Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας! (Χριστουγεννιάτικο διήγημα)

Το χιόνι ήταν άφθονο, απαλό, έφτανε μέχρι εκεί που ο ορίζοντας ακουμπούσε τα σύννεφα. Η ερημιά του τοπίου γαλήνευε το βλέμμα, οδηγούσε σε σκέψεις για το νόημα της ύπαρξης, ιδίως σε όσους αναγκαστικά, οι ταχύτητες της ζωής τους ήταν μικρότερες από τους άλλους κοινούς θνητούς.

Το ασπροπούλι, δύσκολα θα μπορούσε να το ξεχωρίσει κανείς αν δεν είχε ανοίξει διάπλατα τα φτερά του. Ετοιμαζόταν άραγε να απογειωθεί ή να προσγειωθεί; Ποιος ξέρει κοιτώντας από τόση απόσταση;

Πάντως ό,τι και από τα δύο και αν συνέβαινε, του αρκούσε που είχε ανοιχτά τα φτερά του, σε αντίθεση με την κατάσταση που βρισκόταν εδώ και μήνες…

Ήθελε και αυτός να είχε φτερά για να ταξίδευε κοντά της. Τα ταξίδια του νου και τα όνειρα τις κρύες μοναχικές νύχτες δεν του έφταναν πια.

Είχαν περάσει 8 μήνες από τον βίαιο αποχωρισμό τους. Όταν έκαναν ακόμη σχέδια για τον γάμο τους στο τέλος της χρονιάς. Και να αυτή, να τον αποχαιρετά με δάκρυα στα μάτια και την υπόσχεση ότι θα τον είχε στον νου και την καρδιά της. Και αυτός, πάντα με εκείνο το ατσαλάκωτο βλέμμα να της κλείνει το μάτι και να της υπόσχεται «εις το επανιδείν».

Μετρούσε από την πρώτη στιγμή τις ώρες του αποχωρισμού τους. Σε κάθε μετακίνησή του, κοιτούσε πάντα τη φωτογραφία της που είχε στον κόρφο του, στο μέρος της καρδιάς. Τα όμορφα γαλάζια μάτια της, ένιωθε να τον κοιτούν γεμάτα απορία, για τις επιλογές του. Θυμόταν συχνά τα παράπονα που έκανε για το ότι δήθεν την παραμελούσε τρέχοντας για άλλα…

Όμως έτσι ήταν η ζωή του, αυτή ήταν η κληρονομιά του πατέρα του. «Ναι η ζωή αποκτά νόημα όταν τη μοιράζεται κανείς, όμως και για να είναι τέτοια θα πρέπει να είναι ανθρώπινη» της έλεγε όταν του έκανε παρατηρήσεις.

Τήρησαν και οι δύο τις υποσχέσεις τους, αυτούς τους μήνες. Τα γράμματα και τα καρτ ποστάλ τους κρατούσαν σε σταθερή επαφή. Λόγια τρυφερά, έλλειψης και αγάπης. Και κάπου- κάπου κάποιες ειδήσεις από την πατρίδα, για συγγενείς και φίλους.

Σκληρές οι μέρες του. Οι μεγαλύτεροι ήταν πάντα εκεί για να τον κρατάνε όρθιο, όταν τον έπιανε το παράπονο ή ο φόβος. Όμως τα βράδια ήταν πάντα δύσκολα . Όταν μόνος με το εαυτό του τον βασάνιζαν σκληρά ερωτήματα για το μέχρι πού θα πάει η κατάσταση, για το αν άξιζε τελικά όλη αυτή η δοκιμασία που και αυτός περνούσε. Έσφιγγε το δόντια, έβγαζε τη φωτογραφία της, την χάιδευε όπως τότε και θαρρείς πως του έδινε τη γαλήνη και κυρίως τη σιγουριά ότι έκανε το σωστό και κοιμόταν.
Κοίταξε το τοπίο με θαυμασμό για μία ακόμη φορά. Για ένα τέτοιο όμορφο και γαλήνιο κόσμο άξιζε κανείς να δώσει και τη ζωή του ακόμη σκέφθηκε.
Σταμάτησε να κοιτά και γύρισε από την άλλη πλευρά το καρτ ποστάλ που του είχε στείλει για τα Χριστούγεννα, με το ασπροπούλι.

«Προς Γιώργο Χ….
Γιάρος
Σε σκέφτομαι και σε αγαπώ όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Καλά Χριστούγεννα και ευτυχές το νέο έτος 1968. Σου εύχομαι σύντομα εσύ και οι άλλοι συναγωνιστές σου να μπορέσετε να ανοίξετε ελεύθεροι τα φτερά σας.
21 Δεκέμβρη 1967
Η Μαρία σου»

του Αλέκου Χατζηκώστα

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 6 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.