Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ 1999 — ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

Στις 24 Μάρτη 1999, λίγα μόλις χιλιόμετρα βορείως των ελληνικών συνόρων ξεκινούσε η τελευταία μεγάλη σφαγή του 20ου αιώνα. Ήταν τότε που στη βαλκανική χερσόνησο ξεδιπλώνονταν σε όλο της το τραγικό μεγαλείο η βαρβαρότητα του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ. Μια βαρβαρότητα που ο λαός της Γιουγκοσλαβίας την έζησε κυριολεκτικά στο πετσί του επί 78 συνεχόμενα μερόνυχτα.

Πάνω από δύο δεκαετίες μετά, το ΝΑΤΟϊκό έγκλημα στη Γιουγκοσλαβία αποτελεί πηγή χρήσιμων συμπερασμάτων για τους λαούς των Βαλκανίων και της Ευρώπης, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που σε μια άλλη περιοχή της ηπείρου, στην Ουκρανία, μένεται ένας άλλος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Οι λαοί οφείλουν όχι μόνο να διατηρήσουν στην συλλογική μνήμη το ιμπεριαλιστικό έγκλημα, αλλά πρωτίστως να διδαχθούν απ’ αυτό, να βγάλουν τα κατάλληλα συμπεράσματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον.

Σήμερα, εν μέσω της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης με την καπιταλιστική Ρωσία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ, με περισσή υποκρισία, καμώνονται τους υποστηρικτές του «διεθνούς δικαίου» και της «εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας» των χωρών. Υπερθεματίζουν για το «δίκιο του αμυνόμενου», καταγγέλοντας «εγκλήματα πολέμου» από τα ρωσικά στρατεύματα. Το 1999 οι ρόλοι ήταν αντεστραμμένοι…

Το ΝΑΤΟϊκό μακελειό στη Γιουγκοσλαβία αποτέλεσε την κορύφωση του κατακερματισμού της Γιουγκοσλαβίας- ενός κατακερματισμού που ξεκίνησε και μεθοδεύτηκε σταδιακά έπειτα από τις αντεπαναστατικές ανατροπές στην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη Γιουγκοσλαβία έπειτα από πολλές δεκαετίες έδωσε το έναυσμα για τις προσπάθειες διάλυσης της, με κύριο στρατηγικό στόχο το μοίρασμα των νέων αγορών που δημιουργήθηκαν και την αύξηση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων που θα καρπώνονταν τη «λεία» της κατακερματισμένης πρώην ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας.

Ήταν το Γενάρη του 1999 όταν το ΝΑΤΟ, αξιοποιώντας μια από τις πολλές προβοκάτσιες των ιμπεριαλιστών, ξεκινούσε την επιχείρηση «κατά της εθνοκάθαρσης» και της «προστασίας των δικαιωμάτων των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου». Ακολούθησαν οι «Συμφωνίες ειρήνης» του Ραμπουγιέ και του Παρισιού, που ουσιαστικά οδηγούσαν στην πλήρη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου.

Η άρνηση αυτού του εκβιασμού από την τότε κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας οδήγησε στην αμερικανοΝΑΤΟική επέμβαση στις 24/3/1999, όπου για 78 μέρες βομβαρδιζόταν όλη η χώρα. Ρίχτηκαν 500.000 βόμβες, από τις οποίες οι 35.450 ήταν με απεμπλουτισμένο ουράνιο, απαγορευμένες από τις Διεθνείς Συνθήκες, στοχεύοντας κατοικημένες περιοχές, νοσοκομεία, σχολεία, νηπιαγωγεία, καραβάνια άμαχων προσφύγων, γηροκομεία, υποδομές.

Ο απολογισμός ήταν τραγικός: Πάνω από 2.500 νεκροί άμαχοι, περισσότεροι από 12.500 τραυματίες, χιλιάδες αγνοούμενοι, ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές. Η ερημοποίηση που προκάλεσε η ΝΑΤΟική κτηνωδία συμπληρώθηκε από το εξευτελιστικό ξεπούλημα των υποδομών της χώρας. Υπολογίζεται ότι στη μετά-Μιλόσεβιτς εποχή, μέσα σε λιγότερο απο μια δεκαετία, από το 2000 έως το 2009, έλαβαν χώρα περισσότερες από 1.800 ιδιωτικοποιήσεις κρατικής περιουσίας και επιχειρήσεων, η πλειοψηφία της σερβικής βιομηχανίας μετάλλου πέρασε σε αμερικανικά χέρια ενώ η εθνική αυτοκινητοβιομηχανία «Ζάσταβα» εξαγοράστηκε από τον ιταλικό κολοσσό Fiat.

 

Στο «παιχνίδι» της «οικονομικής ανασυγκρότησης» της χώρας μπήκαν τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Σύμφωνα με τον καναδό οικονομολόγο, διευθυντή του Κέντρου Ερευνών για την Παγκοσμιοποίηση, Μισέλ Χοσουντόφσκι, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα είχαν ήδη, πριν τη ΝΑΤΟική επέμβαση, εκπονήσει σχετικό σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης (Linking NATO, the IMF, and the World Bank- Michel Chossudovsky (http://www.converge.org.nz/pma/apmich.htm).

Η «ανασυγκρότηση» αυτή ευθυγραμμίζονταν πλήρως με μια σειρά στρατηγικών επιλογών και μεταρρυθμίσεων (ιδιωτικοποιήσεις, ξεπούλημα δημόσιων υπηρεσιών, άνοιγμα αγορών, πλήρης διάλυση εργατικών-κοινωνικών κεκτημένων κλπ) που θα άνοιγαν το δρόμο για τη μελλοντική ένταξη της νέας Σερβίας στην ΕΕ.

 Ασφαλώς, προκειμένου να πετύχουν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η λεηλασία που ακολούθησε από μονοπώλια και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, οι ιμπεριαλιστές φρόντισαν να βρουν τα κατάλληλα «προσχήματα». Πατώντας στη δοκιμασμένη- γι΄αυτούς- μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε», υποκίνησαν υπαρκτά και ανύπαρκτα μειονοτικά ζητήματα (παριστάνοντας πως δήθεν «νοιάζονται» για τις μειονοτικές ελευθερίες), ενώ δε δίστασαν στο πλαίσιο αυτό να εξοπλίσουν εγκληματικές οργανώσεις με αποσχιστικές βλέψεις, όπως για παράδειγμα ο αλβανικός «Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου», ο γνωστός UCK.  Το παράδειγμα της μεταγενέστερης ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου, ενός κράτους-προτεκτοράτου, είναι χαρακτηριστικό του που στόχευε η τακτική αυτή των αμερικανών και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.

Ο αμερικανοΝΑΤΟικός πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία αποτέλεσε πεδίο εφαρμογής της γνωστής και δοκιμασμένης τακτικής του «διαίρει και βασίλευε», που στη συνέχεια επαναλήφθηκε από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, τη Λιβύη και την Συρία. Η πραγματική αιτία του πολέμου ήταν ο έλεγχος συνολικά των Βαλκανίων, που αποτελούν σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Ευρώπη, Ασία, Αφρική) με τεράστια γεωστρατηγική σημασία για τους δρόμους διακίνησης εμπορευμάτων και των διαδρομών των αγωγών Ενέργειας. Αυτός ο ανταγωνισμός συνεχίζεται και σήμερα (με ενεργό συμμετοχή των αστικών τάξεων στα κράτη που δημιουργήθηκαν από το διαμελισμό της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας), ανάμεσα σε ΗΠΑ — ΕΕ με τη Ρωσία και την Κίνα, που έχουν τα δικά τους ερείσματα και σχεδιασμούς στην περιοχή. Όπως επίσης και μεταξύ των κρατών — μελών σε ΝΑΤΟ — ΕΕ, που έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα και όχι ενιαία στάση απέναντι στη Ρωσία.

Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ανέδειξε τον πραγματικό ρόλο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και των διάφορων- δήθεν- «αριστερών» και «σοσιαλιστικών» κομμάτων που έβαλαν πλάτη ώστε να επιτευχθεί το αιματοκύλλισμα του λαού της Γιουγκοσλαβίας. Άλλωστε, από τους πρώτους που τάχθηκαν ενεργά στο πλευρό της κυβέρνησης των ΗΠΑ και του προέδρου Κλίντον ήταν οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανίας (Γκέρχαρντ Σρέντερ), της Βρετανίας (Τόνι Μπλερ), της Γαλλίας (Λιονέλ Ζοσπέν) και της Ιταλίας (Μάσιμο Ντ’ Αλέμα). Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η τότε ελληνική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Κ.Σημίτη και υπουργό εξωτερικών το Γ.Παπανδρέου, που, με την στήριξη της Νέας Δημοκρατίας, έδωσε «γη και ύδωρ» στα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα μετατρέποντας την Ελλάδα σε ορμητήριο των ιμπεριαλιστών.

Να θυμήσουμε ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΕΘΑ, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έδωσε άδεια σε: 60.000 στρατιώτες, περισσότερα από 40.000 οχήματα, 420 ΝΑΤΟικά πλοία, 1000 αεροσκάφη και περισσότερους από 500 σιδηροδρομικούς συρμούς να περάσουν μέσα από την ελληνική επικράτεια.

Για την στάση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας σημείωνε, μεταξύ άλλων, η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ στις 10.7.1999:

«Οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης είναι ιστορικές. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας, που καταδίκασε με διάφορους τρόπους, όχι μόνο τον πόλεμο, αλλά και την ελληνική συμμετοχή. Προκάλεσε βάναυσα το αίσθημα και τη λογική του ελληνικού λαού με τη διπλοπρόσωπη στάση της, που, ενώ συμμετείχε στον πόλεμο, διακήρυσσε την ειρήνη. Στην απόφαση συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο, αντανακλάται και η επιθετική στάση του πιο σκληρού πυρήνα του μεγάλου κεφαλαίου της χώρας μας, που επιδιώκει να δράσει στις αγορές της Βαλκανικής και ευρύτερα. Από την αρχή της κρίσης στο Κοσσυφοπέδιο, έτσι όπως έκανε και προηγούμενα με όλα τα μέτρα σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας, η κυβέρνηση αποδέχτηκε τους σχεδιασμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Ανέλαβε να παίξει το ρόλο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, στην προσπάθειά τους να απομονώσουν την ΟΔ της Γιουγκοσλαβίας από τις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής. Υπέγραψε το Κοινό Ανακοινωθέν της Σόφιας, που απέδιδε την ευθύνη της έντασης στους Γιουγκοσλάβους και ευχόταν την επέμβαση της “διεθνούς κοινότητας” και αμέσως μετά, στην αρχή ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος και σε συνέχεια ο υπουργός Αμυνας Α. Τσοχατζόπουλος, έδωσαν με δηλώσεις τους την “ιδεολογική” κάλυψη για τον πόλεμο, ανεβάζοντας τους τόνους για εθνοκάθαρση των Σέρβων, απόλυτα ευθυγραμμισμένοι με τα “επιχειρήματα” των ΗΠΑ και των ΝΑΤΟικών.

Πέρα απ’ αυτό, η ελληνική κυβέρνηση, όχι μόνο στήριξε ενεργά σε όλες τις φάσεις τους τα σχέδια στο Ραμπουγιέ, αλλά και επιχείρησε να τραβήξει και τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες σε μια θέση ενεργού υποστήριξής του. Συμφώνησε με όλες τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και ανταποκρίθηκε πρόθυμα στις απαιτήσεις τους για στήριξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πέρα από τις διευκολύνσεις, που αποτελούν καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου και του ελληνικού Συντάγματος, είναι σοβαρή η εμπλοκή της Ελλάδας, μέσω της “στρατιωτικής συνεργασίας με την Αλβανία”, της στρατιωτικής παρουσίας στη Βοσνία και στην ΠΓΔΜ.

Ολες οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης κινήθηκαν στην κατεύθυνση πίεσης στην ΟΔ της Γιουγκοσλαβίας για να υιοθετήσει τις επιλογές του ΝΑΤΟ με τις διάφορες παραλλαγές που πλασάρονταν κατά καιρούς. Φιλοδοξεί να παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην προώθηση του συμφώνου για τη “Σταθερότητα στα Βαλκάνια”, εντείνοντας τον ανταγωνισμό της με την Ιταλία και την Τουρκία στην περιοχή. Ηδη, έχει πάρει σημαντικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της μελέτης των προβλημάτων ανοικοδόμησης των Βαλκανίων και μέσα σε αυτά τα πλαίσια επιδιώκει την προώθηση του ελληνικού κεφαλαίου στη μοιρασιά».

XARILAOS«Στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, είπε, δεν υπάρχει άλλη απάντηση από την ένταση της πάλης ενάντια στη ΝΑΤΟική επέμβαση στα Βαλκάνια. Αν αποτύχουν εδώ οι ιμπεριαλιστές θα είναι μεγάλο το όφελος για τους λαούς. Πάντως σε κάθε περίπτωση αυτοί θα είναι οι ηττημένοι. Μπορεί να κάνουν καταστροφές, μπορεί να βομβαρδίζουν ανελέητα αλλά ο τελικός λογαριασμός θα είναι σε βάρος τους».
–        Χαρίλαος Φλωράκης, Βελιγράδι, Απρίλης 1999.

Πέραν της στάσης των τότε κεντροαριστερών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (Γερμανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, Ελλάδας, Ιταλίας κλπ.), που στήριξαν, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, τη ΝΑΤΟϊκή θηριωδία, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρόλος ευρωπαϊκών «αριστερών» και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Πρόκειται για πολιτικούς σχηματισμούς τύπου ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν αναδειχθεί σήμερα σε νέα σοσιαλδημοκρατία της Ευρώπης.

Για παράδειγμα, ο τότε Συνασπισμός (στη νεολαία του οποίου πρωτοστατούσε τότε ο Αλέξης Τσίπρας), φρόντιζε να είναι και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα: από τη μια καταδίκαζε τους βομβαρδισμούς και από την άλλη υιοθετούσε το πρόσχημα των ιμπεριαλιστών περί «εθνοκάθαρσης» στο Κοσσυφοπέδιο. Από τη μια εναντιώνοταν στον πόλεμο και, από την άλλη, ζητούσαν «πρωτοβουλίες» από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την… ανασυγκρότηση των Βαλκανίων. Ταυτόχρονα δε, ζητούσαν από την Ε.Ε. (που συμμετείχε στο έγκλημα) να παραμείνει «ενωμένη» και «ισχυρή πολιτική δύναμη, παράγοντας ειρήνης και ελευθερίας στον κόσμο»!

Με την υιοθέτηση του- εξαιρετικά βολικού για τους ιμπεριαλιστές- προσχήματος της «εθνοκάθαρσης» της αλβανικής μειονότητας του Κοσόβου από την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς, μια σειρά οπορτουνιστικών Κομμουνιστικών Κομμάτων (όπως το Γαλλικό και το Ιταλικό ΚΚ) έδωσαν άλλοθι στις κυβερνήσεις τους για την συμμετοχή στον πόλεμο. Πάνω στην ίδια λογική, ορισμένοι «διανοούμενοι» της «αριστεράς» τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της ΝΑΤΟϊκής φρικαλεότητας.

Όπως ο πολυδιαφημισμένος αμπελοφιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ που σημείωνε το 1999: «…η απάντησή μου στο δίλημμα ‘Να βομβαρδίσουμε ή όχι;’ είναι: δεν βομβαρδίσατε ακόμα ΑΡΚΕΤΑ, και έχετε ΑΡΓΗΣΕΙ να το κάνετε» (Slavoj Zizek, Against the Double Blackmail). Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2003, ο ίδιος αυτός κύριος σε συνέντευξη του συνέχιζε να δικαιολογεί το ΝΑΤΟϊκό σφαγείο της Γιουγκοσλαβίας: «Προς σφοδρή απογοήτευση πολλών αριστεριστών, ακόμα κι εγώ έδειξα κάποια κατανόηση για τον βομβαρδισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας απ’ το ΝΑΤΟ. Λυπάμαι, αλλά ο βομβαρδισμός αυτός σταμάτησε μια φρικτή σύρραξη. Μπορούσες να αντιληφθείς κάποιου είδους ανθρωπιστική προσπάθεια, και η πράξη αυτή είχε κάποιου είδους διεθνή νομιμοποίηση».

kke1999

Την ίδια ώρα που τα ελληνικά αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμός κλπ.) παρίσταναν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους Πόντιους Πιλάτους, το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή εναντιώθηκε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Από την πρώτη κιόλας μέρα των βομβαρδισμών το ΚΚΕ και η ΚΝΕ ρίχτηκαν στη δράση με κάθε τρόπο, κινητοποιώντας φορείς του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, διοργανώνοντας συλλαλητήρια απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας και στήνοντας ανθρώπινα μπλόκα στη Βόρεια Ελλάδα για να εμποδίσουν τη διέλευση στο ΝΑΤΟϊκό κομβόϊ του θανάτου.

Λίγα μόλις λεπτά μετά το δολοφονικό χτύπημα των αμερικανοΝΑΤΟικών δυνάμεων στη Γιουγκοσλαβία, σε δηλώσεις της, η Γεν. Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα σημείωνε πως ο μόνος δρόμος είναι η εναντίωση στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και καλούσε το λαό σε ξεσηκωμό. Έλεγε, μεταξύ άλλων:

Εμείς πιστεύουμε ότι όταν ένας λαός θέλει μπορεί. Και αξίζει κάθε θυσία για να σταματήσει ο πόλεμος στα Βαλκάνια. Ο ελληνικός λαός πρέπει να ξέρει ότι αυτός ο πόλεμος χτίστηκε πάνω στο ψέμα, στη συκοφαντία και στην υπερβολή, πάνω στην παραποίηση. Και κάθε βρώμικος, επεκτατικός πόλεμος για τη διανομή των αγορών στηρίζεται, πάντα, στην υπερβολή, στο ψέμα και στην παραποίηση, το λέμε για μια άλλη φορά.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας καλεί επίσης τον ελληνικό λαό να πάρει μέρος σε όποιες θετικές πρωτοβουλίες αναληφθούν, υπεράσπισης του γιουγκοσλαβικού λαού και καταδίκης της δολοφονικής επίθεσης. Να πάρει μέρος σε ό,τι εκδηλώσεις αναπτυχθούν — κι εμείς θα συμβάλουμε να αναπτυχθούν τέτοιες εκδηλώσεις — από συνδικάτα, από νεολαιίστικες οργανώσεις, εδώ και τώρα. Αξίζει τον κόπο μέρα — νύχτα να είμαστε στο πόδι.Αν θέλουμε να σταματήσουμε την επέκταση του πολέμου και στην Ελλάδα, πρέπει να σταθούμε, πριν απ’ όλα, αλληλέγγυοι στο γιουγκοσλαβικό λαό. Ιδιαίτερα στο σερβικό λαό που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο μάτι του κυκλώνα. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να υπερασπιστούμε και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Οχι αδιαφορώντας σ’ αυτό το δράμα και με καμία ανοχή σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το ΝΑΤΟ”.

Σήμερα, δεν ξεχνάμε το φρικιαστικό έγκλημα των ιμπεριαλιστών και των συμμάχων τους στη Γιουγκοσλαβία. Δεν ξεχνάμε τα αθώα θύματα του πολέμου, το λαό της γειτονικής χώρας που έζησε στο πετσί του τη βαρβαρότητα. Όπως δεν ξεχνάμε ότι οι υπαίτιοι αυτής της βαρβαρότητας (Κλίντον, Μπλερ, Κλαρκ, Σολάνα, Σρέντερ, Σιράκ και λοιποί) δεν κάθισαν ποτέ στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τα εγκλήματα τους. Κανένα «διεθνές δικαστήριο» δεν τους κάλεσε να απολογηθούν για όσα διέπραξαν.

Η τραγική αυτή επέτειος έρχεται να μας υπενθυμίσει πως, σε μια περιοχή που αναζωπυρώνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, επαληθεύονται οι κίνδυνοι που ελοχεύουν από την υποδαύλιση των εθνικιστικών παθών και την επαναχάραξη των συνόρων. Επιβεβαιώνεται η ανάγκη να δυναμώσει η πάλη των εργαζόμενων, της νεολαίας, συνολικά του λαού ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τους πολέμους, για την απεμπλοκή της Ελλάδας απ’ αυτούς, το οριστικό κλείσιμο των ξένων στρατιωτικών βάσεων και την αποδέσμευση της χώρας από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Αυτός ο αγώνας είναι άρρηκτα δεμένος με την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και τη συντριβή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, που αποτελεί τη μήτρα που γεννά πολέμους, εκμετάλλευση, φτώχεια και προσφυγιά.

Τα παιδιά της Γιουγκοσλαβίας τα θυμάστε ΕυρωΝΑΤΟικοί υποκριτές;