Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Μαίρη Μπαχτσετζή: ΒΑΡΕΘΗΚΑ…

Τα φώτα στους δρόμους της  πόλης σβήνουν μονομιάς. Είναι η ώρα που χαράζει και οι μαύροι ίσκιοι της νύχτας ξαναπαίρνουν τη γνώριμη καθημερινή τους μορφή. Το μικρό καταπράσινο πάρκο αποκτά και πάλι ζωή.

Ο Γιώργος, πέρασε κι αυτό το βράδυ  κουλουριασμένος σ’ ένα απόμερο παγκάκι, σχεδόν κρυμμένος, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο παλιό του ταλαιπωρημένο σακίδιο και το μπουφάν κουμπωμένο μέχρι το λαιμό  γιατί είναι και προχωρημένος Οκτώβρης και η πρωινή ψύχρα δεν είναι καθόλου ευχάριστη.

Είναι ένας μήνας τώρα, που διωγμένος από τον πατέρα του, έκανε σπίτι του το πάρκο και κρεβάτι του αυτό το παλιό ξύλινο παγκάκι με τα σιδερένια στηρίγματα. Τα λιγοστά χρήματα που του είχαν απομείνει, τα έδωσε για τη δόση του και τώρα πια ελπίζει στη λύπηση των περαστικών του πάρκου.

……………………

Ο τελευταίος καβγάς με τον πατέρα του ήταν τόσο άγριος που δεν του αφήνει κανένα περιθώριο ούτε για συγνώμες, ούτε για νέες ευκαιρίες. Όσο για τη μάνα του ντρεπόταν και να την κοιτάξει στα μάτια. Εφτά χρόνια στη χρήση, από 15 χρονών, είχε σπαταλήσει όλες τις ευκαιρίες που του είχαν  δοθεί, είχε δώσει χιλιάδες υποσχέσεις που, ήθελε όσο τίποτα να τηρήσει, αλλά δεν τα κατάφερε, είχε κατακλέψει γονείς, φίλους συγγενείς, είπε αμέτρητα ψέματα, όμως τα σημάδια στο σώμα του που όλο πλήθαιναν μαρτυρούσαν την φρικτή αλήθεια.

-Μέχρι εκεί έφτασες ρε αλήτη; φώναζε έξαλλος ο πατέρας του τη μέρα που τον έδιωξε. Σήκωσες χέρι στη μάνα σου;  Τίποτα δε σέβεσαι πια; Το επόμενο βήμα ποιο είναι να μας σκοτώσεις; Να σκοτώσεις κάποιον άνθρωπο εκεί έξω για να τον ληστέψεις; Με τον δρόμο που τραβάς το επόμενο βήμα είναι η φυλακή. Εκεί θέλεις να καταλήξεις; Τόσα χρόνια προσπαθούμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ πας όλο και πιο κάτω. Δεν το βλέπεις ότι καταστρέφεσαι;

Η μάνα του, που αν την έκοβες, αίμα δεν θα’ σταζε από την πίκρα, μάζεψε όλες τις δυνάμεις που της είχαν απομείνει, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της και να ξεστομίσει την απόφαση που είχε πάρει, χωρίς να κομπιάζει και χωρίς να δείξει αδυναμία. Δεν ήταν ώρα ούτε για κλάματα ούτε για ενοχές. Αυτά τα είχε κάνει χρόνια τώρα. Αμέτρητες νύχτες έκλαιγε κι αναρωτιόταν τα γιατί, τι έφταιξε, τι λάθη κάνανε με το παιδί τους. Και σε ψυχολόγους πήγαν, και σε προγράμματα μεθαδόνης και σε κλειστά προγράμματα απεξάρτησης και τι δεν έκαναν για να τον σώσουν. Πάντα η ίδια κατάληξη, τα παρατούσε κι έπεφτε στη χρήση. Τον παρακαλούσε εκείνη, έκλαιγε «αγόρι μου κάνε πάλι μια προσπάθεια, μη το βάζεις κάτω, σκέψου τη ζωή σου» Εφτά χρόνια τώρα έκλαψε τόσο πολύ που πια στερέψανε τα δάκρυα και  ήρθε η σιωπή. Ο βουβός πόνος. Αμίλητη τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι, αφρόντιστη, αχτένιστη σαν αλλοπαρμένη. Δεν μιλούσε πια στο γιο της και στον άντρα της, μόνο τα τυπικά.

– Γιε μου, του λέει με φωνή ήρεμη και σταθερή, ήρθε η ώρα να φύγεις από το σπίτι. Μάζεψε τώρα  ο,τι χρειάζεσαι και να φύγεις……

Ο άντρας της την κοίταξε έκπληκτος, τρομαγμένος από την σκέψη ότι θα μενε το παιδί τους έρημο στους πέντε δρόμους και πήγε κάτι να πει.

– Όποιος δεν συμφωνεί, να πάει μαζί του. Αν επιμείνετε θα λάβω τα μέτρα μου…..

Όταν ακούστηκε το δυνατό μπαμ από το κλείσιμο της εξώπορτας, η μάνα δεν άντεξε, σωριάστηκε κάτω.

……………………

Θορυβημένος από το πρωινό βουητό, ο Γιώργος, ανοίγει τα μάτια του και προσπαθεί να σηκωθεί. Όλο του το κορμί είναι πιασμένο και πονάει. Τα χέρια του μαυρισμένα από τα σημάδια της χρήσης, άρχισε τώρα και στα πόδια. Το άλλοτε όμορφο παλικάρι με τα καταπράσινα μάτια είναι πια ένα κλαράκι γεμάτο μελανιές και ξεραμένα αίματα, τόσο αδύνατο που με το ζόρι στέκεται στα πόδια του. Τα ρούχα του πλέουν πάνω του, το παντελόνι προσπαθεί να το συγκρατήσει με μια παραμάνα, αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. Κάθεται καμπουριαστός στο παγκάκι, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του,  να σκεφτεί τι θα κάνει. Πίσω του ακριβώς στην ξύλινη πλάτη του «κρεβατιού του» προβάλει με μαύρα γράμματα το σύνθημα «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΝΑ ΠΟΝΑΣ Ή ΝΑ ΜΗ ΝΙΩΘΕΙΣ?»

Οι επιλογές του μετρημένες, η εξής μία: να βγει στους δρόμους της πόλης να ζητιανέψει. Κανένας, εδώ και καιρό,  δεν τον έπαιρνε στη δουλειά. Οι απαντήσεις πάντα ίδιες:

  • Δεν χρειαζόμαστε υπάλληλο. Είμαστε πλήρεις. Άσε το τηλέφωνό σου και θα σε ειδοποιήσουμε αν χρειαστούμε κι άλλο άτομο.
  • Δυστυχώς, η θέση καλύφθηκε.

Αυτά και άλλα τέτοια του λέγανε οι καταστηματάρχες που τον κοιτούσαν επιφυλακτικά, όταν έμπαινε στο μαγαζί τους και παίρναν τα μέτρα τους μήπως και τους κλέψει.

Οι φίλοι του, οι εκτός χρήσης, του είχαν γυρίσει την πλάτη, δεν μπορούσαν να του έχουν καμία εμπιστοσύνη, ούτε να τον καταλάβουν ούτε να μοιραστούν μαζί του τις αγωνίες του κι όσο γι’ αυτούς που απέκτησε μετά τη χρήση, τους απέφευγε ο ίδιος γιατί καταλάβαινε ότι τον έσπρωχναν στον πάτο.

Μη βρίσκοντας άλλη λύση,  αποφασίζει να πιάσει μια γωνιά σε ένα κεντρικό δρόμο της πόλης, όμως η ντροπή του είναι τόση που δεν ξέρει πώς να σταθεί, θέλει να κρύψει το πρόσωπό του, να το σκεπάσει να μη βλέπει κανέναν και κανένας να μην ξέρει ποιος είναι. Κάθεται κάτω, στο πεζοδρόμιο, με την πλάτη ακουμπισμένη στο μαρμάρινο  τοίχο της Μεγάλης Τράπεζας. Βγάζει το μαύρο μαντήλι από το λαιμό του και το απλώνει σα πιατάκι στο δρόμο. Με χωμένο το κεφάλι του μέσα στο μπουφάν κι ανάμεσα στα γόνατα, τα μάτια σφιχτά κλειστά, ακούει τα βήματα των περαστικών και τον ήχο των πρώτων κερμάτων.

Αυτό έγινε και τις επόμενες  μέρες. Με τα λίγα χρήματα που μάζευε έτρωγε κάτι, ίσα που να μη λιποθυμήσει από την πείνα και με τα υπόλοιπα έπαιρνε ο,τι μπορούσε να βρει σε ναρκωτικό, ο, τι να’ ναι, ο, τι μπορούσε να σταματήσει για λίγο τους πόνους του κορμιού και της ψυχής του.

Καθισμένος στη γνωστή στάση, στο δρόμο, ο Γιώργος, με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια κλειστά, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει λίγο-λίγο, από τον ήχο των κερμάτων πόσα περίπου έχει μαζέψει. Κάποια μέρα, όμως,  έτσι σκυφτός, αντιλαμβάνεται ότι  τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.  Αυτό που συνέβαινε εδώ και λίγη ώρα του φαινόταν περίεργο. Δεν άκουγε τίποτα, ούτε κέρματα, ούτε βήματα. «Τι γίνεται σήμερα;» αναρωτιόταν. «Κανείς, τίποτα, ούτε ένα κέρμα;» Δειλά- δειλά σηκώνει το κεφάλι, κι ανοίγει τα μάτια. Έκπληκτος, αντικρίζει το τρυφερό βλέμμα του πατέρα του, που όλη αυτή την ώρα στεκόταν γονατισμένος μπροστά του, θέλοντας να φωνάξει από απελπισία, από θυμό για τον εαυτό του που άφησε να συμβεί αυτό, θυμό για όλους αυτούς που δεν κάνουν τίποτα κι αφήνουν εξαρτημένους ανθρώπους να καταλήγουν στη ζητιανιά, όμως η φωνή του πνιγόταν από τον κόμπο στο λαιμό του.

Ο Γιώργος τα’ χασε. Έκανε να σηκωθεί να φύγει, ο πατέρας του όμως δεν τον άφησε. Τον τράβηξε στην αγκαλιά του, τον έσφιξε πάνω του και τον  σκέπασε με τα χέρια του θέλοντας να τον προστατέψει από όλους κι από όλα.

-Πάμε να φύγουμε από’ δω παιδί μου …

…………………………

Ξανά πάλι  ο Γιώργος, να παρακολουθεί κλειστό πρόγραμμα  θεραπείας, με νέες υποσχέσεις από αυτόν και κρυφές ελπίδες από τους γονείς πως ίσως αυτή τη φορά τα καταφέρει. Και να που επιτέλους οι ελπίδες δικαιώθηκαν! Η προσαρμογή του δεν ήταν καθόλου εύκολη, πέρασε νύχτες στέρησης, με πόνους δυνατούς, παλινδρομήσεις στις σκέψεις του, αβάσταχτη επιθυμία για ουσίες, όμως στο τέλος βγήκε νικητής! Σημαντική βοήθεια στην  επιτυχία του η γνωριμία με την Κατερίνα που εξελίχθηκε σε δυνατό έρωτα και του έδωσε νέα διάθεση για ζωή, τόσο που άρχισε να κάνει και όνειρα για τη ζωή τους μετά από κει.

Το Κατερινάκι, όπως τη φώναζε,  είχε φτάσει λίγο διάστημα πριν τον Γιώργο στην ίδια Κοινότητα, σε κακά χάλια επίσης, αποφασισμένη όμως να ξεφύγει από τα ναρκωτικά, αφού η τελευταία δόση που πήρε την έστειλε για πάνω από ένα μήνα στο Νοσοκομείο. Μόνη, στο λευκό δωμάτιο, χωρίς  τους δικούς της που είχε τρία χρόνια να τους δει και χωρίς καμιά βοήθεια από κανέναν παρά μόνο ενός ψυχιάτρου του Νοσοκομείου, που την επισκεπτόταν τακτικά, συνειδητοποίησε ότι καθημερινά έπαιζε ρώσικη ρουλέτα με το θάνατο κι αν συνέχιζε έτσι, η μοιραία δόση ήταν θέμα χρόνου. Άκουσε λοιπόν τη συμβουλή του ψυχιάτρου που  της πρότεινε την παρακολούθηση κλειστού προγράμματος σε θεραπευτική κοινότητα και του ζήτησε να ρυθμίσει αυτός  όλες τις τυπικές διαδικασίες ώστε να εισαχθεί.

…………………

Όταν  πρώτη φορά συνάντησε το Γιώργο, να κάθεται μόνος του, παράμερα, μ’ εκείνο το απόμακρο ύφος του, η καρδιά της σκίρτησε.  Τον ερωτεύτηκε αμέσως. Το θλιμμένο βλέμμα του, τα καταπράσινα μάτια του, η ευγένεια του προσώπου του, την έκαναν να τον σκέφτεται συνέχεια και μετά από λίγες μέρες τον πλησίασε να του μιλήσει. Κι εκείνος όμως κεραυνοβολήθηκε με την πρώτη ματιά. Ένα γλυκό τρέμουλο τον διαπέρασε ολόκληρο, σαν στάθηκε μπροστά του και η σιλουέτα της του έκρυψε τον ήλιο. Ερωτεύθηκε τα πάντα πάνω της, τα μαλλιά της το χαμόγελό της, το σώμα της κι όταν τη γνώρισε καλύτερα την αγάπησε με όλη  τη δύναμη της ψυχής του. Τα δύο παιδιά βοήθησαν το ένα το άλλο, αλληλοστηρίχτηκαν, στα δύσκολα, πανηγύρισαν μαζί τις μεγάλες τους επιτυχίες.

— Σταμάτα Γιώργο μου, ζαλίστηκα, θα πέσουμε κι οι δυο κάτω, του φώναζε ευτυχισμένη, τη μέρα που φεύγαν από την Κοινότητα, καθώς την είχε σηκώσει ψηλά και της έκανε σβούρες από τη χαρά του και τον ενθουσιασμό που τα κατάφεραν και θα έκαναν μαζί μια νέα αρχή.

— Μη φοβάσαι Κατερινάκι, σε κρατάω φώναζε εκείνος δυνατά ν’ ακουστεί ως τα πέρατα η χαρά του. Άνοιξε τα φτερά σου Κατερινάκι και πέτα! Σ’ αγαπάω! Και δωσ΄του να τη σηκώνει πιο ψηλά και να τη στροβιλίζει.

— Σ’ αγαπάω, φώναζε δυνατά και το Κατερινάκι με τα χέρια ορθάνοιχτα κι ήθελε ν’ αγκαλιάσει όλο τον κόσμο από τη χαρά της.

……………………… .

Οι δυο μαζί, πιασμένοι χέρι-χέρι,  φτάσανε στο σπίτι του Γιώργου, να δούνε  τους δικούς του κι από κει στη Θεσσαλονίκη, που ήταν η πόλη της Κατερίνας κι εκεί είχε κάποιες άκρες για δουλειά. Οι γονείς του με συγκρατημένη χαρά, και ενδόμυχο φόβο ότι ίσως πάλι κάτι στραβώσει,  τους βοήθησαν  όσο μπορούσαν στο νέο τους ξεκίνημα. Η μάνα του που όλα του τα’ χε συγχωρέσει, αλλά δεν τα είχε ξεχάσει, τον συμβούλευε  μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι που τον τράβηξε η Κατερίνα από το χέρι γιατί θα έχαναν το λεωφορείο του ΚΤΕΛ.

– Πρόσεχε παιδί μου, τα μάτια σου δεκατέσσερα. Όλη η ζωή είναι μπροστά σου, μη τη χαραμίσεις. Ζήσε!

-Μικρέ, πάτα γερά στα πόδια σου, έλεγε ο πατέρας του με ύφος σοβαρό, κρύβοντας τη συγκίνησή του. Και μη μας ξεχνάς, θα σου τηλεφωνούμε καθημερινά.

Στη Θεσσαλονίκη έφτασαν στις αρχές του 2010. Η οικονομική κρίση είχε ξεκινήσει για τα καλά στη χώρα, οι επιχειρήσεις έκλειναν η μία μετά την άλλη. Νοίκιασαν ένα μικρό σπίτι στη Χαριλάου κι άρχισε πάλι ένας νέος Γολγοθάς, αυτός της αναζήτησης εργασίας. Οι απορρίψεις έρχονταν απανωτά από παντού. Οι πόρτες όλες κλειστές γι΄ αυτά τα παιδιά που έκαναν τόσο σκληρό αγώνα να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Πάνω από δυο μήνες δε στέριωναν σε δουλειά κι ερχόταν η ειδοποίηση της απόλυσης λόγω μείωσης προσωπικού. Τα νοίκια χρωστούμενα, οι λογαριασμοί απλήρωτοι. Οι γονείς του έστελναν κάτι λίγα χρήματα για τις πρώτες ανάγκες, αλλά κι αυτοί πλέον τα’ βγαζαν πέρα με μεγάλη δυσκολία.

— Θα τα καταφέρουμε Γιώργο μου, του’ λεγε η Κατερίνα. Περάσαμε πολύ χειρότερα κι αντέξαμε.

— Θα κάνω τα πάντα κοριτσάκι μου, θα δουλέψω όπου βρω, ο, τι να’ναι, αρκεί να έχω ένα μεροκάματο, της απαντούσε, μη μου στεναχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά.

…………………

Τρία χρόνια μετά, είχαν φτάσει σε απόλυτη εξαθλίωση.  «Καρφάκι δεν τους καίγεται για μας Κατερινάκι» έλεγε απογοητευμένος ο Γιώργος, που μετά την τελευταία του απόλυση  δεν άντεξε, ξανάπεσε στη χρήση. Όμως το φιλότιμό του και οι φρικιαστικές αναμνήσεις από αυτά που πέρασε, ο φόβος γι’ αυτά που έρχονται, τον οδήγησαν αυτή τη φορά να πάρει μια οριστική απόφαση. Δεν θα ξαναπερνούσε τα ίδια, δεν άντεχε να ξαναντικρίσει τον πατέρα του, δεν θα παρέσερνε την αγαπημένη του μαζί του στο βούρκο. Όχι, η Κατερίνα έπρεπε να σωθεί, να μη ξανακυλήσει στις ουσίες, να ζήσει μια καλή ζωή κι όχι να νταντεύει ένα άρρωστο άτομο.

Όλη η ζωή του, η αγωνία του, η ταλαιπωρία του, τα αδιέξοδά του, οι γκρεμισμένες ελπίδες του, τα χαμένα του όνειρα, το κατηγορώ του στην κοινωνία, συμπυκνωμένα σ’ ένα μικρό λευκό χαρτί : «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ  ΒΑΡΕΘΗΚΑ  ΑΗΔΙΑΣΑ     Γιώργος» κι από κάτω σαν υστερόγραφο  «Άνοιξε τα φτερά σου Κατερινάκι και πέτα, σ΄αγαπάω ….»

Η είδηση περνά με τη μορφή τρέιλερ στα πρωινά δελτία ειδήσεων: «Νέος, 28 ετών, βρέθηκε νεκρός στην οικία του από υπερβολική χρήση ναρκωτικών ουσιών, αφήνοντας ένα σημείωμα στους δικούς του. Τα αίτια της αυτοκτονίας δεν έγιναν γνωστά. Εικάζεται ότι είχε οικονομικά προβλήματα. Περισσότερα, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του σταθμού μας.»

____________________________________ 

Η φράση ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ, ΒΑΡΕΘΗΚΑ, ΑΗΔΙΑΣΑ, βρέθηκε σε σημείωμα που άφησε 21χρονος, σπουδαστής Τεχνικών Σχολών, ο οποίος αυτοκτόνησε, το 1983.

Στο 3ο συνέδριο της ΚΝΕ (12-17/12/1983), στην ομιλία του ο Χαρίλαος Φλωράκης αναφέρθηκε σ’ αυτό με τα εξής λόγια: «…..Είναι πράγματι τρομακτικό για ένα νέο άνθρωπο στα καλύτερα, στα πιο δημιουργικά και ζωντανά χρόνια του  αυτές οι φράσεις. Μπορεί η ενέργεια του σπουδαστή να είναι ακραία  αλλά τα αισθήματα της πρόωρης κούρασης και της αηδίας απέναντι σ’ εκείνα που αντιμετωπίζουν, δυστυχώς δεν αποτελούν εξαιρέσεις μέσα στη νεολαία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταγγελία για το σημερινό κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης και της αδικίας από τα αδιέξοδα που υψώνει στη ζωή και το μέλλον της νέας γενιάς ……» Από τα ντοκουμέντα του 3ου Συνεδρίου της ΚΝΕ (site 21 aristera)

Μαίρη Μπαχτσετζή
Νοέμβριος 2020