Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με αφορμή τις δηλώσεις Νταλάρα – Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Είχε δίκιο ο Νταλάρας; Ήταν σωστή η συμπεριφορά του απέναντι σε νέους δημοσιογράφους που δεν επιλέγουν πού και πώς θα κάνουν το καθημερινό ρεπορτάζ; Και αν ναι, τότε πού βρίσκεται η ευθύνη για τον τρόπο που στις μέρες μας ασκείται η δημοσιογραφία από τα κυρίαρχα ΜΜΕ; Φταίνε αποκλειστικά οι εργαζόμενοι; Τότε ποιος είναι ο ρόλος της εργοδοσίας και της κυβέρνησης; Ποιος ευθύνεται για την απαξίωση του ρόλου του δημοσιογράφου σήμερα; Πώς μπορούμε οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες να μιλήσουμε για την κατάσταση που βρίσκεται η δημοσιογραφία χωρίς να στοχοποιούμε τους ανθρώπους της τάξης μας που αγωνίζονται για το μεροκάματο κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες; Αυτά τα ερωτήματα προσπαθώ να απαντήσω στις πρόχειρες σημειώσεις που ακολουθούν ως μια μικρή συνεισφορά στο δημόσιο διάλογο που προκάλεσε η, κατά τη γνώμη μου, απαξιωτική συμπεριφορά του κορυφαίου Έλληνα τραγουδιστή Γιώργου Νταλάρα προς νέους δημοσιογράφους.

Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές το συναίσθημα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τι λέμε αλλά και πως το λέμε. Αρκετές φορές η συμπεριφορά μας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα θέλουμε να εκφράσουμε. Είναι και στιγμές, που χρησιμοποιούμε τον λόγο μας με τέτοιο τρόπο που ενώ στην πρώτη ματιά μοιάζει καίριος και σωστός στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επιβάλλει το εγώ του πάνω στους άλλους. Το αποκορύφωμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς, συνήθως κρίνεται αρνητικά από τους συνομιλητές και τους ακροατές. Το βασικότερο στοιχείο στο δημόσιο διάλογο είναι ο σεβασμός προς το συνεργάτη ή/και τον αντίπαλο μας. Όταν κάποιος κατέχει μία δημόσια θέση ως καλλιτέχνης, δημοσιογράφος ή πολιτικός κατά συνέπεια οφείλει να ακολουθεί αυτούς τους κανόνες, ουσιαστικά κι όχι για λόγους εντυπωσιασμού. Το συμπέρασμα μου είναι ότι Νταλάρας δεν το έκανε και αυτό δεν αλλάζει. Ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο πάντα και ο γράφων δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως είναι αναγκαίο, σωστά;

Παραδοχές

Είναι κοινή παραδοχή ότι το επάγγελμα του δημοσιογράφου έχει στοχοποιηθεί από μερίδα των πολιτών ως μια αντιδραστική και καθεστωτική δραστηριότητα λόγω της αγαστής συμπόρευσης των μεγαλοδημοσιογράφων και των δημοσιογραφικών ομίλων με την πολιτική εξουσία και το επιχειρηματικό-τραπεζικό κεφάλαιο. Θα συμφωνήσουμε ότι δεν είναι παράλογη η επιφύλαξη προς τα ΜΜΕ. Είναι γνωστό σε όλους και όλες μας, ότι τα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί μια τεράστια τομή στο χώρο: η ενίσχυση και ενδυνάμωση των μονοπωλιακών πολιτικών σε βάρος της ελεύθερης και αδέσμευτης δημοσιογραφίας. Αποτέλεσμα; Μια μονόπλευρη ενημέρωση που προασπίζεται με νύχια και με δόντια την πολιτική εξαθλίωσης της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας  – και των προηγούμενων κυβερνήσεων – σε βάρος της εργαζόμενης πλειοψηφίας, των φτωχών, των γυναικών, των μεταναστών και του περιβάλλοντος.

Τα αντεργατικά σχέδια της κυβέρνησης και οι φωνές για την καταστολή του δικαιώματος στην απεργία και τη διαδήλωση βρίσκουν στα κυρίαρχα μέσα τον καλύτερο εκφραστή τους. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στο μεταναστευτικό ζήτημα που τις ευθύνες για την αύξηση της εγκληματικότητας τις ρίχνουν στις πλάτες των μεταναστών ενώ την ίδια ώρα η κυβέρνηση και η αστυνομία με την ανοχή τους βλέπουν με αδιαφορία την ανησυχητική και δολοφονική επέκταση της Greek Mafia σε νέους “επιχειρηματικούς” τομείς. Αυτά τα ζητήματα περνάνε στα ψιλά των αστικών ΜΜΕ σε αντίθεση με τη γενοκτονία του κράτους-τρομοκράτη του Ισραήλ στη Γάζα ή με τις αστυνομικές δράσεις ενάντια σε φοιτητές του ΕΜΠ που πραγματοποιούσαν παρέμβαση κατά της ιδιωτικοποίησης της Παιδείας που παρουσιάζονται ως αγώνας και πρωτοβουλία κατά των υποτιθέμενων οργανωμένων μειοψηφιών που εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία…

Ευτυχώς, ο κόσμος της δουλειάς σε μεγάλο ποσοστό αναγνωρίζει ότι για όλα τα παραπάνω η ευθύνη δεν βρίσκεται στους απλούς ρεπόρτερ και στους επισφαλώς εργαζόμενους σε εφημερίδες, τηλεοπτικά κανάλια και site. Όσο κι αν υπάρχει η ατομική ευθύνη σε καμία περίπτωση δεν έχει μεγαλύτερο βάρος από τον τρόπο που ασκείται η διοίκηση στα δημόσια πράγματα και στα μεγάλα ΜΜΕ. Δυστυχώς, ο σπουδαίος ερμηνευτής επικεντρώνεται αποκλειστικά σε αυτή και την αναπαράγει στις δηλώσεις του προς τους νεαρούς δημοσιογράφους. Ο ίδιος που με ξεκάθαρο τρόπο είχε ταχθεί με δηλώσεις του υπέρ της επιβολής των μνημονίων! Όπως έγραφε ο Ε.Χ. στον Ριζοσπάστη:

«Τη συντονισμένη επιχείρηση αποπροσανατολισμού των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, ώστε η λαϊκή οργή από τα βάρβαρα μέτρα που ξεθεμελιώνουν κάθε δικαίωμα να στραφεί σε λογικές τύπου «σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω», προσπαθεί να σιγοντάρει ο Γιώργος Νταλάρας, με περατζάδες από τα αστικά ΜΜΕ όπου, από τη μια, υπερασπίζει την πολιτική του ΠΑΣΟΚ και, από την άλλη, προπαγανδίζει τη «φιλάνθρωπη» κίνησή του να διοργανώσει συναυλίες δωρεάν για να χαρεί ο «καημένος» ο λαός αυτές τις μέρες της κρίσης… Όποιος πράγματι ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα του λαού, αφ’ ενός, καταδικάζει απερίφραστα την πολιτική που ξεθεμελιώνει κάθε εργατικό και λαϊκό δικαίωμα και, αφ’ ετέρου, οφείλει πλάι στην όποια πρωτοβουλία παίρνει να καλεί το λαό να ξεσηκωθεί και να διεκδικήσει τα δίκια του και όχι να προσφέρει «παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του» (Γιώργος Νταλάρας: Αντιλαϊκή στοίχιση και αντικομμουνισμός, 29/2/2012)

Τρίτη αλήθεια, το επάγγελμα του δημοσιογράφου είναι από τα πιο επισφαλή στην “αγορά εργασίας”. Υπάρχει η μεγάλη επίθεση στα δικαιώματα τους, με απολύσεις και με κλεισίματα ενώ Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) έχει να υπογραφεί εδώ και πολλά χρόνια που σημαίνει ατομικές συμβάσεις, εξαντλητικά ωράρια, πολύ χαμηλούς μισθούς και μια καθημερινή, επίπονη μάχη των δημοσιογράφων για να υπερασπιστούνε τη δεοντολογία.Τα σωματεία των εργαζομένων του χώρου έχουν καταγγείλει άπειρες φορές αυτά τα ζητήματα ενώ υπάρχουν και οι αντίστοιχες έρευνες. Διαβάζουμε σχετικά στο MedianalysisGR για το ερευνητικό πρόγραμμα Media for Democracy Monitor 2020 (συμμετείχε η Ελλάδα) και που μιλάει, έχει σημασία αυτό, με όρους “αγοράς”:

«Ο επαγγελματισμός στη δημοσιογραφία και η εξασφάλιση της δημοσιογραφικής εργασίας βρίσκονται επί του παρόντος σε ρευστή κατάσταση σε διάφορες μιντιακές αγορές. Δύο σημαντικές τάσεις έχουν αναδυθεί, που χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς βαθμούς έντασης και επιρροής στον τομέα της δημοσιογραφίας: η ολοένα και πιο κοινή χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και η αλλαγή ηλικιακών γενεών στις αίθουσες σύνταξης (newsrooms), με στόχο κυρίως την εξοικονόμηση πόρων σε περιόδους κρίσης. Αυτό είναι ένα από τα βασικά ευρήματα που προκύπτουν από την έρευνα που διεξήχθη το πρώτο εξάμηνο του 2020 στο πλαίσιο του προγράμματος «Media for Democracy Monitor 2020» υπό την αιγίδα της ερευνητικής ομάδας Euromedia Research Group σε δεκαοκτώ χώρες του κόσμου».

Τέταρτη αλήθεια: Οι ειδήσεις στην ΕΡΤ αλλά και στα ιδιωτικά ΜΜΕ, μετατρέπονται σε αναπαραγωγή των κυβερνητικών non papers, δελτίων τύπου και των ανακοινώσεων της ΓΑΔΑ ενώ εκατοντάδες συμβασιούχοι εργάζονται σε συνθήκες γαλέρας και σε ρεπορτάζ που αναπαράγουν μια συγκεκριμένη, καθεστωτική αντίληψη για τα κοινωνικά ζητήματα. Την ίδια γραμμή ακολουθούν συγκεκριμένες εκπομπές, κυρίως πρωινές, με ειδίκευση στον κίτρινο τύπο. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Νταλάρας έκανε τις δηλώσεις του για τους νεότερους συναδέλφους του σε μια τέτοια εκπομπή, συγκεκριμένα στην εκπομπή “Χαμογέλα και πάλι” της Σίσσυς Χρηστίδου στο Mega (7/1/2024). Επίσης, ο τραγουδιστής είχε εμφανιστεί και στην εκπομπή του Γιώργου Λιάγκα “Το Πρωινό” στον ΑΝΤ’1 (27/4/2016) να μιλήσει για μουσική παράσταση σχετικά με το μουσικοσυνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή. Τα μέσα τότε ενδιαφέρονταν για τον Κουγιουμτζή αλλά αδιαφορούν σήμερα για τον Τσιτσάνη; Σύμφωνα με την προσωπική μου ανάγνωση των πραγμάτων, ακόμα και αυτό το επιχείρημα του αγαπημένου ερμηνευτή στέκει στον αέρα.

Συμπεράσματα

Θα συμφωνήσουμε επίσης, ότι Γιώργος Νταλάρας και ο κάθε Νταλάρας έχει το δικαίωμα στην οργή και την κριτική αλλά κι ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί αυτό το σπουδαίο, δημοκρατικό εργαλείο καταχρηστικά κι απέναντι σε εργαζόμενους αποφεύγοντας να θίξει τους πραγματικούς υπεύθυνους που απαξιώνουν συστηματικά το επάγγελμα και το λειτούργημα, αν θέλετε, του δημοσιογράφου. Με τον ίδιο τρόπο που η αστική εξουσία απαξιώνει και οδηγεί στην ανυποληψία την πολιτική, την τέχνη, την καθημερινή ζωή, τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Έτσι κι αλλιώς, εάν είχε την πρόθεση να μιλήσει για την κατάσταση της σύγχρονης δημοσιογραφίας, των εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων στην Ελλάδα μπορούσε να αναφερθεί στη Λίστα  Πέτσα, στην πολιτική Μητσοτάκη και στις παρακολουθήσεις, σωστά; Τέλος, κατά τη δική μου άποψη, ακόμα κι ο τρόπος που ο Νταλάρας απευθύνεται στους νέους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στις γυναίκες είναι ιδιαίτερα προβληματικός. Για να μην αναφέρω, για το πατρονάρισμα, τον ελιτισμό και τον σεξισμό του τραγουδιστή που πέρασε στα ψιλά… Κάτω από αυτό το πρίσμα, καταλήγω ότι ο Νταλάρας αδίκησε τους νέους δημοσιογράφους ρίχνοντας πάνω τους τις αμαρτίες ενός ολόκληρου συστήματος εργασιακής εκμετάλλευσης.

«Και πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της απαξίωσης της δημοσιογραφίας;» θα ρωτήσει ο καλοπροαίρετος/η αναγνώστης/τρια. «Ο Νταλάρας πρότεινε μια λύση. Αυτή μπορεί να παρακινήσει τους νέους δημοσιογράφους να σκεφτούν διαφορετικά». Αν και κατανοώ τη συγκεκριμένη προσέγγισή η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πλήθος μαχόμενων δημοσιογράφων που οργανώνονται και αγωνίζονται για μια ελεύθερη, αντικειμενική, ολοκληρωμένη και έγκυρη πληροφόρηση για όλους/ες. Μεγαλύτερο είναι το πλήθος που μπορεί να κερδηθεί προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Παράλληλα  υπάρχει ο αγώνας για σταθερές σχέσεις εργασίας, για ΣΣΕ που θα διασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζόμενων ενάντια στην ανεργία και την ακρίβεια, για μισθούς και συντάξεις.

Αυτή η προοπτική θα πετύχει μόνο μέσα από τη συνδικαλιστική δουλειά και με αγωνιστικές προσπάθειες διεκδίκησης και οργάνωσης. Για μένα, εκεί βρίσκεται η απάντηση και όχι στις αφ’ υψηλού νουθεσίες του Γιώργου Νταλάρα. Αντίστοιχα θα συμφωνήσουμε ότι η δική μας κριτική οφείλει να επικεντρωθεί στις δηλώσεις και στη συμπεριφορά του και όχι στην καλλιτεχνική απαξίωση ενός ανθρώπου που κατέχει περίοπτη θέση στα μουσικά μας πράγματα.

 

Το “έπος” του Γουέμπλεϊ, αφηγείται ο Αριστείδης Καμάρας