Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Quo vado?

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Quo vado? Παράφραση της γνωστής βιβλικής φράσης -που έγινε και ταινία- η οποία σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί κι ως “πού βαδίζουμε κύριοι;”.

Είναι ένα τυπικό παράδειγμα ταινίας, που δεν κερδίζει καλές κριτικές από τους επαγγελματίες κριτικούς, κερδίζει όμως το κοινό που φεύγει χαμογελώντας και με μια δόση ταύτισης με το βασικό ήρωα και με τις οικείες καταστάσεις που περιγράφει η ταινία. Η οποία σε λίγες χώρες εκτός Ιταλίας θα μπορούσε να γίνει κατανοητή και αποδεκτή σε τόσο μαζική κλίμακα.

Το Quo vado είναι η ζωή ενός δημόσιου υπαλλήλου, που είχε από μικρό παιδί το όνειρο να κατακτήσει αυτή τη θέση. Κι όταν έρχεται αντιμέτωπος με τις περικοπές μιας “διοικητικής μεταρρύθμισης” που τον ωθεί στην εθελουσία, κάνει τα πάντα για να την αποφύγει, αποδεχόμενος ακόμα και μια δυσμενή μετάθεση στο Βόρειο Πόλο. Γιατί πέρα από τα οφέλη (σύννομα και παράνομα) που του αποφέρει η θέση, είναι “ζήτημα τιμής” (της δικής του και του πολιτευτή που μεσολάβησε για το ρουσφέτι της πρόσληψής του), “αρχών” και “ιδεολογίας” να μην την παραδώσει.

Μη θεωρήστε πως οι λεπτομέρειες αυτές προδίδουν την εξέλιξη και αφαιρούν το στοιχείο της έκπληξης (η λεγόμενη “σποϊλεριά”). Το βασικό δεν είναι οι γνώριμες καταστάσεις, αλλά πώς δίνονται και τι περιγράφουν. Η ταινία παίζει με όλα τα κλασικά κλισέ περί δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας -που είναι προφανώς υπαρκτό φαινόμενο- αλλά και τα στερεότυπα για την αντίθεση μεταξύ των νότιων και των βόρειων Ευρωπαίων: από το διπλοπαρκάρισμα και τη σημασία της οικογένειας, μέχρι την κατάθλιψη, το φαγητό και τις αυτοκτονίες (η κακή ποιότητα του πρώτου συμβάλλει σαφώς στην αύξηση του δεύτερου).

Η υπόθεση βγάζει αβίαστα γέλιο, ιδίως σε μαζικούς χώρους (πχ σ’ ένα θερινό σινεμά) όπου λειτουργεί υποσυνείδητα ένα αίσθημα ενοχής και συλλογικής ευθύνης, κατά το Παγκαλικό “όλοι μαζί τα φάγαμε”.

Κι αυτή είναι ίσως η πρώτη, προφανής ανάγνωση του έργου, ως προς τις πολιτικές προεκτάσεις του (που είναι υπαρκτές, ακόμα κι εν αγνοία του δημιουργού του). Όπως είναι υπαρκτά και τα φαινόμενα που περιγράφει -με την αναγκαία υπερβολή, που είναι συστατικό στοιχείο της κωμωδίας. Το ζήτημα ωστόσο είναι πώς τα προσεγγίζει, όπως πχ στην περιγραφή του 13ου μισθού-δώρου (δυο θηράματα με ένα βέλος) και τους συνειρμούς με την άγρια φυλή, που προσπαθεί να πείσει ο ήρωας για τις προθέσεις του (θυμίζοντας το δικό μας αφορισμό “ούτε στην Ουγκάντα”).

Από αυτήν την άποψη, το Quo vado είναι ίσως η πιο διασκεδαστική αντιδραστική ταινία των τελευταίων ετών, που έχει εκλαϊκεύσει πολύ έξυπνα όλα τα (απλοϊκά κι αβάσταχτα) κλισέ της κυρίαρχης προπαγάνδας, περιβάλλοντάς τα με ένα ελκυστικό κλισέ, για να τα κάνει πιο εύπεπτα.

Ακόμα κι έτσι όμως, έχει μια αξία να τη δείτε και να σχηματίσετε προσωπική γνώμη. Ούτως ή άλλως, λίγα πράγματα είναι καλύτερα αυτόν τον καιρό από μια βραδινή έξοδο σε θερινό σινεμά.