Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Νικολούδης: «Άμοιρο παιδί, εκδ. Παράξενες Μέρες» (νουβέλα)

Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //

«Καταλαβαίνεις γιατί σε στέλνω εκεί κάτω;” με ρώτησε. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε στο λιμάνι, το κασκόλ του χόρευε πάνω στο καλό του μπουφάν. Κοντούλης, με κοιλίτσα, τριχωτός, θύμιζε αποβλακωμένη αρκούδα. Με το ύφος που είχε σχεδόν πάντα, ένα είδος απάθειας που την ίδια στιγμή απέπνεε έναν τόνο εξοργιστικά στέρεης σιγουριάς Τα λόγια του ήταν προβαρισμένα, το στήσιμο του το ίδιο. Η κοψιά του ήταν μια εξωτερίκευση αναμασημένων κλισέ που είχε ψαρέψει από φτηνά βιβλία, ταινίες και κακογραμμένα παιδαγωγικά συγγράμματα. Κι όμως, ενώ τα αναγνώριζα όλα αυτά, ενώ η αλλοτρίωση του μου χτύπαγε στα ρουθούνια σαν κάτι το σάπιο, γύρισα και του είπα με παρόμοιο ύφος (σιγά μην τα κατάφερα βέβαια): «Καταλαβαίνω. Για μένα γίνεται. Πρέπει να πάρω μπρος».
Να πάρω μπρος… Τρόμαξα όταν είδα τον γέρο να συγκατανεύει με πάθος. Από την μια τον κορόιδευα. Από την άλλη η φράση που είχα ξεστομίσει με βάραινε. Υπονοούσε ότι ήμουν κάτι σαν μια εν δυνάμει ύπαρξη. Λες και ένα κομμάτι του εαυτού μου να πίστευε ότι πράγματι ήταν πια απαραίτητο να πάρω μπρος. Να γίνω αυτό που έπρεπε να γίνω. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.»

(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δεν είναι καθόλου εύκολο στις μέρες μας (και πότε ήταν θα πείτε) να είσαι ένας νέος συγγραφέας με όραμα, όρεξη για σκληρή δουλειά και με αγωνία για τα κοινωνικά, αισθητικά και λογοτεχνικά ζητήματα, όπου θα καταθέσεις τις αγωνίες σου στο χαρτί ή στο πληκτρολόγιο και οι οποίες θα μπορούν να δουν το φως της δημοσιότητας πέρα και μακριά από τον στενό ή και ευρύτερο φιλικό σου κύκλο. Έχεις εμπόδια να αντιμετωπίσεις, τείχη κυκλώπεια να γκρεμίσεις και όχι απλά να τα προσπεράσεις μέσω λογοτεχνικών ευκολιών – ο χώρος της λογοτεχνίας, παιγνίδι στα χέρια της «ελεύθερης» αγοράς και των «αναγνωρισμένων» συγγραφέων, σου είναι εχθρικός και άγνωστος. Αλλά το βασικότερο είναι να καταφέρεις να έρθεις σε σύγκρουση με τον εαυτό σου – με τις βεβαιότητες σου, με τα διαβάσματα και τις επιρροές σου ή με ότι άλλο εσύ θεωρείς ικανό να ενισχύσει την παρουσία σου ως νέου δημιουργού. Τίποτα δεν είναι αρκετό. Όταν αρχίζεις να γράφεις, και μάλιστα με σκοπό την έκδοση του πονήματος σου, γυμνός βρίσκεσαι απέναντι στον αναγνώστη που θέλεις να κερδίσεις στο όραμά σου ή τουλάχιστον για να εκθέσεις μία άποψη του κόσμου όπως εσύ τον βλέπεις και τον αισθάνεσαι. Η πρώτη σου δουλειά, η πρώτη σου κατάθεση ψυχής μπορεί να αποτελέσει ένα ικανό δείγμα εάν κατάφερες να αντιμετωπίσεις – όσο γίνεται και μπορείς – τα παραπάνω εμπόδια ή εάν λύγισες από την πρώτη στιγμή κάτω από το βάρος μιας ευθύνης που ίσως και να μην είχες συνειδητοποιήσει ακριβώς τη βαρύτητά της. Ο νέος συγγραφέας Γιάννης Νικολούδης και η νουβέλα του «Άμοιρο παιδί» που κυκλοφόρησε φέτος την άνοιξη από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες κι αποτελεί το πρώτο του βιβλίο, πιστεύουμε πως είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου, όπου κατά τη γνώμη μας (ο συγγραφέας) αντιμετώπισε με επιτυχία τις πρώτες δυσκολίες όπως θα δούμε και στη συνέχεια.

Άμοιρο παιδί

Το «Άμοιρο παιδί» δεν είναι άλλο από την ιστορία της σύγχρονης νεολαίας και της ελληνικής επαρχίας μέσα από την οδύσσεια ενός νέου ανθρώπου, του Χρήστου, δέσμιου των κοινωνικών συμβιβασμών, της καθημερινής υποτέλειας μπροστά σε κάθε κοινωνικό εμπόδιο και δυσκολία. Είναι η ιστορία ενός κοινωνικού (ή ταξικού) παρία, που δεν χωράει μέσα στις νόρμες της καθωσπρέπει ζωής που επιβάλλει, ακόμα και μέσα στον καιρό της κρίσης ή κυρίως εκεί, να αγαπήσεις τις αλυσίδες σου, να είσαι ευχαριστημένος με μία θεσούλα που θα σου δώσει ένα βασικό μισθό (μέχρι να σε απολύσουν μεθαύριο γιατί δεν θα φτάνεις τα στάνταρ της παραγωγικής διαδικασίας) και μια αναγνώριση μέσα στον μικρό ή ευρύτερο κοινωνικό σου χώρο που όμως θα σου στερήσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες σου για μια πραγματικά ελεύθερη κι ανεξάρτητη ζωή. Με λίγα λόγια είναι η ιστορία χιλιάδων νέων αυτού του τόπου, μιας νεολαίας που είτε αναγκάζεται να εργάζεται σε δουλειές που αναπαράγουν την εκμετάλλευση, είτε που μεταναστεύουν στο εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερης τύχης ή που στη χειρότερη περίπτωση, χάνεται μέσα στο χάος της επαγγελματικής, συναισθηματικής και ερωτικής απογοήτευσης ή μελαγχολίας, πιάνοντας κυριολεκτικά πάτο, χωρίς όραμα για το μέλλον και αδύναμη να αντιδράσει. Ο συγγραφέας μάλιστα επιμένει ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο από την αρχή μέχρι το τέλος της νουβέλας.

Το βιβλίο είναι επίσης η ιστορία μιας βίαιης ενηλικίωσης, η ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, σκληρά σωματικού και συναισθηματικού, που όμως δεν βρίσκει την ολοκλήρωσή του και που οδηγεί σε βίαια, σχεδόν ασυναίσθητα, ξεσπάσματα αλλά και ο καθρέφτης μιας επαρχίας σκληρής, σκοτεινής, πνιγμένης μέσα στη λάσπη της ανέχειας, με ύποπτα μαγαζιά όπου πωλούνται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου μαζί με την ηθική του και που οδηγούν σε μια στείρα σωματική και μόνο ανακούφιση, με χώρους διασκέδασης όπου η νεολαία ξοδεύει την ενεργητικότητά της μεταξύ μπιλιάρδου, μπύρας και μπάφων, με εύκολες συνευρέσεις, με γυναίκες που για να επιβιώσουν ξεπουλούν και το ελάχιστο που έμεινε από τον εαυτό τους, με άντρες που ονειρεύονται μια άλλη πραγματικότητα και που σηκώνουν χέρι στους αδύνατους, με στρατιές ανέργων που βολεύονται(;) μ’ ένα ξερό μεροκάματο σε αγροτικές εργασίες. Όχι, εδώ δεν θα βρείτε αναμασήματα φανταχτερών ροζ ιστοριών, απεικονίσεις ρομαντικών παραμυθιών της δεκάρας ή τηλεοπτικές εικόνες μια επίπλαστης μνημονιακής ευημερίας – εδώ ο έρωτας μυρίζει σπέρμα, ιδρώτα και άγχος και δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά μόνο εκτόνωση χωρίς προοπτική και παράλληλα είναι ένας μικρός, καθημερινός θάνατος χωρίς προσδοκία ανάστασης. Βέβαια, μέσα σε όλα τα παραπάνω, δεν λείπει και μια αίσθηση μαύρου χιούμορ, βαθειά ειρωνικού και σαρκαστικού, που αποδομεί εικόνες και καταστάσεις δίνοντας μας μια κάποια σουρεαλιστική αλλά και τραγική αίσθηση ενώ παράλληλα η εξάρτηση από την πατρική εξουσία αλλά και η υποταγή της μητέρας στον λόγο του αφέντη-πατέρα που έχει μια άλφα ή βήτα κοινωνική θέση και που μπορεί με τον παρά του να επιβάλλει απόψεις και θεωρίες που φαντάζουν αλάνθαστες περιγράφονται με αδρές γραμμές.

Αλλοτρίωση

Η αλλοτρίωση, λέξη που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο βιβλίο του, να ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου – ένας αντιήρωας που δεν βρίσκει την Γη της Επαγγελίας, ένα θύμα των κοινωνικών συμβιβασμών που δεν βρήκε τη δύναμη να σπάσει τα δεσμά του κι ας είχε την νοητική δυνατότητα να βλέπει πίσω από τα φανταχτερά λόγια, πίσω από τις υποσχέσεις για μια καλύτερη ζωή. Η αλλοτρίωση και ο τόσο παραστατικός λογοτεχνικός αλλά και ασυναίσθητα πολιτικός σχολιασμός σε όλες τις εκφάνσεις του αποτελούν ένα από τα προτερήματα αυτού του βιβλίου. Όμως όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν τίποτα, χωρίς την ικανότητα του συγγραφέα να αναπαριστά τις εικόνες της αλλοτρίωσης, των συμβιβασμών, των φόβων, της εκμετάλλευσης, των χώρων της μίζερης επαρχίας και των ξεπουλημένων συναισθημάτων χωρίς μια γλώσσα αδρή, σκληρή και ελεύθερη, που δεν υπακούει στην κυρίαρχη αντίληψη για ελάφρυνση των αιχμών στη λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα αξιοποιείται μια γλώσσα απλή και στρωτή, σύγχρονη, χωρίς περιττά εκφραστικά στοιχεία κι επαναλήψεις ή πομπώδεις εκφράσεις αλλά με την αυθεντικότητα της νεανικής και λαϊκής γλώσσας των ημερών μας, με όλες τις ιδιοτροπίες και τα στοιχεία που την καθιστούν οικεία σε όλους. Δεν είναι μάλιστα λίγο, και αξίζει να το αναφέρουμε σε αυτή την παρουσίαση, που ένας νέος συγγραφέας που αξιοποιεί με αυτό τον τρόπο τη γλώσσα χωρίς ευκολίες. Κι αυτό είναι ένα σημείο που αποδεικνύει ότι πίσω από το ταλέντο που πλούσια μας παραδίδεται στο «Άμοιρο παιδί» υπήρξε επίμονη και επίπονη εργασία κι επιμέλεια.

Δυνατότητες

Αλλά εδώ νομίζω πως πρέπει να σταματήσουμε. Ελπίζω κι εύχομαι με αυτό το μικρό κι οπωσδήποτε ανεπαρκές σχόλιο για τη νουβέλα του Γιάννη Νικολούδη να έγινε όσο γίνεται καλύτερα αντιληπτό ότι ο συγγραφέας κατάφερε με μαστοριά να αποφύγει τους σκοπέλους που αναφέραμε στην αρχή της παρέμβασής μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι έφτασε και στο αποκορύφωμα της διαδρομής του ως συγγραφέας, αντίθετα είναι τώρα που έχει να αντιμετωπίσει πολλές και περισσότερες προκλήσεις. Μάλιστα, ο (κάθε) συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να ξεπεράσει από μόνος του τα όρια που πιθανώς ο ίδιος επέβαλλε στην πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια – μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ακόμα και λίγη περισσότερη ωμότητα στις περιγραφές του βιβλίου και στην γλώσσα του μόνο κέρδη θα έδινε, θα ενίσχυε δηλαδή την αλήθεια του. Όσο για τη μελαγχολία που ζει και εκφράζεται μέσα στις σελίδες του «Άμοιρου παιδιού» και που σε κάποιους ίσως να φανεί υπερβολική, εμείς θεωρούμε ότι αποτελεί μια υπαρκτή πραγματικότητα που δεν θα πρέπει να μας ξενίζει. Αλήθεια, τι να το κάνουμε το χαρούμενο τέλος εκεί που δεν υπάρχει;

Φυσικά, αυτό που χρειάζεται είναι να αναζητήσετε το συγκεκριμένο βιβλίο, να το διαβάσετε και να μην αρκεστείτε στη μία ή την άλλη κριτική παρουσίαση, ακόμα και στην παρούσα – χρειάζεται ως αναγνώστες να έχουμε ενεργό κι όχι παθητικό ρόλο στο λογοτεχνικά τεκταινόμενα, όποια κι αν είναι αυτά και να δίνουμε χρόνο στους νέους δημιουργούς. Όπως και να έχει, το «Άμοιρο παιδί» έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι του μέσα στα φουρτουνιασμένα νερά της ελληνικής λογοτεχνίας – ένα από τα πολλά βιβλία και έργα που σηματοδοτούν μια ηχηρή αλλά και σιωπηλή έκρηξη ενός νεανικού αλλά και ώριμου, σύγχρονα παρεμβατικού και καθόλου στείρου λογοτεχνικού λόγου. Ενός λογοτεχνικού λόγου και μιας γενιάς συγγραφέων με απεριόριστες δυνατότητες που έχουν πολλά να μας δώσουν χωρίς να πνιγούν μέσα στο πηγάδι της λογοτεχνικής κοινοτυπίας και κενότητας. Οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι μπροστά τους και μπροστά μας.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιάννης Νικολούδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1987. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο Πειραιώς. Διηγήματα του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς ενώ έχει συμμετάσχει με ιστορίες του σε ανθολογίες διηγήματος.