Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεωργία Καλαμποκά: Τρεις φόνοι

«…συμβαίνει μερικές φορές ένας μόνο συνομιλητής να κρατάει ταυτόχρονα δύο ή και περισσότερους ρόλους: τον τύραννο, τον ευεργέτη, τον αγγελιοφόρο…»
Ιtalo Calvino, “Αόρατες πόλεις”

Απόψε αναγνωρίζω και τους τρεις.

Τους υποδέχομαι με τη σειρά. Τους υποχρεώνω να βγάλουν τη μάσκα κι επιθεωρώ με τον φακό τα πρόσωπά τους. Μ΄ ένα μου νεύμα τους δείχνω την εξωτερική κρεμάστρα.Τους διατάζω ν΄ αφήσουν το πανωφόρι τους δίπλα στην καρό τραγιάσκα του πατέρα. Υπακούν χωρίς αντίρρηση. Είναι εκπαιδευμένοι. Ο πρώτος αφήνει το φοιτητικό του μοντγκόμερι. Ο δεύτερος το στρατιωτικό τζάκετ. Ο τρίτος μιαν ιατρική ποδιά. Επιτρέπω να πάρουν μόνο μια νύχτα μαζί τους. Ο χώρος μου έγινε μικρός με τα χρόνια και οι συνωστισμοί απαγορεύονται τελευταία.

Δεν έχω κρασί να τους τρατάρω. Εξ άλλου οι ίσκιοι είναι πάντα τρύπιοι από μέσα. Μόνο ένα μπακίρι γιαννιώτικο κρατώ. Να πλύνουν τα χέρια τους πριν εισέλθουν. Κι έν΄ασημένιο τάσι. Να συλλέξω ιδρώτα και δάκρυα. Ίσως και κάτι απ΄ τον παλιό σπασμό. Με την αυγή θα πετάξω τα πτώματά τους, διαμελισμένα, στο δρόμο.
Κι ύστερα, θα σφάξω ένα ποίημα.

Καιρός να τους ξεφορτωθώ. Γιατί κάθε βράδυ επιστρέφουν.
Από πού;

Ο τύραννος

Γιάννενα, ημερολόγιο 1982

Δοσιθέου Φιλίτου και Σπυρίδωνος Λάμπρου γωνία, ταβέρνα «Ο Κήπος του Αλλάχ». Τέλη Φλεβάρη, ο ουρανός μολύβι, ομίχλη και τα πνιχτά των δρόμων τα φώτα βαδίζουν σιωπηλά πλάι μου. Προχωρώ όπως πάντα τον τελευταίο καιρό, τυλιγμένη σ΄ ένα σύννεφο σιωπής. Ξάφνου μια μελωδία εφορμά και με τραβάει με το ζόρι απ΄ το μανίκι.
“Μπες, εδώ είναι όλοι απόψε”.

Ανοίγω με μια σπρωξιά την πόρτα και κοντοστέκομαι θολωμένη. Μέσα ζέστη και καπνός και μια άγρια ανατριχίλα με κυριεύει. Απ΄ το τζουκ μποξ ξεχύνεται και μ΄ αιχμαλωτίζει η φωνή της Παπαγκίκα. «Ήθελα να ΄ρθω το βράδυ». Ο καρσιλαμάς, πάνω σε μελωδία των ζεϊμπέκιδων, αγαπημένο του πατέρα… Γλυστράω ως στο γωνιακό τραπέζι, αθόρυβα. Ανάβω με χέρια τρεμάμενα ένα τσιγάρο άφιλτρο. Στο βάθος κάποιος απλώνει στην πίστα έναν πορφυρό μανδύα. Ένα εξάχορδο γυναικείο κορμί αρχίζει να λικνίζεται. Πάνω του η μελωδία διαβάζει χρησμούς καρκινικούς.

Είναι όλοι παρόντες;

Ο καπνός δε μ΄ αφήνει να δω. Η μαύρη φιγούρα παίρνει θέση στο πιάνο. Ξεχωρίζω τον Αλέκο στο μπουζούκι. Πιο κει ο Χρήστος και η Μαρία…

Εσύ λείπεις.

Για σένα ήρθα, αλλά κρύφτηκες. Όχι, όχι δε σε πεθύμησα. Να σε βρω ήθελα, να σου σκάσω ένα χαστούκι δημόσια και να φύγω. Σε περίμενα το πρωί στον προθάλαμο… Άφαντος.

Ο Χρήστος με βλέπει από την άλλη γωνία, με πλησιάζει τρεκλίζοντας και με πιάνει απ΄ τον ώμο τρυφερά… Ξέρει…
«Εσύ είσαι πάλευκη σα σάβανο…Θέλεις να σε πάω κάπου;» Το βλέμμα μου τον σταματά …

«Τι τον γυρεύεις; Μην ξαναγυρίσες σ΄αυτόν», ψελλίζει.

Η Μαρία, έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Γέρνει και με φιλά, μου χαιδεύει τρυφερά τα χέρια…

«Είναι τύραννος και χέστης, κόψε πέρα…».

Δε μασάει λόγια ποτέ… Την κοιτάζω θολωμένη και παλινδρομώ ανάμεσα σ’ ότι έγινε και σ΄ ότι μέλλει να συμβεί. «Καλά είμαι, φέρε ένα κρασί».

Βλέπουν το αγρίμι στα μάτια μου, υποχωρούν και γεμίζουν το ποτήρι μου ρετσίνα.

Στο πάλκο ανεβαίνει ο μπουζουξής. Πάντα Αλέκο τον λένε. Στριγκιά φωνή, γλυστράει σε δρόμο ματζόρε. Ταπεινές οι δικές του μνήμες, χαράζουν σιγανά το μπαγλαμά. Πιο κει το πιάνο, δυο χέρια φτερουγίζουν στο κλαβιέ. Το ρολόι του Αρχιμανδρείου σημαίνει μεσάνυχτα.

«Τόξερα μια μέρα πως θα ‘ρθείς…».

Το τραπέζι μας γεμίζει αδειανά μπουκάλια. Το οινόπνευμα ζωγραφίζει τα πρόσωπα με πάθος. Τα έγχορδα τραβάνε προς τον ουρανό. Προτάσσοντας το στήθος ένας χορευτής τινάζεται κι ύστερα πάλι κομπιάζει. Λικνίζετα αριστερά, τινάζει πίσω το κεφάλι, σηκώνει τους ώμους. Γίνεται ξαστεριά. Γέρνει μπροστά. Βουτάει στα σκοτάδια της ύπαρξής του. Ανασύρεται ξανά στο φως ξανά, ξανά και ξανά και ξανά …

«… μα όταν φύγεις και χαθείς θέλω πολύ να ξαναρθείς, νύχτα ονειρομάνα…».

Χορεύουν οι λέξεις στο μυαλό μου, στο στόμα, στο δάπεδο, στα τραπέζια.

«… εγώ πεθαίνω κι εσύ παίζεις τη ζωή μου μονά ζυγά, μονά ζυγά…».

Ο χορευτής γέρνει, η ισορροπία οριακή, η αίθουσα στροβιλίζεται μαζί του, σιγοσβήνει κι αυτός στην τελευταία λάμψη. Μένει ακίνητος, τα μάτια κλειστά, παγιδεύεται ανάμεσα σε αποφάσεις, τις παίρνει, αμέσως ανακαλεί, μετανιώνει.

Πετάγομαι πάλι μακριά…

Όχι! δεν είσαι εδώ, ποτέ δεν ήσουν, εδώ η αίθουσα αναμονής, η αναισθησία μετά, το νυστέρι, ξύπνησα σε κατάστρωμα καραβιού, ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται, μόνη κι ένα πράσινο υγρό κυλάει απ΄ το στόμα μου… Ανακατεύομαι…

Στον θολό ορίζοντα της νύχτας αχνή γραμμή το μινόρε. Η αυλαία ανοίγει με βιασύνη, η αρχική αθωότητα γρήγορα μεταμορφώνεται. Αναδύεται η βία, θες να κατασπαράξεις αυτό που σε συγκινούσε ως τα κόκαλα. Αυτό είναι, μακρύ ταξίμι, ο αυτοσχεδιασμός που υπόσχεται ουράνια λύτρωση. Αστραπές και λάμψεις, κι ύστερα πέφτει, μελαγχολικός τόνος. Μοναξιά, ακόμα χειρότερα, ερημιά… Να φύγω, να πετάξω ελεύθερη στη σκοτεινιά, ενώ το ρολόι του Αρχιμανδρείου σημαίνει ξημέρωμα. Όλη τη νύχτα έξω έβρεχε …

Ήρθαν τα λουλούδια, πανηγύρι.
«… ν’ ανάψουνε και να καούν όσο έκαψαν κι εμένα…»
Με κατακλύζει ο τελευταίο πόνος: το ψαλίδι, το αίμα, η άβυσσος του ανίερου…
Προσπαθώ να εξηγήσω την απουσία σου… Δεν το χωράει ο νους, όχι, δεν θα σε δικαιολογήσω. Θα ζήσω ξάγρυπνη δίπλα στο κενό, στο άδειο κρεβάτι, στο άδειο δωμάτιο. Δεν είναι αγάπη να βιώνεις αυτό το μαρτύριο, ξέμεινες από πόνο. Λαχταράς το ξημέρωμα, μόνη. Kαι στο μυαλό σου μια λίμνη αίμα.
Τώρα έμαθα… Θα σε αποκαθηλώσω. Για πάντα.

Ο ευεργέτης

Παλαιό Φάληρο, Ημερολόγια 1987

Μόλις είχες γυρίσει από φαντάρος. Φορούσες ακόμη τη στολή. Σε περίμενα Ζησιμοπούλου και Αγίας Κυριακής γωνία.

«Άτιμες πτήσεις. Η ζωή είναι πιο έντιμη… Λέει η ζωή. “Θέλεις καφέ στο κρεβάτι;”. Και κρατάει την υπόσχεσή της. Σου φέρνει καφέ στο κρεβάτι. Λέει η πτήση. “Πάμε ως τον κήπο της Εδέμ να βρούμε ένα κόκκινο μήλο;”… Κι αυτό είναι ποίηση… Αφού δεν έχεις κάποιον να σου φέρει το πρωί έναν καφέ στο κρεβάτι… Γράφεις ποίηση. Τη στιγμή που αναδύεται από μέσα σου, την αφήνεις να βγει. Μαζί με τους φόβους και τις ελπίδες σου. Ίσως και άλλα ταπεινότερα συναισθήματα. Αλλά αν με ρωτάς…. H ζωή χρειάζεται ισχυρές πεποιθήσεις. Κάποιες φορές αισθάνομαι πως τίποτε δε θα προλάβουμε. Τον ξέρω καλά το χρόνο και τι μπορεί να φέρει σε μια στιγμή.Τώρα είμαστε σ΄ ένα ωραίο διάλειμμα. Μόνο μετά θα το συνειδητοποιήσουμε. Όταν ήδη τις αποφάσεις θα τις έχει πάρει ο χρόνος για μας. Προσπαθώ να φτιάξω Κιβωτό. Για σένα. Για μένα. Για τα παιδιά που θα γεννηθούν από μας. Όχι με λέξεις. Σ΄αγαπώ όσο μπορώ. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;».

«Και τα όνειρα; Δεν είναι ουτοπία – σε μένα καθόλου δε φαντάζουν έτσι, ποτέ δε φάνταζαν- είμαι γεννημένη εξαίρεση. Και το γνωρίζω».

Γι αυτό σου είπα.
Όλα τα γνώριζα απ’ την αρχή.
Όπως ακριβώς έγιναν.

Ο αγγελιοφόρος

«Δεν μπορώ ν΄ανασάνω…»

Το βλέμα του μασκοφόρου με τη λευκή ποδιά σπαθί στα σωθικά μου.

«Μόνο μια ερώτηση έχετε, κυρία μου!».

«Πίσω από αυτή την πόρτα, που ανοίγει μόνο προς τα μέσα, ποιός με περιμένει;»

«Εγώ είμαι για τις παραδόσεις. Όχι για τις παραλαβές. Θα αναγγείλω την άφιξή σας. Τα υπόλοιπα δεν είναι δική μου δουλειά».

Δεν μπορώ ν΄ανασάνω. Δεν μπορώ ν΄ ανασάνω! Πνίγομαι και πετάγομαι έντρομη. Γύρω σκοτάδι…

Τρεις μικρές ιστορίες τρύπωσαν χαράματα κάτω απ’ το μαξιλάρι μου.

“Φευγάτε” ουρλιάζω. “Αφού είστε φευγάτες από καιρό”.

“Τους φευγάτους να φοβάσαι” απαντάει η πρώτη.

Σκαρφαλώνει κι ανάβει το πορτατίφ, η δεύτερη.

“Όταν επιστρέφουν είναι για να μείνουν”, αναγγέλει η τρίτη.

Βουτάω το ψαλίδι απ΄ το κομοδίνο μου.
Τις κόβω σε χίλια κομμάτια.

Επιτέλους νιώθω τον αέρα να γεμίζει τα πνευμόνια μου ξανά.

Απ΄ τον κήπο ακούγεται ένα γλυκό αηδονάκι…

Γεωργία Καλαμποκά, 7-4-2020