Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Διαμαντόπουλος: Μάθε παιδί μου, να αγωνίζεσαι…

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Συμπλη­ρώ­θη­καν δεκα­έ­ξι χρό­νια από τη μέρα (5 Μάη του 1999) που έφυ­γε από τη ζωή ο σπου­δαί­ος ηθο­ποιός και δάσκα­λος του θεά­τρου Βασί­λης Διαμαντόπουλος.

Γεν­νή­θη­κε το 1920 στον Πει­ραιά και σπού­δα­σε νομι­κά πριν γίνει ηθο­ποιός. Η πρώ­τη του θεα­τρι­κή εμφά­νι­ση έγι­νε στο Θέα­τρο Τέχνης το 1942, παί­ζο­ντας μαζί με το δάσκα­λό του Κάρο­λο Κουν στην «Αγριό­πα­πια» του Ίψεν. Συνερ­γά­στη­κε με το Θέα­τρο Τέχνης μέχρι το 1949 και στη συνέ­χεια με το Εθνι­κό Θέα­τρο όπου έπαι­ξε σε παρα­στά­σεις με σκη­νο­θέ­τη τον Κάρο­λο Κουν. Το 1958 ίδρυ­σε το δικό του «Νέο Θέα­τρο» που λει­τούρ­γη­σε ως και το 1966.

Ο Β. Δια­μα­ντό­που­λος έλε­γε πως ενώ σα νεα­ρός έβλε­πε με απα­ξί­ω­ση το επάγ­γελ­μα του «θεα­τρί­νου», έγι­νε ηθο­ποιός εξαι­τί­ας του Κάρο­λου Κουν. Ανα­πό­φευ­κτα λοι­πόν δίπλα στον κορυ­φαίο δάσκα­λο του ελλη­νι­κού θεά­τρου, δεν θα μπο­ρού­σε παρά να επι­λέ­ξει τον δύσκο­λο δρό­μο, αφιε­ρώ­νο­ντας τη ζωή του στην τέχνη. Μορ­φω­μέ­νος, καλ­λιερ­γη­μέ­νος, σοβα­ρός και αυστη­ρός κρι­τής, πρώ­τα του εαυ­τού του, ξεχώ­ρι­σε ανά­με­σα στους ηθο­ποιούς της γενιάς του.

diamandopoylos2

«Μπρο­στά ή πίσω από τα φώτα, στο ημί­φως ή στο άπλε­το φως και με την πιο εξε­λιγ­μέ­νη τεχνο­λο­γία ή μ’ έναν απλό προ­βο­λέα, ο ηθο­ποιός είναι ―πρέ­πει να είναι― ο ίδιος το αυτό­φω­το σώμα… αλλιώς είναι απλά διά­ση­μος, αλλά όχι ηθοποιός…»
Βασί­λης Διαμαντόπουλος

Με την επι­βο­λή της Χού­ντας των συνταγ­μα­ταρ­χών στην Ελλά­δα έφυ­γε στο Παρί­σι. Όταν επέ­στρε­ψε συνερ­γά­στη­κε με το Κρα­τι­κό Θέα­τρο Βορεί­ου Ελλά­δος και αργό­τε­ρα με τον Γιώρ­γο Μιχα­λα­κό­που­λο στο «Θέα­τρο Σάτι­ρα». Εκεί­νη την επο­χή Δια­μα­ντό­που­λος και Μιχα­λα­κό­που­λος πρω­τα­γω­νι­στούν με μεγά­λη επι­τυ­χία στη θρυ­λι­κή τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά «Εκεί­νος κι Εκεί­νος», σε κεί­με­να του Κώστα Μουρ­σε­λά. Ο Λου­κάς (Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος) και ο Σόλων (Γιώρ­γος Μιχα­λα­κό­που­λος), γίνο­νται γνω­στοί στο πανελ­λή­νιο περ­νώ­ντας στην μικρή οθό­νη αλλη­γο­ρι­κά αντι­χου­ντι­κά μηνύ­μα­τα και αγκα­λιά­ζο­νται από το κοινό.

diamandopoylos3

Για τον Βασί­λη Δια­μα­ντό­που­λο καλ­λι­τέ­χνης σήμαι­νε συμ­με­το­χή στα κοι­νά και ξεκά­θα­ρη τοπο­θέ­τη­ση μέσα στο κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι. «Ήμουν, είμαι και θα είμαι κομ­μου­νι­στής. Κολα­κεύ­ο­μαι να πιστεύω ότι το αξί­ζω να είμαι κομ­μου­νι­στής και γι’ αυτό θα αγω­νι­στώ, όσο μου το επι­τρέ­πουν τα μέσα μου και οι ικα­νό­τη­τές μου, για την ουσια­στι­κή αλλα­γή και την ανα­τρο­πή του καπι­τα­λι­σμού», έλεγε.

Όπως ο ίδιος είχε δηλώ­σει στο παρελ­θόν στον «Ριζο­σπά­στη», τα χρό­νια της ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντί­στα­σης ήταν που «έβα­λαν τα θεμέ­λια της στα­θε­ρό­τη­τάς μου στο ΚΚΕ. Κι επι­πλέ­ον πιστεύω ότι ο κομ­μου­νι­σμός είναι στέ­ρε­ος. Κυκλο­φο­ρεί μέσα στο ανθρώ­πι­νο αίμα. Ο Μαρξ δεν εφεύ­ρε έτσι μια φιλο­σο­φία, αλλά την άντλη­σε από την ανθρώ­πι­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Είναι όνει­ρο ανθρώ­πι­νο, όνει­ρο δικό μας, το να υπάρ­ξει μια κοι­νω­νία ελεύ­θε­ρη και οι άνθρω­ποι να ζουν με ισό­τη­τα και δικαιοσύνη».

Μια εμβλη­μα­τι­κή σκη­νή από την ται­νία «Μάθε παι­δί μου γράμματα»

―Τι είναι αυτά που λες γιε μου;
―Δυστυ­χώς, από κει ξεκι­νά­ει το κακό πατέρα!
―Μα… αυτά τα λένε οι κομμουνισταί…
―Όλος ο κόσμος τα λέει.

Ο σπου­δαί­ος ηθο­ποιός έπαι­ξε τους μεγά­λους ρόλους του παγκό­σμιου ρεπερ­το­ρί­ου, συμ­με­τεί­χε σε αρκε­τές κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες και τηλε­ο­πτι­κές σει­ρές, και μέχρι το τέλος ζού­σε με τη λαχτά­ρα για το επό­με­νο δημιουρ­γι­κό του βήμα. «Ακό­μα και τώρα πιστεύω ότι είμαι λει­ψός, δηλα­δή «χωρά­ει κι άλλο»…, δε νομί­ζω ότι υπάρ­χει κανέ­να τέλος σ’ αυτό το «χωρά­ει»… Αυτό που με κρα­τά­ει ζωντα­νό είναι ότι μου λεί­πουν πράγ­μα­τα… δεν ξέρω πολ­λά πράγ­μα­τα, δεν έχω γευ­τεί πολ­λά πράγ­μα­τα. Γι’ αυτό λέω να ζήσω κι άλλο για να μπο­ρέ­σω να τα γευ­τώ», έλε­γε σε τηλε­ο­πτι­κή συνέ­ντευ­ξή του όντας σε προ­χω­ρη­μέ­νη ηλι­κία. Ζωή και τέχνη, τέχνη και ζωή, ήταν για τον Β. Δια­μα­ντό­που­λο ένας διαρ­κής αγώ­νας για το καλύ­τε­ρο, για την πρόοδο.

Ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος διο­χέ­τευ­σε την αγά­πη του για την υπο­κρι­τι­κή τέχνη αλλά και για τη νέα γενιά διδά­σκο­ντας στις σχο­λές του Εθνι­κού Θεά­τρου και Κάρο­λου Κουν. Το 1989 ίδρυ­σε το «Θεα­τρι­κό Εργα­στή­ρι» του και αργό­τε­ρα την Ανω­τέ­ρα Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή «Ίασμος».

Η σεμνό­τη­τά του, το πάθος και η αγά­πη του για το θέα­τρο και τους νέους θα μεί­νουν χαραγ­μέ­να στη μνή­μη όσων είχαν την τύχη να γίνουν κοι­νω­νοί της τέχνης του πάνω στο σανί­δι ή από την πολυ­θρό­να του θεα­τή και στους μαθη­τές του που τον αγά­πη­σαν και τον πίστεψαν.

«Ναι, είναι ελπί­δα να βλέ­πει κανείς αυτά τα παι­διά που το μάτι τους δεν έχει παγώ­σει ακό­μη και αυτό είναι κάτι που μου δίνει κουράγιο»…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο