυστερεί;»

Η απελπισμένη μάνα δείχνοντας το δέμα στο φρουρό συνέχιζε να τον εκλιπαρεί.

«Κοίτα αγόρι μου.  Έχω φέρει και αυτά που μου ζήτησε και καπνό και καπνό. Φώναξε τον αγόρι μου. Κάνε μου τη χάρη. Σε λίγο θα τελειώσει το επισκεπτήριο. Που είναι ο Γιωργάκης μου;»

Και το επισκεπτήριο τελείωνε. Ο Γερμανός φρουρός τους έστελνε όλους μέσα και απομάκρυνε τους έξω. Η μάνα εκεί. Κρατούσε σφιχτά το δέμα. Ο Γερμανός φρουρός την έσπρωξε, να φύγει.

«Περιμένω το παιδί μου. Μην με σπρώχνεις αγόρι μου. Περίπου την ίδια ηλικία έχετε. Είναι πολύ καλό παιδί, αλλά λίγο αμελής. Κάπου έχει μπλέξει και με ξέχασε. Άσε με αγόρι μου να τον περιμένω.»

Και πάλι του έδειξε το δέμα που κρατούσε…

«Έρχονται και Χριστούγεννα. Να του δώσω αυτά που έχω ετοιμάσει. Θα το θυμηθεί ότι τον περιμένω.»

Ο Γερμανός φρουρός σαν τους βασανιστές του Χριστού, την έσπρωχνε. Αναπαράσταση.

«Μάνα σου είμαι, μην με σπρώχνεις. Το καμάρι μου περιμένω. Πως θα φύγω αν δεν τον δω;  Που να πάω, τίποτα δεν με χωράει.»

Φώναζε η δυστυχισμένη μάνα..

Την σήκωσαν και προσπάθησαν να την πάρουν, σαν άλλες σπαρτιάτισσες.

Και τα Χριστούγεννα έφτασαν χωρίς τον Γιωργάκη και πολλούς άλλους. Τα Χριστούγεννα στο στρατόπεδο ήταν δύσκολα. Αυτές τις άγιες μέρες μακριά από το σπιτικό τους, μακριά απ’ τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, το μαρτύριο γίνεται πιο μεγάλο, πιο βαρύ, πιο δυνατό.

Οι κρατούμενοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να αισθάνονται ζωντανοί.  Μια ομάδα καλλίφωνοι νέοι ψάλλουν σιγανά με γλυκές φωνές το τροπάριο: «Η Γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών». Άλλοι ανοίγουν τα δέματα και κόβουν το Χριστόψωμο. Κι άλλοι καπνίζουν δίχως να μιλούν. Η φυλακή είναι πάντα μαρτύριο. Όλοι μαζί, ο ένας κοντά στον άλλο, να ζεσταθούν τα σώματα και οι ψυχές τους. Τα τελευταία Χριστούγεννα στη φυλακή ήταν η ευχή τους.

Σπύρος Τζόκας
Πανεπιστημιακός – Συγγραφέας

«Το Χαϊδάρι δεν είναι ένα οποιοδήποτε Στρατόπεδο που μαζεύουνε τις ρεζέρβες τους οι Γερμανοί, για να έχουνε πρόχειρα τα κεφάλια που θα χρειαστούνε για τ’ αντίποινα. Ο κόσμος αυτό πιστεύει. Αλλά η ίδρυση του Χαϊδαριού έχει ένα πιο σοβαρό σκοπό (…).

Η υποταγή της Ελληνικής ψυχής, η δουλοποίηση του Λαού μας, το σβήσιμο της προσωπικότητας του Ελληνα. Αυτό είναι το σχέδιο που απαιτούσε την ίδρυση του Χαϊδαριού. Της Σχολής του Χαϊδαρίου, που είχε μοναδικό σκοπό την κατασκευή δούλων, ηττοπαθών και προδοτών»

«Ρεπορτάζ» για το Στρατόπεδο και τι συνέβαινε εκεί μας έδωσε ο Θέμος Κορνάρος στο ομώνυμο έργο του «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου»

Το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, το Χαϊδάρι –όπως έμεινε στη συνείδηση του λαού μας– δεν ήταν για τους ναζί κατακτητές στην περίοδο της Κατοχής απλά μια φυλακή ομήρων· ούτε ένα μέρος από το οποίο οι φασίστες απλά σταχυολογούσαν ανθρώπους για να τους οδηγήσουν στην εκτέλεση. Ήταν –όπως πολύ σωστά ισχυρίζεται και ο ίδιος ο Θέμος Κορνάρος στη συγκλονιστική αφήγησή του– μια λυσσασμένη μάχη για το ποιος θα κερδίσει την ψυχή του κατάδικου, την ψυχή του λαού. Οι κατάδικοι, παρά το ότι σε κάθε στιγμή τους παραμόνευε ο θάνατος, είχαν τον εξής στόχο, ο οποίος εκπορευόταν πρώτα και κύρια από το θάλαμο 1 του 3ου μπλοκ του Στρατοπέδου, από το μπλοκ των φυλακισμένων κομμουνιστών Ακροναυπλιωτών, που η μεταξική δικτατορία παρέδωσε στους ναζί κατακτητές: Αμείωτη θέληση, ακέραια προσωπικότητα, ατσάλωμα της αντοχής του κατάδικου!

Έτσι, οι κατάδικοι αισθάνονταν ότι έπαιρναν μέρος στη μεγαλύτερη μάχη της ιστορίας του κόσμου: Της ιστορίας της ζωής, γιατί εκεί θ’ αντιμετώπιζαν και το θάνατο, όχι σα δούλοι του, αλλά σαν περιφρονητές αντίπαλοί του.

Και πράγματι, αυτό το πέτυχαν οι δεσμώτες του Χαϊδαρίου, με προεξάρχοντες τους 200 κομμουνιστές ήρωες του λαού, που οι φασίστες κατακτητές εκτέλεσαν την Πρωτομαγιά του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ο Κορνάρος αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος του συγκεκριμένου έργου του στην εκτέλεση αυτή, αναδεικνύοντας μια άγνωστη πτυχή στο ευρύ κοινό: Το πώς διαδραματίστηκε η ανακοίνωση από μέρους του διοικητή του Στρατοπέδου των κομμουνιστών που θα εκτελούνταν, τη στάση των 200 με προεξάρχοντα τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη και το πώς αντέδρασαν οι υπόλοιποι φυλακισμένοι στην ανακοίνωση, και στη συνέχεια στα νέα που τους ήρθαν σε σχέση με το πώς εξελίχτηκε η εκτέλεση στο μαρτυρικό τόπο του Σκοπευτηρίου. Εκεί, που μέχρι και οι ίδιοι οι Ες-Ες αναγκάστηκαν να υποκλιθούν στην αξιοπρέπεια με την οποία οι 200 αντίκρισαν το θάνατο.

Η δε «διαθήκη» που οι 200 κληροδότησαν στους συγκρατούμενούς τους ήταν ότι: «Ο αγωνιστής είναι φρουρός των ανθρώπινων κατακτήσεων και στρατιώτης κρούσης, στην πρώτη γραμμή για τις καινούργιες κατακτήσεις … Σύντροφοί μας … κρατήσετε τη λευτεριά που καταχτήσαμε με τόσο αίμα και με τόσο πόνο.»

Από το έργο του Κορνάρου για το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου λείπει το τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο: «Η Διαθήκη των Ηρώων», το οποίο, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει, χάθηκε σε μια έρευνα. Ο Κορνάρος σκόπιμα δεν το ξαναέγραψε, προκειμένου να θυμίζει στους αναγνώστες του το αιώνιο αίσχος του κράτους των δωσίλογων που διαδέχτηκε τους Γερμανούς, το οποίο και τους ξεπέρασε.