Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μια ελιά σε χρεωμένο χρόνο

Γράφει η // Χαρούλα Βερίγου \ Ζωή Δικταίου

Η Καλλιόπη, της άπειρης υπομονής,
καθώς έκλεινε το παλιό ημερολόγιο,
κουρασμένη,
το άφησε ευλαβικά στο τραπέζι,
φόρεσε τα γυαλιά της,
και αντιμιλώντας στον ίσκιο
που χρόνια τη συντρόφευε,
σηκώθηκε από τον καναπέ,
μια δίψα, για νερό, για ζωή,
ούτε η ίδια ήξερε.

Τρεκλίζοντας,
άναψε το φυτίλι στο Γιαννιώτικο μπακίρι,
συνήθεια, τόσο παλιά, όσο και η ίδια,
τακτοποίησε τις κορνίζες,
σταμάτησε μπροστά στον καθρέφτη
πρόσεξε τις ξεθωριασμένες μάλλινες παντόφλες,
τα παραμορφωμένα της πόδια,
τα ξέπλεκα μαλλιά,
τη μικρή ελιά στην πήλινη γλάστρα,
το φεγγάρι στο θόλο της νύχτας
χλωμό μέσα από τις κουρτίνες,
άγγιξε στο κόκκινο βελούδο της ρόμπας
την ασημένια καρφίτσα,
δυο κεντημένα φύλλα ανθισμένης ελιάς
σε χρυσή παραμάνα,
πάντα στο αριστερό πέτο.

Ίσιωσε την πλάτη, στηρίχτηκε στο μπαστούνι της,
πλησίασε πιο κοντά,
τώρα πάσκιζε να δει τις ρυτίδες στο πρόσωπο,
να τις διαβάσει άλλη μια φορά
σα να διάβαζε τη ζωή της
εκεί, ανάμεσα στις βαθιές αυλακιές,
από την αρχή.

Η ελλειμματική όραση την εμπόδιζε,
δε βαριέσαι, συλλογίστηκε,
από τη διωγμένη ομορφιά αυτές απόμειναν,
δικές μου είναι,
άγγιξε ξανά την καρφίτσα,
ο αέρας χτύπησε τα παραθυρόφυλλα
ένα αβέβαιο αίσθημα την κυρίευσε,
ούτε φόβος, ούτε προσμονή,
άνοιξε το ραδιόφωνο,
«ας ερχόσουν για λίγο…»

Ακόμη μια φορά δίδοντας άφεση
στην καρδιά της,
αυτή την τρελή με τους πλανόδιους χτύπους
που όλα τ’ αγαπούσε
και όλα τα μπέρδευε,
στη ζητιανιά μιας παρήγορης εικόνας,
έτρεξε στο λιοτρίβι,
βρήκε,
στη φαντασία της,
εκείνη την πανάρχαια ελιά,
φιλιά, υποσχέσεις,
το χνούδι απαλό στα μάγουλα,
έρωτας,
της ανάμνησης είχε μείνει
πετρωμένος στις άκριες των ματιών,
δυο σταγόνες ρετσίνι.

Μέσα της,
είπε θαρρετά, όχι,
κι όχι πως λογάριαζε να πεθάνει, όχι,
θέμα αξιοπρέπειας,
«ο καιρός κρίνει και κρίνεται,
κάθε εποχή,
έχει τους αφοσιωμένους της, Καλλιόπη».

Έφερε τα χέρια, αγκάλιασε τους ώμους,
το σώμα της,
ως να ήθελε να το υπερασπιστεί,
από τ’ αναίτια της θύμησης,
να κλειδώσει απ’ έξω
τις παλιές φωνές στον ελαιώνα.

Δίχως να ρωτά τίνος λάθος,
ο νους,
ξαναγύριζε στο ημερολόγιο,
στην τελευταία σελίδα,
ας μπορούσε ν’ αγγίξει τα χείλη του,
μια σκέψη ήταν μόνο,
φευγαλέα,
η ψυχή, η ψυχή της,
μια ελιά σε χρεωμένο χρόνο.

Φωτο Χαρούλα Βερίγου

Μα, αν μοναχά, τον προσκαλούσε
μια στιγμή,
πάνω σ’ εκείνη τη σελίδα
που είχε γράψει,
«ποτέ για πάντα, μα για πάντα εσύ…»

Γέλασε,
μετρώντας στη δική του αφθονία
τη δική της στέρηση,
ως να είχε ξεμείνει,
εκεί, στα αζήτητα μιας άλλης εποχής,
μέσα στην τυφλή της μοναξιά,
σκέφτηκε να του στείλει
μια ασπρόμαυρη φωτογραφία,
το φάντασμα μιας νιότης ατρύγητης,
ένα παιχνίδι θα ήταν,
θα ήταν, αν εκείνος
συνέχιζε να παίζει στο παιχνίδι της.

Στις εσχατιές μιας ανάμνησης
ο αέρας περνούσε
ξανά από τις φοινικιές του Νότου,
σφυρίζοντας, όσο κι αν φεύγεις,
του χτες, η ξεφτισμένη εικόνα
θλιμμένη,
θα σε φέρνει εδώ,
εδώ η ψυχή σου,
μια ελιά σε χρεωμένο χρόνο.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης \
Ζωή Δικταίου -Κέρκυρα, 6 Νοέμβρη 2022

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962.
Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα.
Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση.
Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού.
Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις.
Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ‘ ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία …
Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο (μυθιστόρημα) Μια κούρσα για τη Χαριγένεια (μυθιστόρημα) Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, (διηγήματα) Αύριο, στάχυα οι λέξεις (ποιητική συλλογή) Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα (διηγήματα) Λασίθι, Τόπος Μέγας (αφήγημα) κά, με συμμετοχές στις ποιητικές ανθολογίες “Μονόλογοι”,  “Γράμματα της ποίησης”.

Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως.

🎶 ℹ️  Το μουσικό μοτίβο …Γη της λεμονιάς, της ελιάς | γη της αγκαλιάς, της χαράς | γη του πεύκου, του κυπαρισσιού, των παλικαριών και της αγάπης … από το ομώνυμο βινύλιο του Μίκη (1965 στίχοι Λεωνίδας Μαλένης) facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook