Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εμφύλιες πληγές

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

Άγνωστη στρατιώτης Ζωή Δικταίου ΚέρκυραΜοσχοβόλησε η δάφνη μεσοκαλόκαιρο,
τράνεψε τ’ αλύχτημα τού λύκου στο λόγγο
κατέβηκε δυναμωμένος, άνεμος ντεφιάς,
απελπισιά την απελπισιά,
ξενομερίτισσες ψυχές αλιβάνιστες σηκώνουν λάβαρα,
άγια λιτάνεψη ο κουρνιαχτός στα καταράχια,
γυρεύοντας τις εξόριστες μέρες
στ’ ακριμάτιστα δέντρα τής μοναξιάς
στα νερά,
στα χιόνια και στα χρόνια τής οδύνης,
άνεμος ντεφιάς ψωμίζει δίκια κι άδικα,
αδελφοσύνη και βλαστήμια.

Το χοροστάσι τού Δαίμονα στο ξέφωτο,
σκίζεται η καρδιά
στην επιούσια ομίχλη τής θύμησης ραμμένα ακόμη τα στόματα,
αρέντα η Χαρίκλεια ζαλωμένη κεραυνούς,
η ρεματιά τής απόμεινε,
άκαρπη ζητιανιά τα παλιά ονόματα,
το νεκρό αίμα πετρωμένο στις σχισμές τών βράχων,
κάλεσμα το τραγούδι τής πέρδικας,
απόστασε η Χαρίκλεια, στο πέτρινο αλώνι,
σπαράζοντας άλλη μια φορά, τά ’βαλε με το θεό,
μάλωσε, καταράστηκε,
κατόπιν διπλώθηκε στα δυο, έκλαψε
οι φωνές στοιχειώνουν ακόμη μέσα της,
φωνές και σφαίρες, αυτές που αναμετρούν την κόλαση.

Κουρνιάζει ο αναμάρτητος πόνος στα σπλάχνα,
σκοτεινιάζουν οι μέρες,
κάρβουνα τα μάτια βιγλίζουν τα κουφάρια στην άβυσσο
τι κι αν πέρασε ο καιρός
η ψυχή δεν ξεσκλαβώθηκε απ’ τις εμφύλιες πληγές,
σουραυλίζει στο μοιρολόι τις τελευταίες κραυγές στην Κοσοβίτσα,
στο ζερβόχερο ενθύμιο μια φωτογραφία,
τα νεκρωμένα μέλη κράτησαν τη μνήμη τής γέννας
τη χαρά τού αφάσκιωτου παιδιού στο ρογοβύζι,
ποιός τ’ ορμήνεψε,
πότε πρόλαβε, αμούστακο ρίχτηκε στη μάχη,
και πώς σκορπίστηκε σαν στάρι στη σπορά,
αλλού τα πόδια, αλλού τα χέρια, αλλού το κεφάλι, πάει.

Θοδώρα ΔάλλαΚι από εκείνη την κοπέλα της, τι έμεινε;
Μισή μάλλινη κάλτσα με κόκκινο σιρίτι στην άκρη,
αυτή έχει κρεμασμένη στον κόρφο,
σ’ εκείνη κραίνει, τη μάλλινη κάλτσα αγγίζει κανακευτά,
στο κατώι, ο γίκος με την προίκα,
να θρέφεται μαζί με τον σκώρο
και η σκέψη συναγμένη στην απόγνωση.

Η πίστη διακονεύει το εικόνισμα,
σ’ ένα καρφί στη γρεντέ το σύρμα από τα στέφανα,
παρέκει τα χαλκώματα και τα Γιαννιώτικα μπακίρια
και πιο πίσω στο βαθύ τού χρόνου
σάματις έβλεπε τα κασσιτερωμένα κορμιά αμάλαγα,
να κυλιούνται στ’ ανθισμένα χορτάρια
πριν το οχτάκλωνο καρδιοχτύπι τού σημαδεμένου γάμου
πριν την αγκαλιά τού μισεμού
περιούσια πλάνη, άσωτη χίμαιρα.

Κοίταζε τον άφεγγο γκρεμό κατά τα πολυβολεία,
μάτια αναμμένο θειάφι
στραμμένα στη Λελούδα και στην Ταβέρα,
«ωρέ αφέντη θάνατε και Χάροντα αδερφέ μου», μονολόγησε,
φωνή στην κορφή,
φωνή στο χώμα,
ψυχή στα χείλη.

Βαράνε τα κλαρίνα πέρα στα μνήματα
ψηλαφητά τα δάχτυλα στις ρωγμές,
τρίζουν οι ταφόπλακες,
μερεύει το τρέμουλο στο γδαρμένο απανωχείλι,
«άγνωστος στρατιώτης» συλλαβίζει, «άγνωστος»,
ανάσα βαθιά, κεροδοσιά αναμμένη
μύρισε αλμύρα ο βουνίσιος αέρας,
καμιά φορά χάνουν και οι μυρωδιές το δρόμο.

Εκεί στα διάσελα, στο σύνορο,
γανιασμένες αθέριστες θημωνιές, απόκληρα περάσματα,
αφορισμένα φυλάκια,
πένθιμα τής φάνηκε πως λύγισε τα κλαδιά ο γράβος,
κι ο τσέρος έσκυψε φίλησε το χώμα, τα χέρια της,
δεν ήξερε, δεν την άφηνε ο αλύτρωτος πόνος να καταλάβει
μετρώντας παρουσίες αφανέρωτες,
ασαβάνωτες αναμνήσεις
στο ρίζωμα στη Μουργκάνα,
χρόνια πάσκιζε να μερώσει το γιατί
μαζεύοντας τσάι και ρίγανη στα χαρακώματα,
ντυμένη κατάσαρκα τα μαύρα σκουτιά,
μια μετάνοια, μια χεριά τσάι, μια προσευχή,
μια μακρινή πίκρα που είχε πάντα παρόν
πότε σ’ ένα στρατιωτικό κουμπί, μια τρύπια αρβύλα,
ένα πέταλο αλόγου, μια καραβάνα,
άλλοτε σ’ ένα κρανίο,
εκεί που πισωγύριζε η αφή στις άδεις κόγχες,
έσκυβε, χτυπούσε το χώμα με μάνητα,
«άνοιξε αραχνιασμένη μαύρη γη, άνοιξε», γοερά
μετά αποκαμωμένη όλα τα προσκύναγε,
κι έφτανε ο λυγμός στον Τσαμαντά
διάβαινε το δάκρυ με το ποτάμι
από τη Λεσινίτσα στην Πόβλα,
όλα τα φθαρτά
κηδεμόνευαν την εξαφτέρουγη σκέψη
στον αιώνιο άδικο κόσμο.

🔹  Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου – Φιλιάτες, 15 Ιουλίου 2021


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργογραφία

  • Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα

Ζωή Δικταίου Να χα μια χούφτα θάλασσα σ΄ένα γυαλί κλεισμένηΣυμμετοχές σε συλλογικά έργα

  • «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα
    Εκδόσεις: Ατέχνως
  • «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,

facebook logo click