Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Άγιος Βασίλης των εξόριστων

Επιμέλεια: Οικοδόμος //

Η ελπίδα δεν φυλακίζεται και η θέληση για ζωή είναι τόσο δυνατή για να νικήσει κάθε περιορισμό και να σπάσει τα δεσμά του φόβου. Μια μικρή ιστορία από το στρατόπεδο εξόριστων γυναικών στο Τρίκερι. Εκεί όπου βρίσκονται απομονωμένες κάτω από τ’ άγρυπνα βλέμματα των φρουρών, αγωνίστριες που πάλεψαν για ένα καλύτερο αύριο, μαζί με τα παιδιά τους που πρόλαβαν να «ζήσουν τ’ άδικο μέσα από την κούνια τους». Η ζωγράφος και συγγραφέας Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη βρίσκεται εκεί εξόριστη και μας μεταφέρει με την πένα της στην Πρωτοχρονιά του 1950.

karta_averof

Και πέρυσι στη Χίο είχαμε βγάλει άγιο–Βασίλη. Είχαμε ντύσει τη Βαγγελιώ, φρέσκιες στην εξορία και φτιάξαμε έναν άγιο – Βασίλη ροδοκόκκινο και γελαστό όπως στις βιτρίνες. Η τρίχρονη Μυρτούλα, κατασυγκινημένη που τον έβλεπε για πρώτη φορά, τον έπιανε από το χέρι και τούλεγε:

― Έλα κι από δω άγιο- Βασίλη! Έχει και στο διπλανό θάλαμο παιδάκια.

Μα φέτος δεν ήταν το ίδιο. Τα πράγματα είχαν σκουρήνει. Μας είχαν παραλάβει οι αξιωματικοί του στρατού και προσπαθούσανε να μας τρομοκρατήσουνε με τα αυστηρά μέτρα και με την απειλή της μεταφοράς μας από το Τρίκερι στη Μακρόνησο. Βοήθαγε και ο άγριος χειμώνας, οι αέρηδες και τα χιόνια, οι σκηνές τρίζανε, τα σκοινιά τρανταζόντανε κι εμείς σηκωνόμαστε τη νύχτα μέσα στο χιόνι για να τα σφίξουμε να μην μας τα πάρει ο αέρας.

Μας είχανε πάρει τα ράντζα μας και κοιμόμαστε στο βρεγμένο χώμα. Είχαμε πολλές αρρώστιες, τα δέματα και τα γράμματα είχανε απαγορευτεί. Τα μόνα που επιτρεπόντανε ήτανε όσα περιγράφανε τη φρίκη της Μακρονήσου.
Άκουσα την Ελενίτσα να λέει στην Αρετούλα:
― Μην μου τα διαβάσεις να χαρείς! Μας τα δίνουν για να μας αδυνατίζουν. Μα εμείς δεν θα κάνουμε δήλωση ότι και να γίνει.
― Όχι μανούλα δήλωση! Φωνάζει σπαραξικάρδια η δίχρονη Τασούλα μας.
― Όχι μωρό μου έννοια σου! Την καθησυχάζει εκείνη σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά της.

Κείνη τη μέρα είχανε κατέβει οι γυναίκες στα πηγάδια. Άλλες κουβαλούσανε ξύλα, άλλες ανάβανε φωτιές και σε λίγο τα ζεστά νερά ήταν έτοιμα να λευκάνουνε τα ρούχα. Οι γιορτές έπρεπε να μας βρούνε πεντακάθαρες. Όλες καλολουσμένες και με μοσχομυρισμένα ρούχα. Και αν ήτανε παλιά, μια κορδελίτσα, μια νταντελίτσα τα έκανε να φαίνονται καινούργια και τα νιάτα είχανε ροδοκόκκινο χρώμα με το κρύο και τη ζωή στο ύπαιθρο.

Το φρόνημα διατηρούνταν ζωντανό. Οι πενθούσες δεν φορούσαν μαύρο, όπως τις ζωγραφίζουν μερικοί που δεν τις γνώρισαν. Τότε το στρατόπεδο δεν θάταν παρά μια θλιβερή μαύρη γραμμή. Ποια δεν πενθούσε, άλλη πατέρα, άλλη γιο, άλλη άντρα, αδελφή, μάνα; Χωρίς κανείς να το υποδείξει, το μαύρο αυθόρμητα είχε καταργηθεί. Όλες φορούσανε τις ρόμπες τους ακόμα και κόκκινες. Και μόνο καμιά φορά, σε επίσημες μέρες, έβλεπες καμιά μαυροφόρα, με τα καλά της και το μαύρο τσεμπέρι της.

Τούτη λοιπόν τη μέρα όλα έδειχναν πως σε καμιά δυο ώρες, τα ρούχα απλωμένα στα σκίνα και στα δέντρα, θα τα κατάφερναν να στεγνώσουν παρ’ όλο το επίμονο χιονόνερο. Μα η διαταγή από πάνω ήρθε αλλιώτικη, οι διαμαρτυρίες ακούστηκαν άδικα. «Προσκλητήριο στο Μοναστήρι».

― Και τα ζεστά νερά; Και τα ξύλα που καήκανε;
Οι φωτιές σβηστήκανε και ο ανήφορος για το Μοναστήρι αρχινάει.
― Ν’ ανεβούνε όλες!
― Και οι άρρωστες;
― Όλες!
― Μα δεν μπορούν να περπατήσουν.
― Φέρτε τις με φορτία.

Φορτωθήκανε τις άρρωστες οι γερότερες και γέμισε χίλια λουλούδια η ανηφόρα. Τούτες οι αδάμαστες κοπέλες δεν εννοούσαν να σπάσουν με τίποτα. Ξέρεις τι καψόνι είναι να έχεις τα ρούχα έτοιμα για πλύσιμο, τα νερά σου ζεστά – ζεστά, τα ξύλα που κουβάλησες από το λόγγο καμμένα και σβησμένα;

xarieti

Τούτο είναι χειρότερο από το άσκοπο περπάτημα γύρω – γύρω, τον Καρσιλαμά, που μας βάνανε να κάνουμε καθημερινά μέσα στο χιόνι επί ώρες. Χειρότερο από τις κουλούρες τα σύρματα που βάζανε τις άλλες να κουβαλούνε στην πλάτη για να τις περιφράζουνε νυχτιάτικα, στο ύπαιθρο μέσα στο κρύο, για κάποια από τις καθημερινές απειθαρχίες στις άδικες διαταγές τους. Τα ρούχα έπρεπε να πλυθούν. Πώς θα κάναμε γιορτές χωρίς πλυμένα ρούχα;

Σαν φτάσαμε στο χαγιάτι του Μοναστηριού ήτανε μαζεμένοι δεσποτάδες, εισαγγελείς, αξιωματικοί της αστυνομίας και του στρατού και ο μ ι λ η τ έ ς. Μας μαντρώσανε στην αυλή και κείνοι από τα μπαλκόνια του χαγιατιού αρχίσανε να λένε, επί ώρες, ο ένας πίσω από τον άλλον. Και να βρέχει και να ποτίζει υγρασία.

Οι γυναίκες στημένες περήφανα, σα ριζωμένες στη γη, ακίνητες, τους βλέπανε. Τους ακούγανε; Δεν ξέρω. Καμιά φορά κανείς έχει την ικανότητα να μην ακούει εκείνα που δεν θέλει ν’ ακούσει. Ο Σπανός έβανε τα δυνατά του να πει τα χειρότερα. Και πάντα η επωδός ήτανε: «Αν δεν κάνετε δήλωση θα πεθάνετε!».

Τούτες οι ομιλίες βαστάζανε ώρες ατέλειωτες, εξαντλητικές. Το σάλιο στέγνωνε στο στόμα σου και αναγκαζόσουν να ξεσκεπάσεις το κεφάλι σου που το ‘χες πρόχειρα σκεπασμένο με κανένα αδιάβροχο, για να νιώσει την αντίδραση που φέρνει το κρύο νερό και να συνέρθεις.

Εμπρός τώρα διαλυθείτε. Και σκεφτείτε καλά αυτά που ακούσατε. Σας περιμένουμε το απόγευμα στο γραφείο.

Και τότες γίνηκε τούτο το απεριμενόμενο: Καθώς οι κοπέλες που είχανε αρχίσει να αποχωρούνε, κατηφορίζανε βιαστικά στα πηγάδια για να τελειώσουνε το πλύσιμο των ρούχων, μέσα από το αναψοκοκκίνισμα πούφερνε η τρεχάλα της κατηφοριάς, ξεπήδησε ένα τραγούδι. Κάποια το ‘πε πρώτη και το πιάσανε όλες οι άλλες μαζί. Με πείσμα, με λεβεντιά, σαν νικητήρια ιαχή, σαν να σέρνανε το χορό χαρούμενα προς το θάνατο.

Την πι- καλέ την πίττα,
πούφαγε ο Σπανός.
Ήταν κολοκυθένια…

Και χοροπηδώντας σαν τα τσακάλια τα εικοσάχρονα νιάτα μπροστά, από πίσω οι πιο βαριές και στο τέλος οι γριές, δίνανε την απάντησή τους, την αποστομωτική τους απάντηση, σε κείνους που άδικα τις κρατούσαν τόσες ώρες όρθιες, μέσα στο χιόνι και τη βροχή, για ν’ ακούσουν τόσες κακίες, τόσες απειλές, τόσο μίσος, τόσες ατιμίες χωρίς να ιδρώσει το αυτί τους.

Πλυθήκανε τα ρούχα, στεγνώσανε, τελειώσανε οι πρωτοχρονιάτικες προετοιμασίες, χωρίς δέματα, χωρίς επιταγές, χωρίς γράμματα από το σπίτι.

― Ποια θα ντυθεί άγιος – Βασίλης;

Πετάγεται το Κατινάκι, η Κρητικιά, η μαμή, η μικροκαμωμένη – σπίρτο μονάχο – που μας έλεγε τις ωραίες μαντινάδες:

«Αγάλια –αγάλια φύτρωσε
στο χώμα το ραδίτσο
αγάλια – αγάλια θα φανεί
και του λαού το δίτσο».

― Εγώ! Μας λέει.

Την ντύσαμε, τη φορτώσαμε το ψεύτικο δέντρο, της φτιάξαμε ένα ψεύτικο ράντσο, βάλαμε στο σακούλι της κι ένα αδειανό κουτί, καλοτυλιγμένο και ομορφοδεμένο για δέμα κι ένα μεγάλο φάκελο, σκαρώσαμε και το σχετικό τραγουδάκι που θα λέγανε και μαζί με τη μικρή χορωδία που τη συνόδευε αρχίσανε να τραγουδάνε από σκηνή σε σκηνή:

Ένα ράντσο κι ένα δε-μα-α
γραμματάκια τρυφερά-α

Τούτα ήτανε τα δώρα που ζητούσε φέτος το στρατόπεδο από τον άγιο–Βασίλη. Και τρέχανε όλες χαρούμενες έξω από τις σκηνές για να τον συναντήσουνε. Στάχτη η τρομοκρατία. Τα τραγούδια γενικευτήκανε, τα μάτια λάμπανε, τα φωτάκια φωσφορίζανε στη νύχτα.

Συγκινηθήκανε ακόμα και τα θηρία. Μέχρι που τραβήξανε στην τύχη τρία ονόματα για να δώσουν, παρά τις διαταγές, ένα ράντσο, ένα γράμμα κι ένα δέμα στις τρεις τυχερές. Έτρεξε και η Μυρτούλα να δει τον άγιο–Βασίλη που τον θυμότανε πολύ καλά από πέρσι, αφού είχε μιλήσει κιόλας μαζί του.

― Αδυνάτισε μανούλα φέτος ο καημένος ο άγιος–Βασίλης από την εξορία!

xarieti2

Η Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1911 και το 1927 ξεκίνησε τις εικαστικές της σπουδές στο Παρίσι. Πιστή στις ανθρώπινες αξίες και στα ιδανικά της ελευθερίας, πήρε μέρος ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Ακολουθούν (1948 – 1952) τα σκληρά χρόνια της εξορίας: Χίος, Τρίκκερι, Μακρόνησος και πάλι Τρίκκερι. Πιστή στις αριστερές της ιδέες, παρά τις πιέσεις, αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση. Το 1952, μετά από έφεση που έκανε και κέρδισε, επέστρεψε στην Αθήνα. Πολύπλευρη και πολυτάλαντη, παρουσίασε την εικαστική της δημιουργία σε πάνω από εκατό ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Παράλληλα με τη ζωγραφική, για πολλά χρόνια, ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, με τη μάσκα, με το γράψιμο και τη δημοσίευση μελετών, άρθρων, ποιημάτων και μεταφράσεών της. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα βιβλία της: “Η τέχνη στα Επτάνησα”, “Σκίτσα θεάτρου”, “Το παραμύθι της Μαρούλας”, “Μαθητεύοντας κοντά στον Μπουζιάνη”, “Προπολεμικά ειδύλλια”, “Δύο ζακυνθινά σαλόνια – όπως τα είδε ο Στάθης Χαριάτης το 1925” κ. ά. Σταθμός στην πολύχρονη προσφορά της μπορεί να χαρακτηριστεί το λεύκωμα “Γυναίκες από όλη την Ελλάδα”,στο οποίο παρουσιάζονται 200 σκίτσα των αγωνιστριών στα ξερονήσια. Πρόκειται για ένα έργο μνημειώδες, ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Έφυγε από τη ζωή τον Απρίλη του 1996.

Η εικόνα με τον άγιο-Βασίλη είναι από κάρτα που φιλοτέχνησαν γυναίκες κρατούμενες των Φυλακών Αβέρωφ. Τα σκίτσα είναι έργα της Κατερίνας Χαριάτη – Σισμάνη.