Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκωστας: Το κορίτσι που τάιζε περιστέρια

Άγνωστο από πού ερχόταν. Όμως φαίνεται πως ήξεραν που πήγαιναν ή μάλλον τι ήθελαν. Όλο και κάποιοι πελάτες του γειτονικού μαγαζιού θα τα φρόντιζαν.

Είχαν κάνει, ολόλευκα, ένα κύκλο γύρω της. Και αυτή να έχει αφήσει το φαγητό της για να σχηματίζει με τα μακριά της δάκτυλα σβόλους ψωμιού και να τα ταΐζει.

Δεν την ένοιαζαν οι περιστερώνες τους. Μόνο το συναίσθημα ότι τα έστελνε αυτή μηνύματα, αν και συνήθως τα περιστέρια είναι οι μαντατοφόροι. Μα και στη ζωή της μέχρι τώρα αυτό έκανε . Ήθελε αυτή να έχει τη πρωτοβουλία των κινήσεων και ας στεναχωρούσε τον άνδρα που την αγαπούσε χρόνια τώρα.

Άλλωστε είχε κουραστεί τα μηνύματα από μακριά, γιατί συνήθως έφταναν αργά, όταν ο καιρός είχε περάσει.

Όμως της άρεσε και αυτής να πετά. Να φεύγει, τα ταξιδεύει και κάπου-κάπου να κατεβαίνει στα επίγεια και να ταΐζει τα αγαπημένα της περιστέρια όπου τα έβρισκε. Λιγόστεψαν, χαμένα στις παλιές γκρίζες πολυκατοικίες της μεγαλούπολης, ν΄ αναζητούν μία ανάσα στους λιγοστούς ελεύθερους χώρους.

Όμως να κάποιες στιγμές ήθελε σαν τον ναυαγό, να στείλει μ’ αυτά επιτέλους και τα δικά της μηνύματα. Για να μπορέσουν  τα περιστέρια του αύριο να τρυγήσουν το κάθε της σήμερα. Φοβόταν , το ανέβαλε, μην πάνε σε λάθος διεύθυνση και πληγωθεί.

Είχε ξεχάσει- προσωρινά (;)- την παρουσία του. Και αυτός να μην την ενοχλεί, ώρα τώρα, στη μοναχική  μαγευτική της ενασχόληση.

Σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε τα μάτια του που την κοιτούσαν μ ‘ένα  γλυκό και γεμάτο παράπονο βλέμμα. Του χαμογέλασε γεμάτη ενοχή.

Του έπιασε το χέρι. Και τότε το περιστέρι έκανε το θαύμα του ή μάλλον την…κουτσουλιά του.

«Γούρι» φώναξαν με μία φωνή και αγκαλιάστηκαν.

(ΦΩΤΟ: Pablo Picasso – Child with a pigeon)