Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στην πατρίδα του Δον Κιχώτη και του Θερβάντες

Επιμέλεια Βασίλης Κρίτσας //

Σήμερα συμπληρώνονται 400 χρόνια από το θάνατο δύο μεγάλων λογοτεχνών, του Σέξπιρ και το Θερβάντες, που πέθαναν την ίδια ακριβώς μέρα. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από το κεφάλαιο ” στην πατρίδα του Δον Κιχώτη” που περιλαμβάνεται στις ταξιδιωτικές αναμνήσεις ενός άλλου λογοτέχνη, του Κώστα Ουράνη, από την Ισπανία κι εξηγεί πόσο τυπικά ισπανικές είναι οι φιγούρες του Κιχώτη και του συντρόφου του, εκφράζοντας την ψυχή και την ιστορική διαδρομή ενός ολόκληρου λαού. Στα περισσότερα σημεία διατηρείται η ορθογραφία από το πρωτότυπο, αλλά και ορισμένες αβλεψίες του Κ.Ο (πχ το γένος του αλόγου του Κιχώτη, κι η… γαλλική προφορά του ονόματος του Θερβάντες, με τον τόνο στη λήγουσα).

Οι δύο αυτές σκιές είναι του Δον Κιχώτη, καβάλλα στην αχαμνή Ροσινάνδη του, και του ακολούθου του Σάνχου Πάνσα, πάνω στο γάιδαρό του. Η Μάνσα είναι η πατρίδα τους, το μέρος απ’ όπου ξεκίνησαν για τη μεγάλη τους περιπέτεια. Όλα εδώ μιλάνε για αυτούς. Ό,τι όμως μιλάει πολύ περισσότερο για αυτούς -και ταυτόχρονα τους εξηγεί- είναι η ψυχική ατμόσφαιρα των γυμνών αυτών οριζόντων. Μέσα σε αυτήν αισθάνεται κανείς ότι ο Δον Κιχώωτης κι ο Σάνχος Πάνσας δε γεννήθηκαν εδώ και δεν έγιναν αυτοί που έγιναν από απλή ιδιοτροπία του συγγραφέα τους. Αλλά ότι επιβλήθηκαν στο Θερβαντές, όταν ο τελευταίος αυτός πέρασε ένα διάστημα της ζωής του στη φυλακή στη μελαγχολική πολίχνη της Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα, από όπου κι οι δυο τους κατάγονται.

Ο Θερβαντές θα τους γνώρισε. Ίσαμε που να γίνουν οι ήρωες της εξαίσιας ιστορίας του, θα ‘ταν ό,τι ο Πιραντέλλο αποκάλεσε “πρόσωπα σε αναζήτηση συγγραφέα”. Τι ωραιότερη όμως και πειστικότερη, απόδειξη της πραγματικότητάς τους θέλει κανείς από το γεγονός ότι οι σημερινοί κάτοικοι της Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα δείχνουν σαν κάτι το ιστορικό το χάνι της Κεσάδα, όπου ο ιδαλγός χρίστηκε ιππότης προτού ξεκινήσει για την κατάκτηση της Χίμαιρας και τους ανεμόμυλους του Πουέρτο Λάπισε ως τους ίδιους εκείνους που τους επιτέθηκε για γίγαντες;

Η αφέλειά τους, όταν κάνουν τις διαβεβαιώσεις αυτές, είναι τόσο καταφανής, που αποκλείει κάθε πρόθεση εξαπάτησης από μέρους τους. Όχι, πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Δον Κιχώτης κι ο Σάνχος Πάνχας υπήρξαν πραγματικά πρόσωπα κι ότι έζησαν τις παράδοξες περιπέτειές τους… Κι η πεποίθησή τους δεν προέρχεται από την αμάθεια, όπως επιπόλαια μπορεί κανείς να φανταστεί, αλλά απλούστατα από το γεγονός ότι αναγνωρίζουν σε εκείνους τους εαυτούς τους, ότι διαισθάνονται πως οι δυο αυτές σκιές είναι η ψυχή του τόπου τους κι η έκφρασή του…

Αληθινά, για σκεφτείτε λίγο… Σε αυτή την Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα, τη χαμένη μέσα στις στέππες της Μάνσας σε ίση απόσταση από την πένθιμη Καστίλλια κι από την Ανδαλουσία, τη χώρα της χαράς της ζωής, τι απομένει σ’ έναν άνθρωπο που οι μέρες του περνάν μονότονες και μελαγχολικές και που το βλέμμα του δε συναντάει παρά την απεραντωσύνη της ερημίας; Τι άλλο από το όνειρο; Τι άλλο από τα απατηλά οράματα της ερήμου; Κι αυτό δεν είναι όλη η ιστορία του Δον Κιχώτη;

(…)

Ξέρω πως υπάρχουν άνθρωποι που δε βλέπουν στις δύο αυτές μορφές παρά μορφές φάσας, που διατείνονται ότι ο Θερβαντές τις δημιούργησε για να γελοιοποιήσει τους ανθρώπους της εποχής του, τους μανιώδεις με τα μυθιστορήματα της ιπποσύνης, και για να καταδείξει στον κόσμο τη βλαβερή επίδραση που μπορούσε να ‘χει η ανάγνωσή τους, καθώς και κάθε επιζήτηση της χίμαιρας μέσα στη ζωή…

Πρέπει να λυπάται κανείς τους ανθρώπους αυτούς, που δε βλέπουν στο Δον Κιχώτη έναν πρίγκιπα του ονείρου, αλλά ένα γελοίο παλιάτσο, και στην εποποιία του, την ανάλογη με την Οδύσσεια, τίποτα άλλο από ένα κωμικό βιβλίο με πρόθεση διδακτική.

Η Ισπανία ευτυχώς δεν έδειξε την ίδια πνευματική μυωπία. Σέβεται το Θερβαντές σαν ένα μεγάλο εθνικό ποιητή, έναν ποιητή που εξύμνησε το καλύτερο και το αγνότερο της ψυχής της, και που με τις περιπέτειες του ιδαλγού της Μάνσας συμβόλισε την ανθρώπινη ορμή προς την κατάκτηση του ονείρου -της πηγής αυτής και της τροφής, μαζί, της ζωής, που αν έλειπε δε θα άξιζε αληθινά τον κόπο να ζει κανείς…

Για τον Ισπανό, ο Δον Κιχώτης δεν είναι κωμικό, αλλά λυρικό πρόσωπο -όπως και πραγματικά είναι. Μπορεί να πει κανείς ότι η εξαισιότερη, η πιο θαυμαστή περιπέτεια του ιδαλγού της Μάνσας είναι αυτή: ότι ξεκινώντας από την Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα για την κατάκτηση χιμαιρικών βασιλείων, κατέκτησε ένα βασίλειο πραγματικό, την Ισπανία. Η Ισπανία αναγνώρισε σε αυτόν τον εαυτό της με την ίδια πεποίθηση και τον ίδιο θαυμασμό των κατοίκων της μελαγχολικής πολίχνης της Μάνσας, που τον γέννησε. Και δεν είταν δυνατό να ‘ναι αλλιώς. Τι άλλο παρά Δον Κιχώτες είναι όλες οι μεγάλες φυσιογνωμίες που λάμπρυναν την ιστορία της Ισπανίας; Δον Κιχώτης ο Κολόμβος που, παρά τα ειρωνικά γέλια των σοφών της εποχής του, έκανε πανιά προς δυσμάς για να ανακαλύψει το θαλάσσιο δρόμο των Ινδιών. Δον Κιχώτης ο Σιδ, ο Κορτές (…). Δον Κιχώτης ο Φίλιππος ο Β’ που έστειλε την αρμάδα του στα νερά του Λεπάντε με το Χριστό για ναύαρχο. Δον Κιχώτης ο ίδιος ο Θερβαντές που πολέμησε με ενθουσιασμό σε αυτή τη ναυμαχία, γιατί πίστευε πως μπορούσε να πραγματοποιηθεί το υπέρμετρο και χιμαιρικό όνειρο του βασιλιά του, που ήθελε να κάνει όλη την οικουμένη χριστιανική για να τη σώσει από το προπατορικό αμάρτημα. Πώς οι Ισπανοί να μην αναγνωρίσουν στον Δον Κιχώτη την ψυχή τους, αφού είχε στον ύψιστο βαθμό και την ιδέα τους για την τιμή και το ingenio τους, δηλαδή τη δημιουργική διαίσθηση, και το πάθος τους σε ό,τι καταπιανόταν και το θάρρος του στον αγώνα και την ευγένειά τους, και τον υπέρμετρο, τέλος, οραματισμό τους;

(…)

Αν δεν υπήρχε η τρέλλα, αν δεν υπήρχαν οι Δον Κιχώτες, πού θα βρισκόταν σήμερα ο κόσμος; Σε ποια καθυστέρηση; Σε ποια άγνοια; Τίποτα το μεγάλο, το ωραίο, το παράτολμο και το αφιλοκερδές δε θα ‘χε συντελεσθεί. Τον κόσμο θα τον αποτελούσαν άνθρωποι σαν εκείνους, για τους οποίος ο Ουάιλδ είπε ότι βάζουν  σκοπό στη ζωή τους να γίνουν καντηλανάφτες ή κάτι παρόμοιο – και γίνονται… Δε θα υπήρχε ποίηση, ούτε πέταγμα της ψυχής. Η ατμόσφαιρα θα ‘ταν ξερή κι ο αέρας ανυπόφορος.

Αν είναι να ευχόμαστε κάτι, ας είναι να μη δώσει ο Θεός να γελάσομε με τον Δον Κιχώτη που έπαιρνε τους ανεμόμυλους για γίγαντες. Ευτυχισμένος εκείνος που μπορεί να παίρνει πάντα στη ζωή του τους ανεμόμυλους για γίγαντες. Που δε γιατρεύθηκε ποτέ από την παιδική του ηλικία, μα μπορεί πάντα να περιφέρεται από την πραγματικότητα στο όνειρο, χωρίς να νοιώθει τα σύνορα που τα χωρίζουν. Που δεν άφησε να μαραθεί το κρίνο της φαντασίας, αλλά το ποτίζει πάντα με το χυμό της ψυχής του…