Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εικόνες των μπαρ (μικροδιηγήματα)

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης  //

I.
Να πίνεις πάντα αργά το ποτό σου αλλά όχι τόσο αργά ώστε να μην πιεις ένα δεύτερο ή ένα τρίτο. Όχι παραπάνω όμως! Α, και να μην ξεχνάς να φλερτάρεις, πάντα να φλερτάρεις, είπε βάζοντας το τρίτο ουίσκι της βραδιάς και κοιτάζοντας κατάματα το χλωμό πρόσωπο του που καθρεφτίζονταν στα μπουκάλια με τα ύποπτα ποτά και τις επιστρεφόμενες φιάλες των αναψυκτικών. Λίγο πιο πέρα, ο Χρήστος ο μπάρμαν λαγοκοιμόταν γλυκά, με το μισό κορμί απλωμένο πάνω σε μια καρέκλα με τρία πόδια ενώ το τσιγάρο του είχε από ώρα καεί μέσα στο τασάκι του.

II.
«Το σπίτι που γεννήθηκα / κι ας το πατούν οι ξένοι / στοιχειό είναι και με προσκαλεί / ψυχή και με προσμένει…» τραγουδούσε ένας πλανόδιος μουσικός χθες βράδυ κάπου σε μια σκοτεινή γωνιά του ενετικού λιμανιού στα Χανιά, με καθαρή,, αν και κουρασμένη φωνή και με μια καλοκουρδισμένη κιθάρα, τα «μπράβο» και τα «ωραίος» των βαριεστημένων περαστικών εισπράττοντας αλλά όχι και την οικονομική τους ενίσχυση. Αργότερα, επιστρέφοντας στο σπίτι, τον ξαναπέτυχα σε κάποιο μπαρ της πόλης, μόνο και μοναχικό να πίνει το ποτό του ανάμεσα σε μια ομάδα τουριστών, λιγάκι η ώρα να περάσει περιμένοντας.

III.
Ακόμα θυμάμαι την επίσκεψη μου σ’ ένα μπαρ (όχι πριν πολλά χρόνια, εδώ στα Χανιά, όπου πήγα για ελάχιστο κι έμεινα τελικά μέχρι το ξημέρωμα, δεν ήθελα να κάτσω, επέμενε ο ιδιοκτήτης, είχαν αρχίσει κι οι ρακές, ήταν χειμώνας, έπαιζε και Johnny Cash) όπου κρατούσα μαζί μου μια μαύρη σκουπιδοσακούλα όπου μέσα είχα φυλάξει ένα ταψί με υπολείμματα από ψητές πατάτες φούρνου κι ένα-δυο κουτάλες για το σερβίρισμα… Βλέπεις, προηγουμένως συμμετείχα σ’ ένα ρεφενέ γλέντι οικονομικής ενίσχυσης που είχε οργανώσει η συλλογικότητα μου κι επέστρεφα στη μάνα μου τα εργαλεία της κουζίνας της. Ναι, το θυμάμαι πολύ καθαρά αυτό το περιστατικό, όπως θυμάμαι την έντονη αμηχανία μου για το που θα βολέψω τα πράγματα, στη βάση του σκαμπό ή στην διπλανή καρέκλα, κι αν έρθει πελάτης;, όπως θυμάμαι επίσης τα κριτς και κραντς και πανκ του ταψιού όταν σήκωσα από το πάτωμα την σακούλα με τα πράγματα, όπου τελικά την είχα τοποθετήσει…

IV.
Αργές κινήσεις, βλέμμα θλιμμένο, με το δάκρυ στο τσακ να τρέξει πάνω στο αξύριστο μάγουλο, τα μαλλιά αχτένιστα και με τις άσπρες τρίχες να γυαλίζουν στο ημίφως. Χέρια σταθερά, χείλη σφιγμένα, όχι γιατί δεν έχουν τι να πουν αλλά από φόβο πως αν ανοίξουν θα πουν τα πάντα, μια φιγούρα, δεμένη με το σώμα της, ακίνητη και κουρασμένη, παρηγοριά ψάχνοντας στην μουσική, στήριγμα στο ποτό. Διπλό ουίσκι και ένα τασάκι με τα αποτσίγαρα των άλλων, σαν αιώνια υπενθύμιση πως τα βάσανα όλων των ανθρώπων την ίδια πάντα έχουν κατάληξη. Κι εσύ από δίπλα να παρατηρείς και να καταγράφεις ενώ στο σιντί να παίζουν τραγούδια λαϊκά που η ώρα επιτρέπει ενώ η φωνή του Γιώργου Σαρρή να συνοδεύει την Πτώση ενός ερωτευμένου: «με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά / τριγυρνάμε οι νταλίκες στην Αθήνα… »

 _______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e-books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.