Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Shawshank _Ρίτα Χέιγουορθ _Τελευταία Έξοδος

Η σαγηνευτική Rita Hayworth _ηθοποιός θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης, χορεύτρια, μοντέλο και διάσημη femme fatale (17-Οκτ-1918 \ 14-Μαΐου-1987), έχοντας στην ταραχώδη ζωή της αρκετούς συζύγους _ Edward C. Judson (1937–1942), Όρσον Γουέλς (1943–1947), Πρίγκηπας Αλί Χαν (1949–1953), Dick Haymes (1953–1955), Τζέιμς Χιλ (1958–1961) και ανεξακρίβωτο αριθμό εραστών. Μετά τη θρυλική Τζίλντα, εγκλωβίστηκε δια παντός σε ένα ρόλο που ήταν μακριά από την προσωπικότητά της, λέγοντας: “Οι άνδρες κοιμούνται με τη Τζίλντα και ξυπνούν με εμένα“. Είναι ιδιαίτερα θλιβερό ότι αυτή η φράση, εγγράφηκε ως η πιο χαρακτηριστική της _περισσότερα στο τέλος της ανάρτησης

Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας

Τελευταία Έξοδος_Ρίτα Χέιγουορθ:
σαν σήμερα, πριν από 30 χρόνια, ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα και
23-Σεπ-1994 βγήκε στις αίθουσες

Αποδέξου τα πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις, έχε το θάρρος να αλλάξεις αυτά που μπορείς και τη σοφία να γνωρίζεις τη διαφορά. Ο Άντι κατηγορήθηκε άδικα και καταδικάστηκε για δολοφονία της γυναίκας του και του εραστή της σε ισόβια κάθειρξη. Όμως, μόλις φτάνει στο Shawshank αντί να παραπονιέται και να κλαίει, δέχεται την κατάσταση και προχωρά. Τελικά, γίνεται καλός φίλος με τον Έλις Μπόιντ “Ρεντ” Ρέντινγκ (που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας) με το εύστοχα παρατσούκλι Ρεντ = κόκκινος, ο οποίος εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για φόνο. Καθώς ο καιρός προχωρά, ο Άντι χρησιμοποιεί τις δεξιότητές του που έμαθε ως πρώην τραπεζίτης για να βοηθήσει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κρατουμένων μέσα στη φυλακή χτίζοντας μια βιβλιοθήκη. Διδάσκει επίσης δώδεκα νεαρούς κρατούμενους και τους βοηθά να πάρουν το GED τους (απολυτήριο γυμνασίου) προκειμένου να βρουν δουλειά μόλις απελευθερωθούν και βρεθούν στον έξω κόσμο. Αλλά, για να το κάνει αυτό, έπρεπε να γράφει γράμματα στο κράτος επί χρόνια, να πείσει τον αρχιφύλακα, οι φρουροί να τους κάνουν τη χάρη, κ.λπ. έτσι είχε το θάρρος να αλλάξει τα πράγματα που μπορούσε.

Στο δεύτερο μισό της ταινίας γνωρίζουμε από έναν χαρακτήρα που ονομάζεται Tommy για την αθωότητα του Andy. Ο Άντι συζητά το θέμα με τον φύλακα, ο οποίος συνειδητοποιώντας ότι αν επιτρέψει στον Άντι να φύγει, δεν θα μπορεί πλέον να ξεπλύνει χρήματα, αποφασίζει να τον απειλήσει. Ο Άντι συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του αρχιφύλακα και έτσι έχει τη σοφία να ξέρει ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει _αλλ΄’α κάνει σχέδια

Όλα αυτά ενώ ο Red ήταν μαζί του, βοηθώντας τον να εκτελέσει αυτές τις εργασίες και να αποκατασταθεί ο ίδιος. Έτσι, μέχρι το τέλος της ταινίας εμείς οι θεατές είμαστε πραγματικά μπερδεμένοι ως προς το ποιος έχει πραγματικά εξαργυρωθεί. Ήταν ο Ρεντ που ζώντας με τον Άντι συνειδητοποίησε το λάθος που διέπραξε ή ήταν οι δώδεκα κρατούμενοι τους οποίους ο Άντι βοήθησε να πάρουν το GED τους και να τους δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή ή ήταν ο ίδιος ο Άντι που συνειδητοποίησε τελικά ότι ένας από τους λόγους για τον γάμο του απέτυχε ήταν ο ίδιος και ότι ήταν γραφτό να έρθει στο Shawshank και να βοηθήσει άλλους… ??

Η ταινία του Φρανκ Ντάραμποντ, βασισμένη σε διήγημα του Στίβεν Κινγκ, υπήρξε εμπορική αποτυχία στην πρεμιέρα της αλλά στην πορεία λατρεύτηκε όσο λίγεςΤους δύο βασικούς ρόλους ο Ντάραμποντ ανέθεσε στον Τιμ Ρόμπινς και στον Μόργκαν Φρίμαν, παρά το γεγονός ότι ο Ρεντ στην ιστορία του Κινγκ είναι ένας λευκός, γηραιός Ιρλανδός.

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1994, ξεκίνησε να προβάλλεται σε περιορισμένο κύκλωμα διανομής στις ΉΠΑ μια ταινία που λεγόταν The Shawshank Redemption. Βασιζόταν στο διήγημα του Στίβεν Κινγκ Rita Hayworth and Shawshank Redemption –από εκεί και ο ελληνικός τίτλος που έχει κατηγορηθεί για μεταφραστική αστοχία–, ένα από τα τέσσερα της συλλογής Different Seasons. Ουδεμία σχέση με τους συνήθεις μεταφυσικούς εφιάλτες που σκαρώνει ο παραγωγικότατος Αμερικανός συγγραφέας, αντίθετα ήταν δράμα φυλακών και ιστορία λύτρωσης, όπως υπόσχεται και ο τίτλος της. Σενάριο και σκηνοθεσία υπέγραφε ο Φρανκ Ντάραμποντ, ο οποίος είχε αγοράσει για μια χούφτα δολάρια τα δικαιώματα της ιστορίας από τον Κινγκ στα μέσα των ’80s και πάλευε για χρόνια να τη μεταφέρει στο σινεμά. Έμελλε τελικά να αποτελέσει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, μέχρι εκείνο το σημείο είχε υπογράψει μόνο μια ενδιαφέρουσα άσκηση ύφους, το Buried Alive, που προβλήθηκε στην καλωδιακή τηλεόραση.

Τους δύο βασικούς ρόλους ο Ντάραμποντ ανέθεσε στον Τιμ Ρόμπινς, οι μετοχές του οποίου στους κύκλους της βιομηχανίας είχαν ανέβει μετά τον Bob Roberts και τον Παίχτη του Άλτμαν, και στον Μόργκαν Φρίμαν, παρά το γεγονός ότι ο Ρεντ στην ιστορία του Κινγκ είναι ένας λευκός, γηραιός Ιρλανδός. Με εξαιρετικό feedback από τις δοκιμαστικές προβολές η παραγωγός Warner ξεκίνησε να προβάλλει το φιλμ αρχικά σε λίγες αίθουσες, όπως είπαμε και παραπάνω, προκειμένου να χτίσει το word of mouth κι αναμένοντας η ποιότητα της ταινίας να λειτουργήσει ως κράχτης. Έλα όμως που, για να παραφράσουμε τη διάσημη ατάκα από τον Ξυπόλητο Τζο, ακόμα και να το χτίσεις, δεν είναι σίγουρο ότι θα έρθουν, τουλάχιστον όχι αμέσως. Η ταινία δύο μήνες μετά, παρά τις θετικές κριτικές, έκλεισε τον κύκλο της με μόλις 16 εκατομμύρια δολάρια στο box-office, δεν μπόρεσε, δηλαδή, να φέρει πίσω ούτε καν τα 25 εκατομμύρια του κόστους παραγωγής της.

Το happy end στην Τελευταία Έξοδο είναι από τα πιο δύσκολα κερδισμένα στην ιστορία του σινεμά, έρχεται μετά από δύο ιδιαίτερα επαχθείς ώρες για τον ήρωα και τον θεατή, γι’ αυτό και το νιώθεις τόσο λυτρωτικό. Ποιος ξέρει γιατί απέτυχε. Φταίει άραγε το Pulp Fiction, που κυκλοφόρησε την ίδια περίοδο και τράβηξε όλα τα φώτα της δημοσιότητας; Ευθύνεται το διαφημιστικό υλικό που προετοίμαζε το κοινό για μια ιδιαίτερα στενάχωρη κινηματογραφική εμπειρία; Ή μήπως η αποτυχία οφείλεται στην απουσία ονόματος-κράχτη, με δεδομένο πως κανείς από τους πρωταγωνιστές της δεν ήταν ακόμα σταρ τότε; Μπορεί να έφταιξαν όλα τα παραπάνω, μπορεί και τίποτα από αυτά, η ουσία είναι πως η ταινία δεν μπόρεσε να φέρει πίσω ούτε καν τα 25 εκατομμύρια του κόστους παραγωγής της.

Εντούτοις, οι άνθρωποι της Warner δεν το έβαλαν κάτω. Γνωρίζοντας πως έχουν μια καλή ταινία στα χέρια τους, την έσπρωξαν επιθετικά στα μέλη της Ακαδημίας των Όσκαρ και η καμπάνια απέφερε καρπούς. Η ταινία απέσπασε επτά υποψηφιότητες, ανάμεσα τους κι εκείνη της καλύτερης ταινίας. Με όχημα την ευχάριστη αυτή εξέλιξη, η Warner άρχισε να επαναφέρει δειλά δειλά την ταινία στις αίθουσες, προσθέτοντας άλλα 12 εκατομμύρια στις συνολικές εισπράξεις της. Τη βραδιά της απονομής η ταινία δεν μπόρεσε να ανατρέψει τη φόρα του Φόρεστ Γκαμπ κι έφυγε με άδεια χέρια, το πρώτο βήμα, όμως, είχε γίνει. Ο κόσμος έμαθε γι’ αυτή.

Σταδιακά, τα επόμενα χρόνια, μέσα από την αγορά του βίντεο και τις τηλεοπτικές της προβολές, η ταινία θα κερδίσει ολοένα και περισσότερους οπαδούς, για να καταλήξει μία από τις πιο αγαπημένες για το ευρύ κοινό. Μάλιστα, μέσω μιας πολύμηνης εκστρατείας από ορκισμένους φαν της σε πάσης φύσεως διαδικτυακά φόρουμ, εκθρόνισε τον Νονό από την πρώτη θέση στο top 250 του IMDb. Χιλιάδες φαν έμπαιναν και βαθμολογούσαν με 10 την Τελευταία Έξοδο και με 1 τον Νονό, ακολούθησαν το παράδειγμα τους και μερικοί από τους top 1000 χρήστες, η ψήφος των οποίων έχει βαρύνουσα σημασία για τον σχηματισμό του top 250, και τελικά η ταινία βρέθηκε στην πρώτη θέση, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Το γεγονός είναι ενδεικτικό της απουσίας σοβαρότητας της εν λόγω λίστας και των βαθμολογιών του site εν γένει, αλλά, ταυτόχρονα, είναι ενδεικτικό και της αγάπης που τρέφουν για το φιλμ σινεφίλ κάθε ηλικίας και κάθε προέλευσης, δεδομένου πως ένα παλιομοδίτικο δράμα φυλακής δεν είναι ακριβώς το θέαμα που θα σπρώξουν με τέτοια ζέση οι νεαροί fanboys, που αποτελούν τον βασικό και ιδιαίτερα θορυβώδη πυρήνα ψηφοφόρων του site. Γιατί, όμως, ασκεί τέτοια γοητεία το Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ στο κοινό;

Ο Φρανκ Ντάραμποντ, όπως απέδειξε και στη συνέχεια της καριέρας του, αγαπά πολύ τον Φρανκ Κάπρα και το σινεμά του και παίρνει μαθήματα από αυτόν. Εδώ ακολούθησε το παράδειγμα του It’s a Wonderful Life, μιας άλλης ταινίας που υπήρξε εμπορική αποτυχία όταν βγήκε στις αίθουσες, για να καταλήξει να αγαπηθεί δυνατά στα χρόνια που ακολούθησαν. Για να έχει μεγάλο συναισθηματικό αντίκτυπο ένα happy end, πρέπει να κερδηθεί. Κι αυτό μόνο μέσα από αναποδιές, μέσα από στιγμές που νιώθεις πως τα πράγματα μπορεί όντως να πάνε στραβά για τον ήρωα, μπορεί να επιτευχθεί. Για να φτάσεις στο φως στην άκρη του τούνελ, πρέπει πρώτα να διασχίσεις το τούνελ μέσα στο σκοτάδι, με όσους κινδύνους κι εμπόδια μπορεί αυτό να συνεπάγεται. Έτσι, το happy end στην Τελευταία Έξοδο είναι από τα πιο δύσκολα κερδισμένα στην ιστορία του σινεμά, έρχεται μετά από δύο ιδιαίτερα επαχθείς ώρες για τον ήρωα και τον θεατή, γι’ αυτό και το νιώθεις τόσο λυτρωτικό.

Στα παραπάνω πρόσθεσε ένα σενάριο σταυροβελονιά, που λέμε κι εμείς οι κριτικοί, όπου κάθε σκηνή έχει αρχή, μέση και τέλος και κάθε σκηνή δίνει κάτι παραπάνω στην προηγούμενη. Πρόσθεσε μια καλοκουρδισμένη, στρωτή αφήγηση, πιστή στην παράδοση των καλύτερων στιγμών του αφηγηματικού σινεμά. Πρόσθεσε το εμπνευσμένο twist, που σε πιάνει απροετοίμαστο, κουβεντιάστηκε και συνεχίζει να κουβεντιάζεται όσο λίγα και δεν υποτιμά τη νοημοσύνη σου. Ένα καλό twist πάντα βοηθά, το ευρύ κοινό αναζητά μετά μανίας ταινίες με τέτοια. Πρόσθεσε, φυσικά, και την ευστοχία του κάστινγκ.

Από τη μία έχεις τον Τιμ Ρόμπινς, έναν ηθοποιό με όψη ανθρώπου της διπλανής πόρτας, ικανό να σε πείσει για την πλήρη αθωότητα του, αν το θελήσει. Αυτή του την ικανότητα θα αξιοποιήσει και ο Ίστγουντ στο αριστουργηματικό Σκοτεινό Ποτάμι του. Αν πιστεύουμε στο ενδεχόμενο να έχει σκοτώσει την κόρη του Τζίμι ο Ντέιβ, έχουμε μυστήριο. Με τον Τιμ Ρόμπινς, όμως, στον ρόλο του Ντέιβ, δεν το πιστεύουμε στιγμή κι έτσι έχουμε τραγωδία, που είναι και ο στόχος του Ίστγουντ.

Κι από την άλλη έχεις τον Μόργκαν Φρίμαν στον ρόλο του Ρεντ. Με πρόσωπο πολυκαιρισμένο, βλέμμα που συγκεντρώνει, θαρρείς, σοφία αιώνων και βαθιά φωνή, τόσο ευχάριστη στο αυτί που, αν μπορούσες , θα ήθελες να ξαπλώσεις σε ένα στρώμα φτιαγμένο από εκείνη, ο Φρίμαν είναι ιδανικός σε ρόλο μέντορα κι αφηγητή. Δεν μπορείς να φανταστείς κάποιον άλλο στη θέση του, ενώ θα μπορούσες π.χ. να φανταστείς τον Τομ Χανκς στη θέση του Τιμ Ρόμπινς. Κι αν τον έχουμε συνηθίσει σήμερα σε τέτοιους ρόλους, οφείλεται εν πολλοίς στην έμπνευση του Ντάραμποντ να τον προσλάβει εδώ.

Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς παραπάνω η αγάπη για την ταινία παραμένει αδιάκοπη μέσα στα χρόνια και την βοηθά να κερδίσει και οπαδούς ανάμεσα σε νεότερους σινεφίλ, αποδεικνύοντας ότι ο κόσμος διψά για καλό, στρωτό αφηγηματικό σινεμά, φτιαγμένο με μεράκι και καλαισθησία από (και για) ενήλικες, νοηματικά εύληπτο και μπολιασμένο με καλόψυχα μηνύματα. Κι άμα του το δώσεις, αργά ή γρήγορα θα το αγκαλιάσει. Κι άσε μερίδα της κριτικής να ωρύεται για «ταινίες που ακολουθούν τη γνωστή συνταγή». Άμα εκτελεστεί καλά η συνταγή, γλείφεις τα δάχτυλα σου. Και, στην περίπτωση του Τελευταία Εξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ, εκτελέστηκε φανταστικά.

Μια από τις ομορφότερες γυναίκες που πέρασαν ποτέ από το χώρο της έβδομης τέχνης κι ένα από τα εμπορικότερα ονόματα του κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του ’40, που είχε “κοσμήσει” το εξώφυλλο του Life πέντε φορές ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας. Έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση στις αρχές της δεκαετίας του ’30 με το όνομα Ρίτα Κανσίνο, το οποίο αποφάσισε να αλλάξει σε Ρίτα Χέιγουορθ, για να προσελκύσει μεγαλύτερη ποικιλία ρόλων. Μαζί με το όνομά της η Χέιγουορθ άλλαξε και το χρώμα των μαλλιών της από καστανά σε κόκκινα. Γύρισε 61 ταινίες σε 37 χρόνια, αλλά εκείνη με την οποία το όνομα της είναι συνδεδεμένο σε μεγαλύτερο βαθμό είναι η Τζίλντα _Γκίλντα (Gilda, 1946). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει 19η στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.

Πρώτα Βήματα

Η Μαργαρίτα Κάρμεν Κανσίνο γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Οι γονείς της ήταν ο Εντουάρντο Κανσίνο, Ισπανός χορευτής από τη Σεβίλλη κι η Αμερικανίδα ηθοποιός Βόλγκα Χέιγουορθ_είχε επίσης δυο αδέλφια τον Εντουάρντο και τον Βέρνον. Ο πατέρας της ήθελε να την κάνει μεγάλη χορεύτρια, ενώ η μητέρα της ήθελε να γίνει ηθοποιός. Η Χέιγουορθ ξεκίνησε μαθήματα χορού από την ηλικία των τριών χρονών, παρά το γεγονός ότι δεν της άρεσε ιδιαίτερα. Χρόνια αργότερα παραδέχτηκε ότι δεν είχε το κουράγιο να πει στον πατέρα της ότι δεν ενδιαφερόταν για τον χορό κι ότι η παιδική της ηλικία ήταν μια αδιάκοπη πρόβα. Σε ηλικία 8 χρονών συμμετείχε σε μια ταινία μικρού μήκους της Warner Bros. με τίτλο La Fiesta.

Πρώτες Επιτυχίες (1934 – 1945)

Στα 17 της έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, τράβηξε όμως την προσοχή του ιδιοκτήτη της εταιρίας Columbia Pictures ο οποίος γοητεύτηκε από την ομορφιά της και της παρείχε αποκλειστικό συμβόλαιο, αλλάζοντάς της το όνομα σε Ρίτα Χέιγουορθ. Μαζί με το συμβόλαιο ξεκίνησε και η μεταμόρφωσή της σε μια από τις ωραιότερες γυναίκες που είδε ποτέ ο κινηματογραφικός φακός. Η ηθοποιός υπέστη λοιπόν μια σειρά αισθητικών επεμβάσεων που είχαν ως στόχο τη διόρθωση των ατελειών του προσώπου της καθώς και την εξάλειψη της ανεπιθύμητης τριχοφυΐας του μετώπου της. Έπειτα έβαψε τα καστανά της μαλλιά κόκκινα. Η πυρόξανθη χαίτη της επρόκειτο να αποτελέσει χαρακτηριστικό της γνώρισμα τα χρόνια που ακολούθησαν.

Μετά τη μεταμόρφωσή της η ηθοποιός πρωταγωνίστησε σε μια σειρά ταινιών που είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Η Χέιγουορθ συμπρωταγωνίστησε με τους σημαντικότερους άνδρες ηθοποιούς της εποχής σε ταινίες διαφορετικών ειδών. Εμφανίστηκε στο πλάι του Κάρι Γκραντ στην ταινία Μόνο οι άγγελοι έχουν φτερά (Only Angels Have Wings, 1939), έπειτα συμπρωταγωνίστησε με τον Τάιρον Πάουερ στην ταινία Αίμα και άμμος (Blood and Sand, 1941) κι εμφανίστηκε στο πλευρό του Τζέιμς Κάγκνεϊ στην κωμωδία Ο πειρασμός (The Strawberry Blond, 1941). Εκτός αυτού αποτέλεσε παρτενέρ του Φρεντ Αστέρ στα μιούζικαλ Ποτέ δεν θα πλουτίσεις (You’ll Never Get Rich) και Στον ίλιγγο του χορού (You Were Never Lovelier, 1942), καθώς και του Τζιν Κέλι στο μιούζικαλ Σαν τα παραμύθια (Cover Girl, 1944). Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η φωτογραφία της Χέιγουορθ στο εξώφυλλο του περιοδικού Life το 1941 βρισκόταν στην κατοχή των περισσοτέρων Αμερικανών στρατιωτών στο μέτωπο.

Παράλληλα με την επιτυχία της στον χώρο του κινηματογράφου είχε πολλές επιτυχίες και στην προσωπική της ζωή _αναφερθήκαμε παραπάνω στους γάμους της

Τζίλντα (1946)

Πρώτη της μεγάλη επιτυχία μετά τη λήξη του πολέμου ήταν η ταινία που της έδωσε μια θέση στην αιωνιότητα της 7ης τέχνης, η Gilda του Τσαρλς Βίντορ _μαζί με το συμπρωταγωνιστή της Γκλεν Φορντ στην ταινία αποτελούν ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα ζευγάρια στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο άκρατος ερωτισμός με τον οποία η ηθοποιός ερμήνευε τα τραγούδια Put the Blame on Mame (στην εκτέλεση του οποίου προκαλεί τα πλήθη κάνοντας στριπτίζ αφαιρώντας μόνο ένα γάντι) και Amado mio συνάντησε επικρίσεις από κάποιους από τους συντηρητικούς κριτικούς της εποχής. Η πειστικότητα με την οποία οι δυο τους ερμήνευσαν τους εραστές ενίσχυσε τις υποψίες του κοινού, ότι υπήρχε πραγματικό ειδύλλιο μεταξύ τους. Η χημεία της με τον Φορντ προκάλεσε τη ζήλεια του ιδιοκτήτη της Columbia Χάρι Κον, ο οποίος προσέλαβε ανθρώπους να κρύψουν μικρόφωνα στο καμαρίνι της προκειμένου να διαπιστώσει αν όντως υπήρχε ερωτική σχέση μεταξύ τους ή όχι. Η αλήθεια για τη μεταξύ τους σχέση αποκαλύφθηκε από τον Γκλεν Φορντ μετά τον θάνατο της Χέιγουορθ το 1987. Ο ηθοποιός παραδέχτηκε ότι υπήρξαν ζευγάρι, αλλά μόνο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ενώ εκείνη ήταν παντρεμένη με τον Όρσον Γουέλς. Η επιτυχία της Τζίλντα είχε ως αποτέλεσμα την τυποποίηση της Χέιγουορθ σε ρόλους μοιραίας γυναίκας, επισκιάζοντας έτσι τις υποκριτικές της ικανότητες.

Πρώτο όνομα στην Columbia (1946 – 1948)

Το καλοκαίρι του 1946 κι ενώ η ταινία προβαλλόταν ακόμη στις κινηματογραφικές αίθουσες, το όνομά της συνδέθηκε με πειράματα πάνω στην ατομική βόμβα που εκτελέστηκαν στον Νότιο Ειρηνικό. Ενώ γίνονταν προετοιμασίες στην ατόλη Μπικίνι των Νήσων Μάρσαλ, οι δημοσιογράφοι που είχαν μαζευτεί στην περιοχή ανέφεραν ότι οι επιστήμονες που συμμετείχαν στο πείραμα είχαν ονομάσει τη βόμβα Τζίλντα κι είχαν τοποθετήσει τη φωτογραφία της Χέιγουορθ πάνω της, ως υπαινιγμό πάνω στο χαρακτηρισμό σεξοβόμβα που αποδιδόταν στην ηθοποιό. Ο Όρσον Γουέλς, σύζυγος της, δήλωσε ότι θα ήταν ευχαριστημένος αν επρόκειτο για την τελευταίο πείραμα πάνω σε βόμβα που επρόκειτο να γίνει ποτέ, ενώ η Χέιγουορθ ήταν έξω φρενών για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η εικόνα της. Θέλησε να πάει στη Νέα Υόρκη για να κάνει δημόσιες δηλώσεις, αλλά ο Χάρι Κον δεν της το επέτρεψε θεωρώντας το αντιπατριωτικό.

Πρώτη ταινία της Χέιγουορθ μετά την Τζίλντα ήταν το Κάτω στη γη (Down to Earth, 1947) το οποίο ακολουθήθηκε από την ταινία Η κυρία από τη Σαγκάη (Lady from Sanghai, 1947) στην οποία σκηνοθετήθηκε από το σύζυγό της Όρσον Γουέλς με τον οποίο βρισκόταν στα πρόθυρα διαζυγίου. Παρά το γεγονός ότι η ταινία έλαβε καλές κριτικές, δεν είχε απήχηση στο κοινό. Η αποτυχία της ταινίας αποδόθηκε στον Γουέλς, ο οποίος την ανάγκασε να κόψει τα μαλλιά της κοντά και να τα βάψει ξανθά. Ο Κον ήταν έξω φρενών με το γεγονός ότι δεν είχε ενημερωθεί για την αλλαγή, που είχε ως αποτέλεσμα η εταιρία του να χάσει χρήματα από την ταινία. Το 1948, συμπρωταγωνίστησε για άλλη μια φορά με τον Γκλεν Φορντ στην ταινία Οι έρωτες της Κάρμεν (The Loves of Carmen), η οποία αποτέλεσε την εμπορικότερη ταινία της Columbia εκείνη τη χρονιά. Αυτή η ταινία αποτέλεσε και την τελευταία στην οποία πρωταγωνίστησε η ηθοποιός τη δεκαετία του ’40, καθώς την ίδια χρονιά ταξίδεψε στις Κάννες και γνώρισε τον πρίγκιπα Άλι Χαν, με τον οποίο παντρεύτηκε ένα χρόνο αργότερα έχοντας πάρει την απόφαση να αφήσει το Χόλιγουντ.

Η πρώτη πριγκίπισσα του Χόλιγουντ (1949-1952)

Ο γάμος της έλαβε τεράστια δημοσιότητα και συνάντησε πολλούς επικριτές εφόσον το διαζύγιό της με τον Όρσον Γουέλς δεν είχε εκδοθεί ακόμα κι εφόσον εκείνη ήταν καθολική ενώ ο Χαν ήταν μουσουλμάνος. Η ηθοποιός ανυπομονούσε να αφήσει το Χόλιγουντ και να ακολουθήσει τον Χαν στην Ευρώπη, αλλά δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει τους ξέφρενους ρυθμούς της ζωής του Χαν, ενώ εκείνος ήταν γνωστός γυναικάς και η ίδια κατάντησε απλώς ερωτικό αντικείμενό του. Ο γάμος έληξε το 1952 κι η Χέιγουορθ με τις κόρες της αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αμερική.

Επιστροφή στο Χόλιγουντ (1952 – 1958)

Μετά το διαζύγιό της από τον Άλι Χαν, η Χέιγουορθ δέχτηκε πιέσεις από τον Χάρι Κον για να επιστρέψει στο Χόλιγουντ. Η επιστροφή της στη μεγάλη οθόνη έγινε με την ταινία Μια νύχτα στο Τρίνινταντ (Affair in Trinidad, 1952) που απέφερε μεγαλύτερα κέρδη από την Τζίλντα. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Βίνσεντ Σέρμαν παρατήρησε ότι η ηθοποιός ήταν τρομοκρατημένη από την ιδέα ότι έπρεπε να γυρίσει κι άλλη ταινία. Στο μεταξύ οι διαπληκτισμοί της με τον Χάρι Κον συνεχίζονταν. Το 1953 γύρισε άλλες δυο επιτυχημένες ταινίες. Η πρώτη ήταν Ο χορός της Σαλώμης (Salome) στην οποία εμφανίστηκε στο πλευρό των Τσαρλς Λότον και Στιούαρτ Γκρέιντζερ, ενώ η δεύτερη ήταν Η βροχή (Miss Sadie Thompson) πλάι στους Χοσέ Φερέρ και Άλντο Ρέι. Η ερμηνεία της στην ταινία Βροχή έλαβε θετικές κριτικές. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον τραγουδιστή Ντικ Χέιμς, αλλά και αυτός ο γάμος έληξε άδοξα το 1955.

Το 1955 έκανε αγωγή στην Columbia, προκειμένου να αποδεσμευτεί από το συμβόλαιό της. Ζήτησε επίσης αποζημίωση 150.000 δολαρίων, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία της οποίας τα γυρίσματα δεν ξεκίνησαν ποτέ. Η Χέιγουορθ είχε συμβόλαιο με την Columbia από το 1935 και οι σχέση της με τον ιδιοκτήτη της, Χάρι Κον ήταν ταραχώδης καθώς οι δυο τους διαφωνούσαν μόνιμα. Η ηθοποιός ένιωθε ότι ο Κον τη θεωρούσε κτήμα του, πράγμα το οποίο την εξόργιζε _τελικά κατάφερε να αποδεσμευτεί από το συμβόλαιό της με την Columbia μετά από 20 χρόνια. Τελευταία της ταινία με την εταιρία ήταν η ταινία Ο φιλαράκος μου (Pal Joey) του 1957 στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα και την Κιμ Νόβακ.

Ύστερη καριέρα (1958 – 1972)

Το 1958 παντρεύτηκε τον παραγωγό ταινιών Τζέιμς Χιλ, χάρη στον οποίον έλαβε έναν από τους τελευταίους της αξιομνημόνευτους ρόλους στην ταινία Χωριστά τραπέζια (Separate Tables, 1958) πλάι στους Μπαρτ Λάνκαστερ, Ντέιβιντ Νίβεν και Ντέμπορα Κερ, ενώ το 1960 εμφανίστηκε στην ταινία Η ιστορία της πρώτης σελίδος (The Story on Page One) στο πλευρό του Άντονι Φρανσιόζα. Το 1961 πήρε διαζύγιο από τον Χιλ, καθώς εκείνη ήθελε να εγκαταλείψει το Χόλιγουντ ενώ εκείνος ήθελε να συνεχίσει να γυρίζει ταινίες.

Το 1962 επρόκειτο να κάνει το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση Step on a Crack, αλλά εγκατέλειψε το εγχείρημα την τελευταία στιγμή επικαλούμενη προβλήματα υγείας. Κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’60 το άστρο της άρχισε να δύει παρά το γεγονός ότι συνέχισε να γυρίζει ταινίες μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τελευταία της ταινία ήταν Η οργή του Θεού (The Wrath of God) το 1972.

Τελευταία Χρόνια (1972 – 1987)

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60, η υγεία της Χέιγουορθ είχε αρχίσει να χειροτερεύει. Εμφάνισε τα πρώτα σημάδια της νόσου Αλτσχάιμερ σε σχετικά νεαρή ηλικία, εφόσον δεν είχε κλείσει ακόμα τα πενήντα κι η επίσημη διάγνωση έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η κόρη της Τζάσμιν παρέμεινε στο πλευρό της μέχρι και τον θάνατό της το 1987. Η ηθοποιός απεβίωσε σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης σε ηλικία 68 χρονών.

Επιλεγμένη Φιλμογραφία

  • 1935 – Υπό τον Ήλιο του Μεξικού (Under the Pampas Moon)
  • 1939 – Μόνο οι Άγγελοι Έχουν Φτερά (Only Angels Have Wings)
  • 1940 – Η Σούζαν κι ο Θεός (Susan and God)
  • 1941 – Αίμα και Άμμος (Blood and Sand)
  • 1941 – Ο Πειρασμός (The Strawberry Blond)
  • 1941 – Οι Δυο μου Αγάπες (Affectionately Yours)
  • 1941 – Ποτέ δε θα Πλουτίσεις (You’ll Never Get Rich)
  • 1942 – Στον Ίλιγγο του Χορού (You Were Never Lovelier)
  • 1942 – Ανοιξιάτικο Χτυποκάρδι (My Gal Sal)
  • 1944 – Σαν τα Παραμύθια (Cover Girl)
  • 1945 – Απόψε και Κάθε Βράδυ (Tonight and Every Night)
  • 1946 – Τζίλντα (Gilda)
  • 1947 – Κάτω στη Γη (Down to Earth)
  • 1947 – Η Κυρία από τη Σαγκάη (Lady from Sanghai)
  • 1948 – Οι Έρωτες της Κάρμεν (The Loves of Carmen)
  • 1952 – Μια νύχτα στο Τρίνινταντ (Affair in Trinidad)
  • 1953 – Ο χορός της Σαλώμης (Salome)
  • 1953 – Η Βροχή (Miss Sadie Thompson)
  • 1957 – Ο Φιλαράκος Μου (Pal Joey)
  • 1957 – Στην Κόλαση των Τροπικών (Fire Down Below)
  • 1958 – Χωριστά Τραπέζια (Separate Tables)
  • 1959 – Οι Γενναίοι της Κορντούρα (They Came to Cordura)
  • 1960 – Η Ιστορία της Πρώτης Σελίδος (The Story on Page One)
  • 1961 – Κοσμικοί Απατεώνες (The Happy Thieves)
  • 1964 – Το Μεγαλύτερο Τσίρκο του Κόσμου (Circus World)
  • 1965 – Αριστοκράτης Λωποδύτης (The Money Trap)
  • 1967 – Ο Αντάρτης (L’avventuriero)
  • 1968 – Τα Καθάρματα (I Bastardi)
  • 1972 – Η Οργή του Θεού (The Wrath of God)

Περισσότερα

εδώ

Ακολουθήστε το Ατέχνως σε
Google News, Facebook και Twitter

Ατέχνως Καλές Διακοπές