Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Απόψε που σκοτώνουν τον Πλουμπίδη

Επιμέλεια Σφυροδρέπανος //

Σήμερα συμπληρώνονται 52 χρόνια από την εκτέλεση του αξέχαστου αγωνιστή του κομμουνιστικού κινήματος, του Νίκου Πλουμπίδη. Με αυτήν την αφορμή αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε στο Ατέχνως κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Κούλη Ζαμπαθά “Νίκος Μπελογιάννης – Νίκος Πλουμπίδης – κουβέντες και σκέψεις που κάναμε μαζί στα στερνά της ζωής τους ” από τις εκδόσεις Δωρικός. Θυμίζουμε πως ο Κούλης Ζαμπαθάς είχε φιλοξενήσει κρυφά, σε καιρούς άγριας παρανομίας και καταδίωξης των κομμουνιστών, τον Πλουμπίδη και τον Μπελογιάννη στο σπίτι του. Και στις σελίδες του βιβλίου του, περιγράφει γλαφυρά κάποιες ιδιαίτερες, ανθρώπινες στιγμές και πτυχές της προσωπικότητας των δύο ηρώων, που συνέδεσαν το όνομά τους με το ΚΚΕ, την αυταπάρνηση και τη θυσία για μια καλύτερη κοινωνία. Θυμίζουμε επίσης πως το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του συγγραφέα, χάρη στην επιμέλεια της κόρης του, Φαίδρας, που σημειώνει στον πρόλογο τα εξής:

Δίνοντας ένα κείμενο στη δημοσιότητα που τόγραψε κάποιος άλλος νιώθεις ένα περίεργο συναίσθημα να σε καίει βαθειά, ιδιαίτερα δε όταν το κείμενο αυτό τόχει γράψει ο πατέρας σου που δεν υπάρχει. Έσκυψα ευλαβικά πάνω στις χειρόγραφες σελίδες του που ακολουθούν και που δείχνουν όλη την απλότητα και το μεγαλείο του ανθρώπου, όπου κι αν ανήκει αυτός, είτε στον πνευματικό είτε στον πολιτιστικό χώρο. Έτσι αισθάνομαι να εκπληρώνω το καθήκον μου και στη μνήμη του πατέρα μου και στη μνήμη εκείνων για τους οποίους τόγραψε. Το βιβλίο αυτό, κληρονομιά όχι μόνο δική μου, αλλά και όλων όσων αγωνίστηκαν κι αγωνίζονται με συνέπεια για την ειρήνη και τον κόσμο, ας θεωρηθεί σπονδή στον τάφο του συγγραφέα.

Ακολουθούν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα που αφορούν το Νίκο Πλουμπίδη.

καρουσελ

Έμεινε σπίτι πιότερο από δεκαπέντε μέρες. Ήταν ένας άνθρωπος αγνός, γεμάτος καλωσύνη κι ευγένεια. Μας αγάπησε. όπως τον αγαπήσαμε και μείς. Η καλωσύνη του κι η απλότητά του δεν είχαν όρια. Ήταν ένας ασκητής γεμάτος αγνότητα. Λιτοδίαιτος μέχρι τρέλλας. Απ’ το τραπέζι δεν έλειπε τίποτα κι όμως έτρωγε σαν ένα μικρούλικο σπουργιτάκι και μονάχα μια φορά την ημέρα. Το μεσημέρι.

 -Το στομάχι δεν πρέπει να το καλοσυνηθίζεις, μας έλεγε στο τραπέζι. Μπορεί να μείνεις νηστικός μέρες αν το φέρει η ανάγκη. Τότε δεν σε πειράζει και πολύ η έλλειψη του φαγητού. Για τούτο δεν πολυτρώω. Έπειτα και το στομάχι μου είναι χάλια.
 Στον καιρό πούμεινε σπίτι τα έξοδα του σπιτιού τα πλήρωνε όλα αυτός. Ούτε κουβέντα να πληρώσω εγώ τίποτα. Θέλησε να μας δώσει λεπτά. Δεν τα πήρα. Δε μου χρειάζονταν λεπτά για ένα χρέος ιερό στην υπόθεση του λαού.

Έτσι κυλούσαν οι μέρες ώσπου να φύγει. Σαν έλειπα στο γραφείο μιλούσε με τη γυναίκα μου για χίλια δύο πράγματα. Της έλεγε για τη ζωή του, για τους αγώνες του. Για μια παλιά του αρρώστεια που τον άφησε με ένα πλεμόνι. Τώρα όμως είχαν όλα περάσει αφού παντρεύτηκε κιόλας κι έκανε και παιδί. Τα απογεύματα καθισμένοι όλοι μας σιμά του μια και βρίσκονταν πάντα ξαπλωμένος στο ντιβάνι, μιλούσαμε με τις ώρες για χίλια δύο πράματα.

Μας μίλαγε για τη γυναίκα του την Ιουλία που βρίσκονταν στη φυλακή καταδικασμένη ισόβια, για το γιο του που μεγάλωνε χωρίς πατέρα και μάνα. Πολλές φορές τα πρωινά συντρόφευε τη γυναίκα μου στην κουζίνα. Ήταν τις ώρες που δεν είχε δουλειά και είχε τελειώσει το διάβασμα των εφημερίδων. Έπρεπε να κοιτάξει όλο τον τύπο, να κρατήσει σημειώσεις σε ένα τετράδιο για ό,τι ενδιέφερε το Κόμμα κι ύστερα να καθήσει για το δεύτερο καφέ. Του άρεσε αυτός ο δεύτερος καφές. Τον πίνανε παρέα με τη γυναίκα μου στις έντεκα. Κείνη την ώρα βρίσκανε καιρό να τα πούνε. Εγώ κι η Φαίδρα λείπαμε. Ο ένας στη δουλειά κι η άλλη σκολειό. Η Βάσω θα ψώνιζε πρωί-πρωί για το φαΐ και θάφερνε τις εφημερίδες. Ποτές δεν τις αγόραζε όλες από το ίδιο κιόσκι. Αυτό θα μπορούσε να βάνει σε υποψία τον περιπτερά για το τι θέλαμε τόσες εφημερίδες φτωχοί ανθρώποι: Ήξερα τι ρόλο παίζανε οι περιπτεράδες τούτα τα χρόνια. Έβλεπα πολλούς της ασφάλειας που τους ήξερα απ’ τον καιρό που με τραβολογήσανε στο Τμήμα, να κάνουνε την πρωινή βεγγέρα τους σε πολλά κιόσκια καθώς περνούσα με το τρόλεϋ για το γραφείο. Όλα αυτά τάχα σκεφτεί και του τάπα. Τάρεσε η σκέψη μου. Έτσι οι εφημερίδες αγοραζόντουσαν από τρία τέσσερα περίπτερα έξω από τη δική μας φημερίδα που την παίρναμε από δικό μας περιπτερά.
10-4-thumb-large
Έτσι, μετά το διάβασμα για να μην στεναχωριέται τούκανε η γυναίκα μου συντροφιά. Κοίταζε να ξεκλέψει ώρες απ’ τις δουλειές του σπιτιού κι απ’ το μαγέρεμα για να του κάνει παρέα. Πολλές φορές τη συντρόφευε κείνος στην κουζίνα την ώρα που μαγείρευε. Κείνη σαν τον έβλεπε αναστατώνονταν. Καθόλου δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα όπως και το τι ήταν για όλους εμάς στο Κόμμα. Ωστόσο διαιστανότανε πως πρέπει νάταν κάποιος πολύ μεγάλος, γι’ αυτό και τούτη της η αναστάτωση.
 –Σας παρακαλώ θείε, τούλεγε, μείνετε μέσα, θάρθω αμέσως.

Μη σου κάνει εντύπωση, της έλεγε. Στο σπίτι που μέναμε με τη γυναίκα μου και το παιδί μας βοηθούσα κι εγώ. Το παιδί ήταν μωρό. Η γυναίκα μου δεν ήταν για μένα μονάχα η σύντροφός μου, μα κι ο άμεσος συνεργάτης μου. Όταν εκείνη έλειπε, εγώ έπρεπε να φροντίσω για το παιδί. Για τούτο δε μου κάνει καμιά εντύπωση. Στην παρανομία δεν μπορούμε να ζητούμε καλοπέραση κι ευκολίες.

 Με αυτή του την καλωσύνη, την απλότητα και την καταδεχτικότητά του είχε κερδίσει όλους μας. Εγώ τόσο τον σεβόμουνα που μούφερνε δυσκολία αυτή μας η οικειότητα. Δεν ήξερα πώς να του φερθώ. Απ’ τη μια μεριά ήξερα ποιος ήτανε και τι αντιπροσώπευε για το λαό στη δουλωμένη Ελλάδα κι απ’ την άλλη μέναμε τόσο μαζί και τόσο οικεία. Είναι σωστό αυτό που λένε, πως τους μεγάλους δεν πρέπει να τους βλέπεις με τις παντούφλες γιατί η απόσταση που σας χωρίζει στενεύει πολύ.
Για τις γυναίκες στο σπίτι ήταν άλλο. Για αυτές ήταν μονάχα ο “θείος”. Ποτές δε ρώτησαν να μάθουν ποιος ήτανε για το Κόμμα ούτε και που ρώτησαν ποτέ για το όνομά του. Τους έφτανε ότι στο σπίτι μας, σε αυτό το τιμημένο φτωχόσπιτο, έμενε εκείνος! Τίποτ’ άλλο. Το όνομά του και το πόστο του τόξερα μονάχα εγώ. Για τούτο και στεναχωριόμουνα. Πώς να κρατήσω την απόσταση που μας χώριζε;

Κείνος δεν κοίταζε ποτές του αυτά. Ήταν απλός και καλός με όλους μας και πιότερο με τις δικές μου. Σωστός ηγέτης. Γι’ αυτό κι αυτές τον ελάτρευαν.

Όλους στο σπίτι μας αγάπησε χωρίς να βάνει ανάμεσά μας της ηγεσίας το τείχος. Μπορούσες λοιπόν να μη πεθάνεις για αυτόν και το Κόμμα;
9789602790328Μας μίλαγε με συγκίνηση για τα μέρη που γύρισε. Για όσα γνώρισε κι είδε. Για το χωριό του τα Λαγκάδια, έτσι που βρίσκεται σκαρφαλωμένο ψηλά στα βουνά της Γορτυνίας. Για το νερόμυλο του πατέρα του. Γι’ αυτόν τον ίδιο το γέρο του πούταν αγνός και περήφανος σαν τα ελάτια των βουνών τους. Για τη μητέρα του την τόσο καλωσυνάτη, τη γεμάτη νοικοκυρωσύνη κι αγάπη στους δικούς της και στους φτωχούς. Για το πώς έβγαλε το Γυμνάσιο στη Δημητσάνα χωρίς λεφτά και γεμάτος στέρηση και φτώχεια τρώγοντας μονάχα εληές και ψωμί που τάστελναν από το χωριό του. Μέρες μεγάλες ήταν γι’ αυτόν σαν μπόραγε να αγοράσει λίγο τυρί για το φτωχό του το δείπνο. Το γέρο του το θυμότανε με συγκίνηση.
Σαν κάποτε μας έλεγε, τον βρίσανε στο χωριό για το γιο πούβγαλε, κείνος περήφανα απάντησε σε όλους τους χωριανούς του:
Αν ο γιος μου πιστεύει στον κομμουνισμό, πάει να πει πως είναι κάτι πολύ δίκαιο και καλό για να το πιστεύει εκείνος. Μια λοιπόν και το πιστεύει ο γιος μου πρέπει να το πιστέψω κι εγώ.
 Με πόση πίκρα θυμότανε το νερόμυλό τους που τον πήρε του γέρου του με μπαμπεσιά ο πιο στενός συγγενής τους.
Γύρισα μας έλεγε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα, συνδυάζοντας την αγάπη μου στη φύση με τη δουλειά μου στο Κόμμα. Δρασκέλισα όλα τα βουνά της. Κανένας δεν μπόραγε να με φτάσει στ’ ανέβασμα και στο περπάτημα. Παρέα μου είχα το τσοπανόσκυλό μου και τη μαγκούρα μου. Τι πιστό και πόσο ωραίο σκυλί. Όταν μ’ αρρώστησε και τόχασα ένοιωσα για πρώτη φορά να γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα. Τώρα κλεισμένος από σπίτι σε σπίτι, νοσταλγώ το πράσινο, το φως, τον ήλιο, που τάχασα πια. Σαν κυκλοφορώ από ανάγκη στο δρόμο, φοβάμαι πως θα με γνωρίσουν και θα με πιάσουν απ’ τη λευκότητα του προσώπου μου μια και δεν τ’ αγγίζουν ποτέ οι αχτίνες του ήλιου. Τόση λαχτάρα νοιώθω για λίγο πράσινο, για ένα κομάτι βουνού.
Βασούλα μου, έλεγε στη γυναίκα μου. Θέλω να ανοίγεις την πόρτα της κουζίνας για να με βλέπει ο ήλιος και να για να καμαρώνω τούτο το ξεροβούνι που βρίσκεται ψηλότερα από το σπίτι σας.
Αγαπούσε το λαό μέχρι τρέλλας. Ήταν καλός σαν άγιος, μα και αυστηρός όσο και αδέκαστος. Αλλοίμονό σου αν σ’ έπιανε σκάρτο όχι σε πράξη μονάχα, μα και στη σκέψη σου ακόμα. Τον λάτρευα μα και τον έτρεμα. Έτρεμα για το κάθε τι που μ’ αφορούσε ως και τη σκέψη μου μη και μπορούσε να με ρίξει στα μάτια του. Κι εκείνος μ’ αγάπαγε πολύ. Μα μ’ έλεγε όμως “σορόπι”. Βλέπεις ήταν η ποίηση στη μέση. Αγάπαγε κάθε άνθρωπο πούταν αγνός και τίμιος. Τον αδερφό του ούτε που ήθελε να τον ακούση.

Είναι ένα χαμένο κορμί μούλεγε. Άνθρωπος της ταβέρνας. Μακρυά από το λαό κι από τους δρόμους μας.

ploump
Πάνω σ’ αυτό, μας μίλησε με θαυμασμό και συγκίνηση για μια δεκαεξάχρονη κοπελλίτσα που γνώρισε πριν από πολλά χρόνια σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας. Ήταν στα πρώτα χρόνια της κομματικής του ζωής. Σε μια του περιοδεία είχε πιάσει μια φοβερή βαρυχειμωνιά. Άρρωστος απ’ τη φυματίωση κι αδύνατος, ύστερα από μια αιμόπτυση πούχε κάνει κείνες τις μέρες, έτρεμε σαν την καλαμιά μες στο κρύο και στο ξεροβόρι. Το χωριατόσπιτο που θάμενε εκείνο το βράδυ ήταν ενός φτωχού συντρόφου. Μια φτωχοκάμαρα για μια ολάκερη φαμίλια. Το βράδυ πέσανε να πλαγιάσουνε κατάχαμα, μ’ όλα τα στρωσίδια και τις βελέντζες, τα πόδια του ήταν ξυλιασμένα από το κρύο. Έτρεμε. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Η κοπελλιά τον ένοιωθε να τρέμει έτσι ως κείτονταν πλάι του. Την πήραν τα δάκρυα και για μια στιγμή μ’ όλη την αθωότητα και τη συστολή της παρθένας, πήρε τα πόδια του, ανασήκωσε το μισοφόρι της και τάβαλε κατάσαρκα στην κοιλιά της να τα ζεστάνει. Αυτό δεν το ξέχασε ποτέ του. Πώς να μην αγαπάει τέτοιο λαό και πώς να μην έχει δοσμένο το είναι του στους κατατρεγμένους και στους φτωχούς ξοτάρηδες κι αργάτες; Για τούτη την αγάπη στο λαό μας μίλαγε όλες τις μέρες πούμεινε κοντά μας. Περίμενα πότε να τελιώσει η δουλειά μο για να τρέξω στο σπίτι κοντά του. Για ένα μονάχα έτρεμα. Για το δυνατό το μεγάλο και βασανιστικό του βήχα. Τα βράδυα σαν πέφταμε να κοιμηθούμε, παρακάλαγα την Παναγιά να μην τον πιάσει ο βήχας. Σαν τον έπιανε πεταγόμαστε ολόρθοι κι εγώ κι η γυναίκα μου. Αν ακούγονταν ο βήχας του; Στο σπίτι δεν ερχόταν κανένας. Είχαμε κόψει τις βεγγέρες. Απ’ αυτό είμαστε ήσυχοι. Τα βράδυα καμουφλάραμε τα παραθύρια και τους φεγγίτες για το φως. Ούτε μιλιά, ούτε ραδιόφωνο για να φαίνεται πως στο σπίτι δ βρισκόταν κανένας. Μα ο βήχας πώς θα κρυβότανε; Οι περιπολίες της αστυνομίας δίναν και παίρναν. Ο σκοπός περνοδιάβαινε όλη τη νύχτα. Πολλές φορές ακούγαμε το σουλάτσο του στη γωνιά του σπιτιού και κάτω απόναν θεόρατο ευκάλυπτο πούκρυβε σχεδόν ολόκληρο το σπίτι. Αν ακουγόταν ο βήχας;

Μη φοβάσαι τους αστυφύλακες μούλεγε. Είναι παιδιά του λαού. Τους χαφιέδες να φοβάσαι μονάχα.

Εγώ ωστόσο δεν ησύχαζα. Αν ψυλλιάζονταν τίποτα ο φασίστας του απάνω πατώματος; Τότες είμαστε χαμένοι. Σαν του είπα τους φόβους μου, μ’ απάντησε.

Μη σε νοιάζει. Πρέπει να υπάρξει ο χαφιές που θα δείξει το σπίτι. Όπου πιάσανε δικούς μας, το σπίτι τόδειξε μονάχα χαφιές. Γι’ αυτό ησύχασε.

Εγώ όμως δεν τόβγαζα απ’ το μυαλό μου. Γι’ αυτό σαν έβγαινα τα πρωινά απ’ την πόρτα μας, έβηχα σαν νάμουνα άρρωστος βαριά από χτικιό. Οι γειτόνοι ακούγοντας να βήχω έτσι δε θα παραξενεύονταν αν ακούγανε τέτοιο βήχα τα βράδυα στο σπίτι. Σαν αντάμωνα πολλές φορές το νοικάρη του απάνω πατώματος, κείνον το χίτη που δούλευε σωφέρ, καμωνόμουνα πως πνίγομαι στο βήχα.

Ήταν για λύπηση ο καϋμένος ο μπάρμπας σαν τον έπιανε ο βήχας. Δάγκωνε το μαντήλι του, κοκκίνιζε και πεταγόντουσαν τα μάτια του όξω. Εμείς τρέμαμε δίνοντάς του νερό. Το στήθος του φούσκωνε έτοιμο να κρεπάρει. Κι έκανε ώρα ως να συνέλθει. Τον μπάρμπα, έπρεπε να το φυλάξουμε όπως μπορούσαμε. Ήταν για μας το μεγαλύτερο χρέος. Για δυο νοιαζόμαστε. Για κείνον και για το κορίτσι μας. Έτσι κυλούσαν οι μέρες μας. Κείνος διάβασε όλους τους λογοτέχνες όσους δεν είχε διαβάσει και δεν τους ήξερε, παίρνοντας τα βιβλία τους απ’ τη βιβλιοθήκη μου. Στο κάθε έργο έδινε την αξία του. Τα πιότερα τάβγαζε σκάρτα. Τότε μούλεγε πετώντας τα.

Για ποιον γράφετε τα έργα σας; Για τον εαυτό σας ή για το λαό; Μάθετε να γράφετε μονάχα για το λαό. Τότε θάσαστε και θα λεγόσαστε λογοτέχνες.

Μου ζήτησε να του αγοράσω από κανένα παλαιοπωλείο την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως του Ξένου.

Είναι πολύ ωραίο τούτο το βιβλίο, μούπε. Είναι απ’ τα πρώτα βιβλία που διάβασα μαθητής ακόμα στο Γυμνάσιο. Μ’ άρεσε πολύ μόλη του την καθαρεύουσα.

Του το αγόρασα στην πρώτη του έκδοση. Χάρηκε σαν παιδί. Η απόχτηση ενός καλού βιβλίου για κείνους που αγαπάνε είναι η πιο μεγάλη χαρά.

Ξέρεις, μούπε για μια στιγμή, η βιβλιοθήκη του Κόμματος ήταν περίφημη. Εγώ τη φρόντιζα, κι εγώ την πλούτιζα με όλες τις νέες εκδόσεις. Τώρα όλα χαθήκανε.

Άρχισε ύστερα απ’ τον Ξένο να διαβάζει Λουντέμη. Σαν αποτέλειωσε όλα του τα βιβλία, τούδωσα και τα “Πλοία δεν άραξαν”. Τάφηνα τελευταίο. Ήταν το βιβλίο που πήρε το Κρατικό βραβείο στα 1938. Σαν τ’ άνοιξε, στάθηκε με το πρώτο στην αφιέρωση. Ο Μενέλαος όξω απ’ το δικό μου αντίτυπο είχε χαρίσει κι άλλο ένα στη γυναίκα μου που την αγαπούσε σαν αδελφή. Έτυχε να του δώσω το δεύτερο.

Η αφιέρωση γράφει: “Στη Βασούλα την αδερφή μου και αδερφή της ψυχής μου. Και αδερφή της ψυχής του αδερφού μου Κούλη“. Σαν τη διάβασε, γύρισε με κοίταξε και μούπε σκασμένος στα γέλια:

Δε στο λέω εγώ; Εσείς οι λογοτέχνες όσο καλοί κι αν είσαστε, σας αρέσει να σοροπιάζετε. Ακούς στην αδερφή της ψυχής μου και αδερφή της ψυχής του αδερφού μου;

Έτσι περνούσαν οι μέρες μας. Με δουλειά, με συμβουλές, με κριτική πάνω σε όλα τα θέματα και με γέλια.