Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίνο Ρότα: Ο αστείρευτος μάγος της μελωδίας, το σινεμά, ο Φεντερίκο και ο Μάνος

Αστεί­ρευ­τος μάγος της μελω­δί­ας υπήρ­ξε ο Νίνο Ρότα , κορυ­φαί­ος συν­θέ­της μου­σι­κής κινη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών. Ο Νίνο Ρότα θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και ο «πάπας των σάου­ντρακ» αν και μάλ­λον τον τίτλο τον μοι­ρά­ζε­ται με τον Ένιο Μορι­κό­νε, ένα άλλο «θηρίο» της κινη­μα­το­γρα­φι­κής μου­σι­κής.  Ο συν­θέ­της, για τον οποίο ο Φεντε­ρί­κο Φελί­νι έλε­γε πως «σκη­νο­θε­τεί μου­σι­κά τη μαγεία, τη γιορ­τή, τη μελω­δία της εικό­νας», κατέ­θε­σε πλού­σιο σε ποσό­τη­τα και ποιό­τη­τα έργο. Πράγ­μα­τι, ποιος μπο­ρεί να ξεχά­σει τις μαγι­κές μου­σι­κές του Ρότα, από τα απλά μοτί­βα, μέχρι τις απαι­τη­τι­κές συν­θέ­σεις, αν και έχουν περά­σει τόσα χρό­νια από το θάνα­τό του.

Συνέ­θε­σε μου­σι­κή για 150 περί­που ται­νί­ες, δεκά­δες κλα­σι­κές συν­θέ­σεις για χορω­δία και μου­σι­κή δωμα­τί­ου, 3 συμ­φω­νί­ες, 3 κον­σέρ­τα για βιο­λον­τσέ­λο, μου­σι­κά μοτί­βα για πολ­λές τηλε­ο­πτι­κές σει­ρές, 23 μπα­λέ­τα και θέα­τρα (έγρα­ψε για όλα σχε­δόν τα έργα των Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι και Εντουάρ­ντο Ντε Φίλι­πο) και 10 όπε­ρες. Υπήρ­ξε ο δια­ση­μό­τε­ρος συν­θέ­της της γενιάς του στον κινη­μα­το­γρά­φο. Συνέ­θε­σε σπου­δαία και δια­χρο­νι­κά ακού­σμα­τα, και έντυ­σε μονα­δι­κά και ανα­πό­σπα­στα με τα πλέ­ον αγα­πη­μέ­να και ανα­γνω­ρί­σι­μα κινη­μα­το­γρα­φι­κά «σάου­ντρακ» πολ­λά από τα αρι­στουρ­γή­μα­τά της: «Ντόλ­τσε βίτα», «Λα στρά­ντα», «8 ½ », «Νύχτες της Καμπί­ρια», «Ρόμα», «Σατυ­ρι­κόν», «‘Αμαρ­κορντ», «Ιου­λιέ­τα των πνευ­μά­των», «Λευ­κός σεΐ­χης», «Βοκά­κιος», «Οι αθώ­οι», «Ρωμαί­ος και Ιου­λιέ­τα», «Γατό­παρ­δος», «Πρό­βα ορχή­στρας», «Ο Ρόκο και τα αδέρ­φια του», «Νονός Ι» και «Νονός ΙΙ», για το οποίο τιμή­θη­κε με Οσκαρ καλύ­τε­ρης μου­σι­κής από την Αμε­ρι­κα­νι­κή Ακα­δη­μία Κινη­μα­το­γρά­φου. Συνερ­γά­στη­κε με τους σπου­δαιό­τε­ρους σκη­νο­θέ­τες του 20ού αιώ­να: Λου­κί­νο Βισκό­ντι, Λίνα Βερ­τμί­λερ, Φράν­κο Τζε­φι­ρέ­λι, Φράν­σις Φορντ Κόπο­λα, Φράν­κο Ρόσι, Μάου­ρο Μπο­λο­νί­νι, Ακί­ρο Κου­ρο­σά­βα, Λουί Μαλ, Βιτό­ριο Ντε Σίκα, Ρενέ Κλε­μάν, ενώ ταυ­τί­στη­κε με τον στε­νό του φίλο και συνερ­γά­τη Φεντε­ρί­κο Φελί­νι. Επί 27 χρό­νια, στη πιο γόνι­μη, μακρό­χρο­νη και διά­ση­μη καλ­λι­τε­χνι­κή συνερ­γα­σία που υπήρ­ξε ποτέ, συν­δη­μιούρ­γη­σαν ένα σπά­νιο, ομο­ού­σιο και αδιαί­ρε­το έργο, χαρί­ζο­ντας στο παγκό­σμιο κοι­νό μονα­δι­κές συγκινήσεις.

Παιδί θαύμα

Γεν­νή­θη­κε στο Μιλά­νο στις 3 Δεκεμ­βρί­ου του 1911, από γονείς μου­σι­κούς και σπού­δα­σε πιά­νο στο ωδείο της πόλης. Ως παι­δί θαύ­μα, πριν συμπλη­ρώ­σει τα 15 του χρό­νια είχε συν­θέ­σει μια όπε­ρα κι ένα ορα­τό­ριο, προ­κα­λώ­ντας το θαυ­μα­σμό. Με προ­τρο­πή του φημι­σμέ­νου διευ­θυ­ντή ορχή­στρας Αρτού­ρο Τοσκα­νί­νι, μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες προ­σω­πι­κό­τη­τες της κλα­σι­κής μου­σι­κής, ο νεα­ρός Νίνο Ρότα συνέ­χι­σε τις σπου­δές του στη Φιλα­δέλ­φεια των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών, όπου έμει­νε για τρία χρό­νια. Εκεί θα μπει ως θεα­τής στις κινη­μα­το­γρα­φι­κές αίθου­σες και θα εντυ­πω­σια­στεί από τη μου­σι­κή του Τζορτζ Γκέρ­σουιν. Επι­στρέ­φο­ντας στην Ιτα­λία, θα σπου­δά­σει φιλο­λο­γία στο Πανε­πι­στή­μιο του Μιλά­νου, ενώ το 1939 άρχι­σε να διδά­σκει Αρμο­νία και σύν­θε­ση στο Ωδείο Νικο­λό Πιτσί­νι στο Μπά­ρι, όπου έγι­νε διευ­θυ­ντής μετά από 11 χρόνια.

Δυο μάγοι στο σινεμά

Με τη νεα­νι­κή του ορμή, γρή­γο­ρα θα έρθει σε επα­φή και με τους κινη­μα­το­γρα­φι­στές της χώρας του και το σινε­μά, που άρχι­ζε να ακμά­ζει. Ο ίδιος, παρό­τι τερά­στιας κλα­σι­κής παι­δεί­ας, θα γοη­τευ­θεί από τα παρα­δο­σια­κά και λαϊ­κά ακού­σμα­τα της Ιτα­λί­ας, κάτι που γίνε­ται αντι­λη­πτό και στις περισ­σό­τε­ρες μου­σι­κές του. Πολύ πριν συνα­ντή­σει τον Φελί­νι, το 1933 θα γρά­ψει τη μου­σι­κή για την ται­νία του Ραφα­έ­λε Ματε­ρά­τσο «Treno Popolare». Ουσια­στι­κά ο Ρότα μπαί­νει στο σινε­μά και εγκαι­νιά­ζει τη μακρά συνερ­γα­σία του με τον Φεντε­ρί­κο Φελί­νι το 1952, με την κωμω­δία «Ο Λευ­κός Σεϊ­χης» και πρω­τα­γω­νι­στή τον αξέ­χα­στο Αλμπέρ­το Σόρ­ντι. Δυο μεγά­λοι καλ­λι­τέ­χνες, Φελί­νι και Ρότα, ο ένας της εικό­νας και ο άλλος της μου­σι­κής, συνα­ντιό­νται προς χάριν όλων αυτών που ήθε­λαν κάτι περισ­σό­τε­ρο από ένα ψυχα­γω­γι­κό κινη­μα­το­γρά­φο. Χωρίς αυτό να σημαί­νει ότι άλλες σημα­ντι­κές δημιουρ­γί­ες του νεο­ρε­α­λι­σμού ή και άλλων κινη­μα­το­γρα­φι­κών ειδών υπο­λεί­πο­νται των ται­νιών του Φελί­νι. Άλλω­στε η συνερ­γα­σία του με τον Λου­κί­νο Βισκό­ντι θα σημα­δέ­ψει το σινε­μά. Τερά­στια επι­τυ­χία για τον Ρότα οι ται­νί­ες του «Κόκ­κι­νου Βαρό­νου», «Ο Ρόκο και τα Αδέλ­φια του», «Βοκά­κιος ’70» (σπον­δυ­λω­τή ται­νία που είχε σκη­νο­θε­τή­σει μαζί με τους θρυ­λι­κούς Βιτό­ριο Ντε Σίκα, Φελί­νι, Μονι­τσέ­λι) και φυσι­κά τον αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό «Γατό­παρ­δο», ένα επι­κό δρά­μα, με έναν γρα­νι­τέ­νιο Μπαρτ Λάν­κα­στερ και για πολ­λούς μεγά­λους σκη­νο­θέ­τες μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες ται­νί­ες όλων των εποχών.

Το Όσκαρ… με τη δεύτερη

Ο πολυ­γρα­φό­τα­τος συν­θέ­της συνερ­γά­στη­κε και με τον Φράν­κο Τζε­φι­ρέ­λι, για τον οποίο συνέ­θε­σε το εξαι­ρε­τι­κό μου­σι­κό θέμα της ται­νί­ας «Ρωμαί­ος και Ιου­λιέ­τα», ένα φιλμ που μπο­ρεί σήμε­ρα να έχει σχε­δόν ξεχα­στεί, αλλά το σάου­ντρακ του Ρότα παρα­μέ­νει αθά­να­το. Η ται­νία που όμως εκτό­ξευ­σε τη φήμη του ήταν «Ο Νονός». Για ακα­τα­νό­η­τους λόγους δεν πήρε το Όσκαρ μου­σι­κής επέν­δυ­σης για την πρώ­τη ται­νία του Φράν­σις Φορντ Κόπο­λα (η δικαιο­λο­γία ότι χρη­σι­μο­ποί­η­σε μου­σι­κά μοτί­βα ενός προη­γού­με­νου σάου­ντρακ, που είχε συν­θέ­σει για το φιλμ «Φορ­του­νέ­λα» του Εντουάρ­ντο Ντε Φίλιπ­πο θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και αστεία), αλλά με τη δεύ­τε­ρη, το 1974. Μάλι­στα, για την άρνη­ση της Ακα­δη­μί­ας να του δώσει το Όσκαρ μου­σι­κής για το πρώ­το επι­κό φιλμ του Κόπο­λα, ο Ρότα δεν παρα­βρέ­θη­κε στην απο­νο­μή του Όσκαρ το 1974, αφή­νο­ντας τους θαυ­μα­στές του στις ΗΠΑ στα κρύα του λουτρού.

Το σίγου­ρο είναι ότι ο Ρότα δεν περί­με­νε το Όσκαρ για να κατα­ξιω­θεί. Κατά γενι­κή παρα­δο­χή οι συν­θέ­σεις του έδω­σαν άλλη αίγλη στις ται­νί­ες στις οποί­ες συμ­με­τεί­χε, παρό­τι οι σκη­νο­θέ­τες με τους οποί­ους συνερ­γά­στη­κε ήταν τερά­στια ονό­μα­τα της 7ης Τέχνης. Ακί­ρα Κου­ρο­σά­βα, Βιτό­ριο ντε Σίκα, Φράν­κο Ρόσι, Μάου­ρο Μπο­λο­νί­νι, Λουί Μαλ, Λίνα Βερ­ντμί­λερ και Ρενέ Κλε­μάν μερι­κοί απ’ τους σκη­νο­θέ­τες που συνεργάστηκε.

Οι επουράνιες μελωδίες και ο Φελίνι

Ωστό­σο, η συνερ­γα­σία του με τον Φελί­νι θα μεί­νει για πάντα στην ιστο­ρία. Συνερ­γά­στη­καν σε 15 ται­νί­ες που πολ­λές απ’ αυτές άφη­σαν επο­χή και σημά­δε­ψαν σπου­δαί­ους κινη­μα­το­γρα­φι­στές και μου­σι­κούς, αλλά και γενιές κινη­μα­το­γρα­φό­φι­λων. Ο Φελί­νι είχε πει: «Ο πιο πολύ­τι­μος συνερ­γά­της που είχα και το λέω ευθέ­ως και δε χρειά­ζε­ται καν να διστά­σω, ήταν ο Νίνο Ρότα. Είχε μια γεω­με­τρι­κή φαντα­σία, μια μου­σι­κή προ­σέγ­γι­ση αντά­ξια επου­ρά­νιων σφαι­ρών. Δεν είχε λοι­πόν ανά­γκη να δει εικό­νες από τις ται­νί­ες μου. Όταν το ρωτού­σα για τις μελω­δί­ες που σκε­φτό­ταν για να σχο­λιά­σω τη μία ή την άλλη σεκάνς, συνει­δη­το­ποιού­σα ότι δεν ασχο­λού­νταν καθό­λου με εικό­νες. Ο κόσμος του ήταν εσω­τε­ρι­κός, μέσα του και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν είχε κανέ­ναν τρό­πο να μπει εκεί».

Μερι­κές από τις ται­νί­ες του «maestro» που τις έντυ­σε μου­σι­κά ο Ρότα και έγι­ναν ανα­πό­σπα­στα με τα πλέ­ον αγα­πη­μέ­να και ανα­γνω­ρί­σι­μα κινη­μα­το­γρα­φι­κά σάου­ντρακ ήταν τα αρι­στουρ­γή­μα­τα «Ντόλ­τσε Βίτα», «Λα Στρά­ντα», «Οκτώ­μι­σι», «Νύχτες της Καμπί­ρια», «Σατυ­ρι­κόν», «Ρόμα», «Amarcord», «Καζα­νό­βας», «Ιου­λιέ­τα των Πνευ­μά­των». Φυσι­κά υπάρ­χει και η «Πρό­βα Ορχή­στρας», μια αλλη­γο­ρι­κή ται­νία στην οποία ο Φελί­νι δεν τα πολυ­κα­τα­φέρ­νει, αλλά έχει σκη­νές ασύ­γκρι­της μαγεί­ας, που στη­ρί­ζο­νται στην έμπνευ­ση του Ρότα. Η ται­νία αυτή έμελ­λε να είναι και η τελευ­ταία για τον Ρότα, καθώς τον επό­με­νο χρό­νο, το 1979, θα έφευ­γε ξαφ­νι­κά από στε­φα­νιαία νόσο.

Η σχέση του με την Ελλάδα και ο Μάνος

Ο Νίνο Ρότα όμως είχε σχέ­ση και με την Ελλά­δα. Με την Ελλά­δα συν­δέ­θη­κε λόγω της φιλί­ας που είχε ανα­πτύ­ξει με τον Μάνο Χατζι­δά­κι. Λίγο μετά το θάνα­το του Ιτα­λού συν­θέ­τη, ο Χατζι­δά­κις, προ­σπα­θώ­ντας να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει το μεγα­λείο του Ρότα και την προ­σφο­ρά του στο φιλ­μι­κό σύμπαν του Φελί­νι, είχε πει: «Ο Φελί­νι ασχο­λεί­ται με το παρελ­θόν του, ασχο­λεί­ται με τις εικό­νες του παρελ­θό­ντος, τις οποί­ες τις συν­θέ­τει με το μέλ­λον. Κι εκεί είναι η μεγα­λο­σύ­νη του. Ήθε­λε ένα υλι­κό του παρελ­θό­ντος. Ο Νίνο Ρότα του το προ­μή­θευ­σε. Κι έχου­με αυτό το αξιο­πε­ρί­ερ­γο, να έχει σφρα­γί­σει την επο­χή μας, την πολύ σύγ­χρο­νη επο­χή μας, ένα υλι­κό ανα­μνή­σε­ων. Κι αυτός είναι ο Νίνο Ρότα».

Επί­σης, ο Χατζι­δά­κις είχε δια­πι­στώ­σει ότι «ο Ρότα είχε συνεί­δη­ση του λαϊ­κού». Για να συμπλη­ρώ­σει ότι «και θαυ­μα­στά συν­θέ­τει ολό­κλη­ρες σει­ρές από πρω­το­φα­νέ­ρω­τες οικεί­ες μελω­δί­ες, που εξαρ­χής δεθή­κα­νε με τα Φελι­νι­κά ορά­μα­τα και φτιά­ξαν μία από τις πιο θαρ­ρα­λέ­ες και μαγι­κές στιγ­μές του κόσμου αυτού που ζού­με». Και συνο­ψί­ζο­ντας θα πει: «Ο Φελί­νι και ο Ρότα είναι η επι­τυ­χη­μέ­νη Ιτα­λία του Μετα­πο­λέ­μου που γνω­ρί­ζει να δια­σκε­δά­ζει και να βλέ­πει βαθιά τις ρωγ­μές και τους κρα­δα­σμούς του μέλ­λο­ντος, χωρίς να χάνει το αίσθη­μα και την μνή­μη του μετα­να­γεν­νη­σια­κού πάθους».

Η καρδιά και η μουσική

Ο Νίνο Ρότα, σε ηλι­κία 67 ετών θα πεθά­νει (στις 10/4/1979) στη Ρώμη, ήσυ­χα όπως έζη­σε. Θα αφή­σει πίσω του μία κόρη, τη Νίνα Ρότα, την οποία απέ­κτη­σε κατά τη διάρ­κεια της σχέ­σης του με την πια­νί­στρια Μάγκ­ντα Λον­γκά­ρι. Και φυσι­κά θα αφή­σει πίσω του, εκτός από τον απα­ρη­γό­ρη­το Φελί­νι, που έχα­σε το άλλο του μισό και ένα τερά­στιο έργο. Με δικά του λόγια, μιλώ­ντας για την τέχνη του, απο­κα­λύ­πτει από που αντλού­σε την έμπνευ­ση: «Όταν συν­θέ­τω στο πιά­νο, τεί­νω να νιώ­θω ευτυ­χής, αλλά υπάρ­χει πάντα το αιώ­νιο δίλημ­μα: πώς μπο­ρού­με να είμα­στε ευτυ­χι­σμέ­νοι ανά­με­σα στη δυστυ­χία των άλλων; Θα έκα­να τα πάντα για να δώσω σε όλους μια στιγ­μή ευτυ­χί­ας. Αυτό είναι που βρί­σκε­ται στην καρ­διά της μου­σι­κής μου».

Πηγές: Ριζο­σπά­στης / ΑΠΕ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο