Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Lepa sela lepo gore – Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται (Λες να γίνει πόλεμος φίλε; Ποιος πόλεμος; …καλά είσαι;)

Ένα προσχεδιασμένο έγκλημα με πολλούς συνεργούς… ανάμεσά τους και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Η ιμπεριαλιστική επίθεση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ σε βάρος της τότε ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, στις 24 Μάρτη 1999, έγινε με πρόσχημα τα «δικαιώματα» των Κοσσοβάρων Αλβανών. Η πραγματική αιτία, όμως, ήταν το ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής, αγορών, πηγών και δικτύων Ενέργειας (π.χ. σχέδιο INOGATE), στον ανταγωνισμό με άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία.

Η επέμβαση δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ηταν το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο μίας σειράς σχεδιασμών, που επιδίωκαν την εδραίωση της «Νέας Παγκόσμιας Τάξης» μετά την ανατροπή και διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ (26 Δεκέμβρη 1991). Δεν είναι τυχαίο πως αμέσως μετά, δυτικο-ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με πρώτο το Βατικανό και τη Γερμανία, έσπευσαν το 1991 να διαλύσουν την πρώην Γιουγκοσλαβία, αναγνωρίζοντας την κήρυξη ανεξαρτησίας της Κροατίας, της Σλοβενίας και της ΠΓΔΜ (σημερινής Βόρειας Μακεδονίας).

Η εξέλιξη έφερε αμέσως μετά έναν καταστροφικό τετραετή πόλεμο στο «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης (σε Κροατία και Βοσνία – Ερζεγοβίνη) επιφέροντας τεράστια βάσανα στους λαούς της περιοχής, αλλαγές στους γεωπολιτικούς χάρτες και ανατροπές στους περιφερειακούς συσχετισμούς δυνάμεων. Ο τερματισμός του πολέμου στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη με τη Συμφωνία του Ντέιτον, το 1995, έπαυσε τις ένοπλες συγκρούσεις, μετατρέποντας έως σήμερα τη χώρα σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, εγκλωβίζοντας τις εθνότητες στη φτώχεια, στην ανεργία και την καταπίεση, ενώ αναμμένο παραμένει το φιτίλι της μεταξύ τους αντιπαράθεσης, για κάθε μελλοντική χρήση από τους ιμπεριαλιστές.

Η «μετακύλιση» του πολέμου σε νοτιότερες περιοχές των Βαλκανίων ήταν θέμα χρόνου καθώς, πριν καν ξεκινήσει ο πόλεμος στη Βοσνία, «δουλευόταν» ήδη από τη δεκαετία του ’80 η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο (μέσω της εξέγερσης Αλβανόφωνων και της δημιουργίας ξεχωριστών δομών διοίκησης και Εκπαίδευσης, που αξιοποιήθηκαν από τους ιμπεριαλιστές περίπου μία 15ετία αργότερα).

Lepa sela lepo gore – Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται

(αποτελεί το βασικό υλικό αυτού του βίντεο)

Η ομώνυμη ταινία αποτελεί ορόσημο στη θεματολογία του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τόσο για την χρονική στιγμή που γυρίστηκε και από την άποψη αυτή είναι προφητική, όσο και για την ουσία που πραγματεύεται, για το πως αλληλοσφάζονται λαοί συνυπήρξαν για ~40 χρόνια ενωμένοι (συνέβη το ίδιο και τη Σοβιετική Ένωση)

Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν όταν ο πόλεμος στη Βοσνία έφτανε στο τέλος του (1996). Πόλεμος μεταξύ πρώην φίλων και συντρόφων που η μετάλλαξή τους ειναι συγκλονιστική όσο μπαίνει στο πετσί τους ο εθνικισμός και η παράνοια. Οι συμβολισμοί πάρα πολλοί, ο θεατής μπαίνει αμέσως στο κλίμα και για όποιον έχει ασχοληθεί λίγο περισσότερο με τα γεγονότα το ενδιαφέρον εστιάζεται και στις πανέξυπνες αλληγορικές σκηνές και ατάκες.

Έτσι κι αλλιώς το θέμα της ταινίας ήταν δύσκολο, πόσο μάλλον για την περίοδο που βγήκε στις αίθουσες με τις μνήμες να ειναι νωπές και τα τραύματα κυριολεκτικά και μεταφορικά ανεπούλωτα.

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη ο τίτλος της ταινίας είναι παράφραση ενός εδαφίου της νουβέλας “Voyage au bout de la nuit” (Journey to the End of the Night) του συγγραφέα Louis-Ferdinand Céline, που περιέγραφε φλεγόμενα χωριά κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου . Τα γυρίσματα έγιναν σε φυσικό τοπίο στο Višegrad της Bοσνίας (Σερβικός τομέας) και κάποιες σκηνές έλαβαν μέρος σε μέρη όπου είχαν γίνει πραγματικές μάχες. Αξίζει να γίνει και μια αναφορά στο σάουντρακ που δένει άψογα στην ταινία με κορυφαία την στιγμή που ακούγεται το “Igra rokenrol cela Jugoslavija“.

Σκηνοθέτης είναι ο Srdjan Dragojevic , πολύ αξιόλογος με σημαντική συνέχεια και βασικοί πρωταγωνιστές οι Nikola Kojo (έχει παίξει σε πολλές σερβικές παραγωγές) και Dragan Bjelogrlic (εξίσου σημαντικός καλλιτέχνης). Έχει αποσπάσει 6 βραβεία τα περισσότερα στο σκηνοθέτη και ήταν υποψήφια για ακόμη δύο Βραβείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Angers (Γαλλία)

Βραβείο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου (ευρωπαϊκή ταινία μεγάλου μήκους της κριτικής επιτροπής) – Srdjan Dragojevic – Βραβείο Telcipro, Ft. Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Lauderdale / Διακεκριμένο Βραβείο Αξίας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Mar del Plata, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Στοκχόλμης – Χάλκινο άλογο, Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάο Πάολο, Διεθνές Βραβείο Κριτικής Επιτροπής, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1996 – Βραβείο κοινού και Υποψήφια (σκηνοθεσίας) για το «Χρυσό Αλέξανδρο»

Κάντε τη χάρη στον εαυτό σας και δείτε την -όλο και κάπου παίζεται.

Προετοιμάζοντας την επέμβαση

Εως το 1997, δηλαδή μόλις δύο χρόνια μετά τη Συμφωνία του Ντέιτον, οι μυστικές υπηρεσίες δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δημιούργησαν, εκπαίδευσαν, χρηματοδότησαν, εξόπλισαν και προώθησαν τους αυτονομιστές του ΟΥΤΣΕΚΑ στο Κοσσυφοπέδιο, αξιοποιώντας ετερόκλητα στοιχεία, μεταξύ των οποίων πολιτικούς της αντιπολίτευσης, εθνικιστές – υποστηρικτές της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας», μισθοφόρους, κοινά εγκληματικά στοιχεία κ.ά.

Οι επιθέσεις των Κοσσοβάρων ενόπλων του ΟΥΤΣΕΚΑ κατά δυνάμεων του σερβικού στρατού και της αστυνομίας στο Κοσσυφοπέδιο και οι μεταξύ τους συγκρούσεις τη διετία 1997 – ’98 είχαν οξυνθεί επικίνδυνα, δίνοντας προσχήματα και αφορμές σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές να φορέσουν τον μανδύα του «μεσολαβητή». Καταλυτικό ρόλο σε αυτούς τους σχεδιασμούς έπαιξε η προβοκάτσια του ΟΥΤΣΕΚΑ κατά Αλβανών τάχα «αμάχων» στο χωριό Ράτσακ.

Στις αρχές του 1999 στήθηκε ο δήθεν «ειρηνευτικός διάλογος» μεταξύ Σέρβων και Κοσσοβάρων Αλβανών στο Ραμπουγέ της Γαλλίας. Εκεί, η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ, έδωσε τη χαριστική βολή, απαιτώντας από τον τότε Πρόεδρο της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, την… ανάπτυξη των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων στο Κοσσυφοπέδιο και στην υπόλοιπη επικράτεια. Μόνο έτσι, είπε, θα μπορούσαν να εδραιωθούν η ειρήνη και η σταθερότητα, εκβιάζοντας ανοιχτά τους Σέρβους και αποκαλύπτοντας τις πραγματικές προθέσεις των ΑμερικανοΝΑΤΟικών.

Η επίθεση ξεκινάει

Για χάρη λοιπόν της «ειρήνης» και της «σταθερότητας», οι ιμπεριαλιστές σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ εξαπέλυσαν το βράδυ της 24ης Μάρτη 1999 και για 78 μέρες ανηλεείς βομβαρδισμούς, έχοντας προηγουμένως στήσει μία καλά λαδωμένη μηχανή δαιμονοποίησης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και του σερβικού λαού.

Ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, σε διάγγελμά του ανακοίνωσε την επέμβαση, λέγοντας πως η απόφαση ελήφθη «ομόφωνα» από τους ΝΑΤΟικούς συμμάχους» με τρεις στόχους: Την επίδειξη «αποφασιστικότητας του ΝΑΤΟ για ειρήνη» στα Βαλκάνια, να «πληρώσει» ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς τη βία κατά των Αλβανών και να εξουδετερωθεί η ικανότητα των Σέρβων να κλιμακώσουν τον πόλεμο κατά των Κοσσοβάρων Αλβανών.

Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Στη Μόσχα, ο Ρώσος ομόλογός του, Μπόρις Γιέλτσιν, ανακάλεσε τον αντιπρόσωπο της χώρας από το στρατηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και ζήτησε άμεση σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Τανγκ Σιανχουάν, καταδίκασε τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς προειδοποιώντας για τις σοβαρές επιπτώσεις στο Διεθνές Δίκαιο.

Αισχρός και κυνικός, ο τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, αρνήθηκε να συγκαλέσει εκτάκτως το Συμβούλιο Ασφαλείας, λέγοντας πως θα έπρεπε να αποφασίσει όχι τον τερματισμό της επίθεσης, αλλά το χρόνο εξαπόλυσής της!

«Βρώμικος» πόλεμος όνομα και πράγμα

Στη διάρκεια του βρώμικου πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν 1.150 ΝΑΤΟικά υπερσύγχρονα μαχητικά, 21.000 τόνοι βομβών, χιλιάδες βόμβες ραδιενεργού απεμπλουτισμένου ουρανίου, «απαγορευμένες» (από τις διεθνείς συνθήκες) βόμβες βλημάτων διασποράς. Με αυτά τα μέσα βομβαρδίστηκαν πολυκατοικίες, γέφυρες, σχολεία, νοσοκομεία και μαιευτήρια, κομβόι προσφύγων, έως νεκροταφεία!

Μέσα σε αυτές τις 11 βδομάδες, σκοτώθηκαν περίπου 3.000 άμαχοι (το 30% παιδιά), τραυματίστηκαν πάνω από 6.000 πολίτες, εκατοντάδες χιλιάδες έγιναν πρόσφυγες και εξαθλιώθηκαν οικονομικά κάπου 2.500.000 άλλοι. Επιπλέον, προκλήθηκαν τεράστιες καταστροφές σε βασικές υποδομές της χώρας και ανήκεστες βλάβες στο περιβάλλον μέσω της ρίψης τουλάχιστον 31.000 βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου, με στόχο την πειραματική δοκιμή νέων όπλων και την υπονόμευση της υγείας μελλοντικών γενεών…

Ο πόλεμος έληξε μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Σέρβων στρατιωτικών αξιωματούχων και την έκδοση της απόφασης 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μέσω της οποίας ουσιαστικά επιχειρείται «νομιμοποίηση» της ΝΑΤΟικής επέμβασης στο Κοσσυφοπέδιο, που μετατράπηκε έκτοτε σε προτεκτοράτο και στο έδαφός του δημιουργήθηκε τελικά η στρατιωτική βάση Μπόντστιλ, η οποία είναι η μεγαλύτερη των ΗΠΑ στο εξωτερικό.

Φοβού τη ΝΑΤΟική «ειρήνη»…

Περίπου δύο χρόνια μετά την «ειρήνη» στο Κοσσυφοπέδιο, στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, εκδηλώθηκαν (2000 – ’01) «αποσταθεροποιητικές» συγκρούσεις μέσω αυτονομιστών – «κλώνων» του ΟΥΤΣΕΚΑ στην τότε ΠΓΔΜ, που διευθετήθηκαν ξανά με παρέμβαση δυτικών δυνάμεων. Ακολούθησε η διάλυση της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, που μετονομάστηκε το 2003 σε «Ενωση Σερβίας – Μαυροβουνίου». Στη συνέχεια (2006) το Μαυροβούνιο έγινε ανεξάρτητο και τον Ιούνη του 2017 μέλος του ΝΑΤΟ. Στο μεταξύ, στα Σκόπια ξεσπούν νέες ενδοαστικές συγκρούσεις που αναγκάζουν, το Γενάρη του 2016, σε παραίτηση τον εθνικιστή τότε πρωθυπουργό, Νίκολα Γκρούεφσκι. Μετά από πολύμηνη περίοδο ρευστών πολιτικών εξελίξεων, το Μάη του 2017, το Κοινοβούλιο στα Σκόπια εκλέγει νέο πρωθυπουργό, τον σοσιαλδημοκράτη Ζόραν Ζάεφ. Υπό την επίβλεψη ΗΠΑ – ΕΕ και έπειτα από πολύμηνο παζάρι μεταξύ Σκοπίων και Αθήνας, οι πρωθυπουργοί της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και Ελλάδας υπογράφουν στις 12 Ιούνη 2018 την περιβόητη συμφωνία των Πρεσπών, με στόχο την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και τον περιορισμό της εκεί ρωσικής γεωπολιτικής επιρροής.

Η συμφωνία λανσάρεται σαν πυξίδα και εργαλείο για την παραπέρα εμπέδωση της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» στα Βαλκάνια, την ίδια ώρα που φανερά και στο παρασκήνιο εξελίσσονται παζάρια για νέες αλλαγές συνόρων, με ανταλλαγή εδαφών ανάμεσα σε Σερβία και Κοσσυφοπέδιο, που μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα για ντόμινο αντιπαραθέσεων και ανάλογων αλλαγών και σε άλλα πολυεθνικά κράτη της περιοχής, όπως η Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Παράλληλα, οι εξελίξεις στα Σκόπια ενθαρρύνουν την αλβανική κυβέρνηση του Εντι Ράμα να συσφίξει τις σχέσεις με το Κοσσυφοπέδιο, στην προοπτική της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας» και να ανακοινώσει σχέδια για κατάργηση συνόρων και τελωνείων έως το καλοκαίρι του 2019.

Η όξυνση των ανταγωνισμών ενισχύεται επικίνδυνα όσο περνά ο καιρός, αποδεικνύοντας ότι ο κίνδυνος μιας νέας γενικευμένης αντιπαράθεσης στην περιοχή παραμένει υπαρκτός. Άλλωστε, αν κάτι έχει αποδειχθεί όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι οι ΝΑΤΟικές διευθετήσεις προετοίμαζαν τις επόμενες κρίσεις, αξιοποιώντας ως καύσιμη ύλη υπαρκτά ή ανύπαρκτα μειονοτικά ζητήματα που παρέμεναν ανοιχτά…

πόλεμος φίλε

( Ποιος πόλεμος; φίλε …είσαι στα καλά σου; )

Η ταινία, μπορεί να χαρακτηριστεί «πολεμική» -τελείως  sui generis αφού αφηγείται τη σύγκρουση Σερβίας και Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την οπτική γωνία της ομάδας των Σέρβων πολιτοφυλάκων που έχουν εγκλωβιστεί σε μια «ιστορική» σήραγγα και, σε μικρή απόσταση με τα πόδια από το χωριό, όπου ο πρωταγωνιστής μεγάλωσε παρέα με τον καλύτερο φίλος του, ένα Βόσνιο που καραδοκεί στην έξοδο.

Παγιδευμένοι σαν τα ποντίκια μαζί με μια τρομοκρατημένη Αμερικανίδα δημοσιογράφο, οι έξι στρατιώτες ξαναζούν, μέσα από  flashback το παρελθόν σε ένα crescendo νοσταλγίας για την κάποτε κοινή τους πατρίδα, την ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Μέσα από πικρές ειρωνείες και εκρήξεις γνήσιας συντροφικότητας που χάρη στην (πολύ σωστά λέμε εμείς) ψυχρή λογική -χωρίς ψευτοοσυναισθηματισμούς, του Dragojeviċ- σταματάνε πάντα μια στιγμή προτού μπουν σε μια ανούσια και θαμπή ρητορική με ερμηνείες για τον εμφύλιο σπαραγμό.  Το Lepa sela lepo gore είναι μια σκληρή, σπλαχνική και παράλληλα «ενοχλητική» ταινία που ταιριάζει στο πολύ δύσκολο και αντιφατικό θέμα που αντιμετωπίζει. Εκείνο τον καιρό κάποιοι επέκριναν το σκηνοθέτη για την ανατρεπτική οπτική θύματος και θύτη, αλλά βλέποντάς την εκ των υστέρων η ταινία έχει την αξία της γιατί αναδεικνύει το τρελό και ζωώδες στην κλιμάκωση της βίας, τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο στην πολύπαθη Γιουγκοσλαβία.

Λείπει από τη μυθοπλασία η σε βάθος πολιτική ανάλυση, που -πιθανά, θα την έκανε αρτιότερη; ίσως, αλλά μπορεί και φτωχότερη: ο Dragojeviċ στη ρευστή κατάσταση της Σερβίας, ξεκίνησε Τιτοϊκός, μετά άρχισε να σατιρίζει -με τα έργα του, τον Μιλόσεβιτς, στη συνέχεια πήγε μαζί του και σήμερα είναι στον κυβερνητικό συνασπισμό СПС-ПУПС-ЈС. Αυτά στα υπόψη όχι σαν συγχωροχάρτι, αλλά για να προσδιοριστούν κάποια όρια, που έχουν να κάνουν και γενικότερα με την κρίση ταυτότητας του σύγχρονου κινηματογράφο  -αλλά αυτή είναι μια συζήτηση που ξεφεύγει από τα όρια αυτού του σημειώματος.

Τρόποι να μιλήσεις -κινηματογραφικά, για μια πραγματικότητα, υπάρχουν πολλοί και ο οικονομικότερος, χωρίς άλλο, είναι η αλληγορία: Αυτή που -για να μείνουμε στη Γιουγκοσλαβία, χρησιμοποίησε ο Αγγελόπουλος στη σκηνή με το τεμαχισμένο άγαλμα του Λένιν (ΣΣ -|> με το πολυσυζητημένο «εικαστικά» δάχτυλο) να ανεβαίνει τον Δούναβη -|> «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), στη θέση της σκηνής με τις βάρκες και τις κόκκινες σημαίες -|> «Οι κυνηγοί» (1977), που όπως είπε τότε ο ίδιος «για μένα είναι μια προέκταση προς το μέλλον» (η οποία προφανώς -ΣΣ, το 1995 και στη συνέχεια «εξέλειπε»). Και αντίστοιχα ο Emir Kusturica, παρ’ όλο που στην ταινία αυτή μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποιες ομοιότητες με το «Underground (1995)»

Κάποτε ο Μίκης, (ΣΣ |> με τα γνωστά πολιτικά όρια και «άλματα») μιλώντας για το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού»«Δυο γιους είχες μανούλα μου, | δυο δέντρα, δυο ποτάμια.| Δυο κάστρα βενετσιάνικα,| δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες. | Ενας για την Ανατολή | κι ο άλλος για τη Δύση | και συ στη μέση μοναχή, | μιλάς, ρωτάς τον Ηλιο…», είπε τα εξής «ακατανόητα»: «Ξαφνικά ανακάλυψα ότι ζούμε περικυκλωμένοι απ’ τους σύγχρονους ήρωες, θεούς, ημίθεους, πεπρωμένα και σύμβολα. Απ’ τη σύγχρονη, τη δική μας μυθολογία. Η φυλή μας, σαν μια καινούρια γενιά του Οιδίποδα, χωρίστηκε σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Όπως άλλοτε ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής, το ίδιο και τώρα, αδέλφια, φίλοι, συγγενείς, συμπολίτες, αλληλοσκοτώθηκαν μπροστά στα μάτια της Ιοκάστης, που εμείς τη φωνάζουμε Μάνα!» …(και συνεχίζει -μιλώντας για το Μακρονήσι) «Μου ‘τυχε να ζήσω προσωπικά μια τέτοια σκηνή. Ο ένας αδελφός βρισκόταν μέσα στο μπουλούκι που δεχότανε το ομαδικό ξύλο. Ο άλλος ήταν βασανιστής. Σε μια στιγμή, αναγνωρίζονται. Ορμά ο πρώτος να πνίξει το δήμιο αδελφό του. Κι αυτός, ενώ οι βασανιστές τρέχουν να τον βοηθήσουν, ακούστηκε να τους φωνάζει: “Μην τον αγγίζετε! Είν’ αδέλφι μου! Αφήστε τον να με πνίξει!” Έγραψα το πρώτο τραγούδι και το ονόμασα “Το Όνειρο”. Κι ένιωσα πως ολόκληρο το έργο βρισκότανε “τελειωμένο” μέσα στο λόγο, στη μουσική και στην κίνηση αυτού του τραγουδιού… Η Μάνα, ο Ηλιος, τ’ αδέλφια που ψάχνονται για ν’ αλληλοσφαγούν, το χώμα, η γη μας, όπου μπήγουνε μαζί τα φονικά μαχαίρια για να αναβλύσει το Νερό» … «Του Παύλου και του Νικολιού | οι μάνες παν αντάμα | ρωτούν το χώμα να τους πει | και κείνο στάζει αίμα. | Δεν είναι αναστεναγμός | που βγαίνει απ’ το χώμα | μόνο πηγή λαχταριστή | να πιεις να ξεδιψάσεις».

Αν αυτή είναι η πραγματικότητα της Ελλάδας στις αρχές της 10ετίας του ΄60, σίγουρα, τα «όμορφα χωριά» είναι ο αδυσώπητος ρεαλισμός του της 10ετίας του 1990 του Srdjan, που σπάει κόκκαλα και δε σ’ αφήνει ούτε μια στιγμή να ελπίσεις, όχι σε happy end, αλλά ούτε στη λύτρωση των κολασμένων Milan -|>Dragan Bjelogrlic και  Velja -|> Nikola Kojo. Και μάλιστα για να είναι σίγουρος επιμελήθηκε το story και τους διαλόγους της πολύ καλής αυτής ταινίας.


Μια ταινία που μπορεί να διχάσει, να συζητηθεί, αλλά σίγουρα θα συναρπάσει είναι «Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται» του Σριντιάν Ντραγκόγιεβιτς, από τη Σερβία γράφει ο Ριζοσπάστης όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες (Φλεβάρης 1997)

Ο θάνατος ενός έθνους…

Και να που η κρίση στα Βαλκάνια, ο γιουγκοσλαβικός εμφύλιος συγκεκριμένα, δίνει τροφή στους σκηνοθέτες και τους δημιουργούς της περιοχής, αιμοδοτεί, σχεδόν κυριολεκτικά, τη θεματολογία τους και αναδεικνύει μια κινηματογραφία, που φυσικά προϋπήρχε στη γειτονιά μας, αλλά έπρεπε να ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος “έξω από την πόρτα μας”, για να αρχίσουμε να γνωριζόμαστε καλύτερα μαζί της. Κι αν Ελλάδα δε σημαίνει μόνο Αγγελόπουλος, αποδεικνύεται αυτή τη φορά, ότι Γιουγκοσλαβία δε σημαίνει μόνο Κουστουρίτσα, παρ’ όλο που στην ταινία αυτή μπορεί κανείς να παρατηρήσει φανερές ομοιότητες με το”Αντεργκράουντ”.  Αρχίζοντας από τη χρήση παρόμοιας αισθητικής, σε ίδιας θεματικής και πρόθεσης σκηνές (τα εγκαίνια του τούνελ φέρνουν στο νου την παρεμφερή χρήση που επιφύλαξε ο Κουστουρίτσα στις σκηνές επικαίρων της ταινίας του), αλλά και έναν ανάλογο σαρκασμό, καθώς και μια ανάλογη μυθοπλαστική ελευθερία, που αγγίζει ένα σουρεαλισμό με ροκ καταβολές.

Ασχετα, όμως, από αυτά, που τελειώνουν εδώ και δεν αποτελούν άλλωστε και την ουσία, ο Σριντιάν Ντραγκόγιεβιτς που σκηνοθέτησε “τα όμορφα χωριά”, δεν αποπειράται να δημιουργήσει κάποιο πανοραμικό μαγικό γυαλί για τη χαμένη του πατρίδα, όπως έκανε ο Κουστουρίτσα. Προτιμά, με μια αναλυτική διάθεση, να σταθεί πλάι στους ήρωές του, που βρέθηκαν με ένα όπλο στο χέρι να πολεμούν για μιαν “ιδέα”. Ιδέα που ξεγυμνώνεται σταδιακά στη διάρκεια της ταινίας, για να απομείνει τελικά ένα τίποτα. Ενα ψέμα, όμοιο με αυτό των περασμένων δεκαετιών, που εξέθρεψε τις σημερινές εκρηκτικές αντιθέσεις. Κάπου εδώ, όχι στην αισθητική, αλλά στην ανθρωποκεντρική της διάσταση, η ταινία συναντιέται ξώφαλτσα με το “Πριν από τη βροχή” του Μίλτο Μαντζέφσκι (από την ΠΓΔΜ), αποφεύγοντας, όμως, μια γενικόλογη ανθρωπιστική τοποθέτηση, που θα κολάκευε τις πάντοτε κομφορμιστικές απαιτήσεις του κοινού και θα εξυπηρετούσε τη διεθνή της αποδοχή…

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, παρακολουθώντας κανείς την ταινία, σε όποια “πλευρά” κι αν ανήκει, μπορεί να διατυπώσει πλήθος αντιρρήσεων και επιφυλάξεων, συχνά, αλληλοαναιρούμενων στο εσωτερικό της, στα αλληλοπλεκόμενα επίπεδα της δράσης. Γιατί, η ταινία είναι φορτωμένη από τις αντιφάσεις των ηρώων της, που αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις της κοινωνίας τους, και οι οποίες βγήκαν στο προσκήνιο με εκρηκτικό τρόπο. Και δεν αναγνωρίζει καμιά βεβαιότητα, ικανή να προσφέρει στον θεατή την ασφάλεια της ταύτισης με κάποιους “καλούς”, ενάντια σε κάποιους “κακούς”, στη βάση μιας κοινά παραδεκτής ηθικής στάσης. Αλλωστε, τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στους εφτά πρωταγωνιστές, τους εφτά Σέρβους, που βρίσκονται εγκλωβισμένοι από τους Μουσουλμάνους σε ένα στοιχειωμένο τούνελ (η θέση τους αυτή ίσως αποτελεί λόγο ταύτισης του θεατή μαζί τους), αφού πρώτα έχουν κάψει και λεηλατήσει μια σειρά από μουσουλμανικά χωριά (και να που η ταύτιση αναιρείται). Πρόκειται για έναν ηλικιωμένο λοχαγό, θιασώτη κάποτε του “τιτοϊκού ονείρου”. Εξω από το τούνελ είναι ο Μουσουλμάνος κουμπάρος του, συμπολεμιστής του στα χαρακώματα της δεκαετίας του ’40. Είναι ακόμη ένας κλέφτης, που αφού ξάφρισε ό,τι μπορούσε στην ξενιτιά επέστρεψε στην πατρίδα για να βρεθεί στο στρατό στη θέση του αδελφού του, που προσπαθούσε να το αποφύγει για να σπουδάσει.

Είναι ακόμη δυο εθνικιστές, πιστοί στο μεταφυσικό όραμα μιας μεγάλης Σερβίας. Είναι ένας πρεζάκιας, που φορά στολή σε μια στιγμή γενικής πατριωτικής έξαρσης. Είναι και ένας διανοούμενος, ο “καθηγητής”, με τον σερβικό σταυρό στο κράνος, που βγάζει στη σύγκρουση την πιο καταπιεσμένη του επιθετικότητα. Τέλος, το κεντρικό πρόσωπο, ο Μίλαν, που βρέθηκε να πολεμά δίπλα στο χωριό του. Εξω από το τούνελ είναι ο αδελφικός του φίλος, ο Χαλίλ. Ο πρώτος νομίζει ότι ο δεύτερος σκότωσε τη μάνα του. Κι αυτός, ότι ο άλλος του έκαψε το μαγαζί. Τίποτα από αυτά δε συνέβη. Παρεξήγηση. Ετσι κι αλλιώς σε λίγο θα είναι όλοι νεκροί.

Ομως, αν η ελπίδα δε βρίσκεται στις αυταπάτες του παρελθόντος, ούτε στο καινούριο αιματοβαμμένο παραμύθι, που προοιωνίζεται στις συμβολικές σκηνές των επίσημων εγκαινίων. Ούτε στις φωνές των καλοζωισμένων… ειρηνιστών στο Βελιγράδι. Τότε πού μπορεί κανείς να την ανακαλύψει; Ίσως τελικά, μόνο τη μέρα που άρχιζε ο πόλεμος. Όταν οι δυο φίλοι τσούγκριζαν, με έναν πολύ γνώριμο σ’ εμάς τρόπο, τα ποτήρια τους.

«Στην υγειά μας, Μίλαν, αλλά πες μου, θα γίνει τελικά πόλεμος;”, ρώτησε ο Χαλίλ. “Ποιος πόλεμος, ρε φίλε… “»

Επι­μέ­λεια  Ομάδα ¡H.​lV.S!

Επι­κοι­νω­νία – [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] – Blog

¡H.lV .S 6 1