Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Πρόεδρος με την κουδούνα, της Ευγενίας Γκιόκα

Μια λεπτή γραμμή του ζωοδότη ήλιου, ανάμεσα από τις γρίλιες στο παντζούρι, της έγνεφε καλημέρα. Θα παρακοιμήθηκα, σκέφτηκε η Καλλιόπη. Την προηγούμενη είχε κουραστεί πολύ, τα Σαββατόβραδα το καφενείο, που δούλευε, είχε την περισσότερη πελατεία. Τα πιτσιρίκια της γειτονιάς είχαν ήδη πάρει θέση, κατάχαμα, κάτω από το παράθυρό της και σαν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ανέλυαν τα σοβαρά και τα μεγάλα.

Η συνεδρίαση είχε αρχίσει. Ο Φοίβος της κυρά Μαρίας ήτανε Πρόεδρος. Έβαζε τάξη στη συζήτηση: να μιλά ο καθένας με τη σειρά του, επαναλάμβανε. Και άμα δεν τα κατάφερνε με τα λόγια, επιστράτευε τη σιδερένια κουδούνα, που είχε κρεμασμένη στο λαιμό του. Παράξενο παιδί, λέγανε στο χωριό, μιλούσε με κάτι αλλόκοτες λέξεις. Κάποιοι λέγανε, πως από το πολύ διάβασμα, το παιδί είχε βλαφτεί. Όμως η κυριακάτικη Βουλή των πιτσιρικάδων του χωριού, τον είχε σε μεγάλη υπόληψη και είχε πάντα προεξέχοντα ρόλο.

«Σίγουρα σε αγαπάει η θεία σου;» ρώτησε η Ρηνιώ τον Πρόεδρο.

Εκείνος κόμπιασε λίγο, πάντα έτσι έκανε όταν δυσκολευόταν, «εσύ τί καταλαβαίνεις;» της είπε.

Βρε τον άτιμο, ξεφτέρι είναι, ξεγλίστρησε, μονολόγησε η Καλλιόπη, που είχε στήσει αυτί στην κουβέντα τους.

«Πότε σου έφερε δώρο;» συνέχισε η Ρηνιώ.

«Δε μετράω εγώ έτσι την αγάπη» απάντησε εκείνος με φόρα.

Κάποιος άλλος παραπονέθηκε, πως ο πατέρας του, μόνο λαγοπόδαρα του έφερνε για δώρα. Τί ‘πα να πει; πως δεν με αγαπάει; αναρωτήθηκε φωναχτά.

Τί τα έπιασε σήμερα; σκέφτηκε η Καλλιόπη. Συνήθως κουβεντιάζανε για τα παιχνίδια τους, για τις γίδες των πατεράδων τους, ή για αυτά που βλέπανε στην τηλεόραση. Τέτοιες κουβέντες για αγάπες, δεν είχε ξανακούσει.

Έφερε στο νου της τα δικά της παιδικά χρόνια. Οι γονιοί, τα είχαν αμολητά, όλη μέρα τα παιδιά τότε, κι ούτε νοιάζονταν για να διαβάσουν ή τί θα φάνε. Κι άμα γυρνάγανε κουρασμένοι από τα χωράφια, οι πατεράδες, όλο χουγιάσματα ήτανε. Όταν ήτανε σε ηλικία να τελειώσει το Δημοτικό η Καλλιόπη, η μάνα της είχε αρρωστήσει από τους κιρσούς και ήταν στο κρεβάτι. Η οικογένεια δεν είχε άλλο τρόπο, κι η Καλλιόπη αντί για μαθήτρια άρχισε να κάνει χρέη νοικοκυράς. Μαράζι το είχε από τότε, και τα λίγα γράμματα που ήξερε, κι ότι είχε μάθει, από μόνη της. Κοιμισμένα μείναμε, μονολόγησε.

Μετά πέθαναν κι οι γονιοί της κι έμεινε μονάχη. Σα μεγάλωσε λίγο, ο θείος της -αδερφός του πατέρα της- την πήρε κοντά του στο καφενείο, για να έχει ένα μεροκάματο. «Η γκαρσόνα», την λέγανε στο χωριό και δεν την είχανε και πολύ σε υπόληψη. Καημός της ήτανε, που ζοριζότανε με τα νούμερα και κάποιοι την κλέβανε στο λογαριασμό. «Τί τα θες; καλό δε χρωστάνε οι άνθρωποι», έλεγε. Η μάνα του Φοίβου, η Μαρία, ήτανε η μοναδική από το χωριό, που την επισκέπτονταν πού και πού. Παράξενη γυναίκα η Μαρία και όσα έλεγε, δεν τα καταλάβαινε όλα η Καλλιόπη, μα την αγαπούσε καλύτερα κι από αδερφή. Για όλους έτρεχε η Μαρία, άμα υπήρχε ανάγκη.

«Κι αφού σας αγαπάει, γιατί σας ξεσπιτώνει;» επανήλθε ο Αντρέας.

Η περιέργεια της Καλλιόπης φούντωσε, τούτο το θέμα δεν ήταν σαν τα άλλα, που άκουγε στις κουβέντες τους, και όλο και τεντωνόταν να ακούσει.

«Η μάνα μου λέει, πως τα λεφτά μετράνε σήμερα, τίποτις άλλο», είπε ξανά η Ρηνιώ.

«Για αυτό…», ξαναπήρε το λόγο, «τώρα που δεν έχεις πατέρα, και δεν έχετε και λεφτά, δε σας νοιάζεται η θεία σου η πρωτευουσιάνα. Άμα νοιαζόταν δεν θα έφευγε από το χωριό να πάει στην πρωτεύουσα».

Από μακριά ακούστηκε ο μανάβης, που διαλαλούσε την πραμάτεια της ημέρας. Τί μανάβης δηλαδή; Μανάβης, ψαράς, ψωμάς, ακόμη και ταχυδρόμος, λίγο από όλα, ήταν για το χωριό τους ο γέρο-Θωμάς. Γυρνούσε όλη την περιφέρεια, μια μέρα τη βδομάδα σε κάθε χωριό. Κι εξυπηρετούσε κάθε ανάγκη. Με τον ερχομό του γέρο-Θωμά, τα πιτσιρίκια βγάζανε την απόφαση και σώνανε τη συνεδρία τους. Τα ξεβόλευε, μα το κάρο του έπρεπε να περάσει από όλες τις γειτονιές. Κάθε Κυριακή και μια απόφαση. Και τη ζωγράφιζαν σε κάτι μεγάλα χοντρά χαρτιά, που παίρνανε από τον κρεοπώλη στην πλατεία. «Θέλουμε γήπεδο», γράφανε, ή «ΜΗ χτυπάει Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΑ παιδιά» και τη γυρνάγανε σε όλο το χωριό.

Η πρώτη δουλειά της Καλλιόπης κάθε Κυριακή πρωί, ήταν να σηκωθεί να κόψει λεμόνια από τον κήπο, να φτιάξει λεμονάδα στους νεαρούς βουλευτές. Την μοίραζε σε πλαστικά ποτήρια και τα άφηνε πάνω στο πρεβάζι του παραθύρου, κοντά στη βρύση, εκεί που παίρνανε νερό για τα πινέλα τους. Ήξερε πως οι μανάδες τους δε ήθελαν να έχει πολλά-πολλά μαζί τους και το σεβόταν.

Σπάνια τους έπιανε κουβέντα, όμως τα χαιρότανε πάντα πίσω από το παράθυρό της. Εκείνα ρουφούσαν βιαστικά τη λεμονάδα, έτσι, λες και ήταν το γιατρικό τους, κι αφού ολοκλήρωναν τις ζωγραφιές τους, σαν τα θαλασσοπούλια, μια δίνανε, και πετούσαν μακριά.

Ήταν αλλιώτικα σήμερα, σα να σοβάρεψαν ξαφνικά, σκέφτηκε η Καλλιόπη. Η συνεδρία είχε διακοπεί αναγκαστικά από το μανάβη, αλλά ούτε απόφαση βγάλανε, και οι λεμονάδες μείνανε στο περβάζι του παραθύρου…

«Μας κάνει έξωση η Τράπεζα, κι η κουνιάδα μου, που δουλεύει εκεί κι ήρθε μαζί τους στην αυτοψία, τίποτα δεν κατάφερε», της είχε πει πριν δυο μέρες, που την επισκέφθηκε η Μαρία. Η Καλλιόπη δεν καλοκατάλαβε και ντράπηκε να τη ρωτήσει. Η Μαρία το ένιωσε, την ήξερε την Καλλιόπη καλά. Αν είχε καταλάβει τί της είχε πει, θα είχε κάνει τον κόσμο ανάστα.

Κι άμα σας αγαπάει, γιατί σας ξεσπιτώνει; Σκεφτόταν ξανά και ξανά η Καλλιόπη κι απάντηση δεν έπαιρνε. Έτσι την ξαναπήρε ο ύπνος. Ο χτύπος στο παράθυρό της, την έκανε να σαστίσει. Κανείς ποτέ δεν της είχε χτυπήσει το παράθυρο, ούτε για καλημέρα, και τα παιδιά είχαν φύγει…

«Η Ρηνιώ» είπε σιγανά η γλυκιά φωνούλα. «Ο Φοίβος χάθηκε, αν δε με πιστεύεις, να, φυλάω σταυρό», συνέχισε. Μετά εξαφανίστηκε τρέχοντας.

Τί Κυριακή κι αυτή; Ούτε ένα καφέ δεν είχε προλάβει να πιει… Από τη μια η βιασύνη της να ετοιμάσει τις λεμονάδες, μετά εκείνο το «ξεσπιτώσει» που είχε πει ο Αντρέας και της τριβέλιζε το μυαλό, μετά η Ρηνιώ…

Χάθηκε ο Πρόεδρος; Πού χάθηκε; Άλλο πάλι και τούτο… Οι σκέψεις της ήταν ακόμα ανάκατες, όταν ακούστηκε το χωνί του μανάβη από την πλατεία. «…το Φοίβο», πρόλαβε να συγκρατήσει.

Βγήκε στο δρόμο. Το χωνί είχε σταματήσει. Ένα μπουλούκι γυναίκες έρχονταν προς το μέρος της. Θα σχόλασε η εκκλησία, σκέφτηκε. «Ο Φοίβος» είπαν και συνέχισαν, χωρίς να σταθούν διόλου.
«Χάθηκε», ξανακούστηκε το χωνί.

Η Καλλιόπη τάχυνε το βήμα της, χάθηκε το παιδί; πώς; ποιος ειδοποίησε; Ούτε που κατάλαβε πως έφτασε στην εξώπορτα της Μαρίας. Ήταν κόσμος πολύς, εκεί. Κάποιοι έλεγαν να φωνάξουν τον αστυνόμο, κάποιοι άλλοι το δάσκαλο, ακόμα και για τον παπά λέγανε. «Η μάνα του, μετά την εκκλησία, δεν τον βρήκε στο σπίτι», λέγανε. Ο Φοίβος, -κανείς δεν τον είδε μετά τη συνέλευση- άφαντος. Ανησύχησε η Μαρία. Βγήκε στο χωριό, ο γερο-Θωμάς, παράτησε την πούληση και φώναζε στο χωνί… τίποτα. Θαρρείς πως άνοιξε η γη…

«Η κουδούνα;», ψιθύρισε η Καλλιόπη. Την κουδούνα δεν την αποχωριζότανε ποτέ του. Να βρεθεί το παιδί, να είναι καλά. Μέσα της σιχτίριζε τον εαυτό της για την αγάπη, που του είχε και τα πρωινά της παινέματα για δαύτο. «Κακό μάτι το ‘πιασε το παιδί, δίχως άλλο». Έτσι κι αλλιώς στο χωριό κανείς δεν την υπολόγιζε. Μήπως κι άμα τους το έλεγε; Στη βόλτα, σκέφτηκε. Και τότε που χάθηκε ο πατέρας του -σαν του το είπανε- κατά εκεί τράβηξε, εκεί τον βρήκανε.

Τρέχοντας κατευθύνθηκε προς την άκρη του χωριού. Βόλτα έλεγαν το ψηλότερο σημείο του χωριού τους. Λίγο πιο πάνω από τα τελευταία σπίτια, στο δρόμο που οδηγούσε στα άλλα χωριά. Μετά ήταν το βουνό. Από εκεί και πάνω οι τσομπάνηδες είχαν τα μαντριά τους. Τις Κυριακές τα απογεύματα οι νέοι κάνανε εκεί το νυφοπάζαρο. Παρέες αγοριών και άλλες κοριτσιών, βόλταραν πέρα δώθε. Να δουν ο ένας τον άλλο, να ανταλλάξουν καμιά γλυκιά ματιά, ίσως και καμιά κουβέντα, για κανένα κρυφό ραντεβού, ώσπου σουρούπωνε και γύρναγαν στα σπίτια τους. Ο δρόμος ήταν τραχύς και ανηφορικός, η ανάσα της Καλλιόπης δεν έβγαινε πια από το τρέξιμο.

Πέρασε τα τελευταία σπίτια, κι έφθασε στον τσιμεντένιο δρόμο. Τον είδε από μακριά. Ήταν όρθιος κοντά στο πεζούλι. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα τσίγκινο κουτί και στο άλλο, ένα πινέλο. Κάτι έγραφε στο πεζούλι. Ήταν αδύνατο να διαβάσει. Τον πλησίασε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Από τα μάτια του τρέχανε δάκρυα. Καθώς τον εζύγωνε άκουσε το κλάμα του. Για μια στιγμή μπερδεύτηκε, ο πρόεδρος έκλαιγε σα μωρό. Όταν τέλειωσε το γραφτό του, γύρισε και την κοίταξε, με ένα βλέμμα, που όμοιό του η Καλλιόπη δεν είχε ματαδεί σε άνθρωπο. Απελπισία μαζί με αποφασιστικότητα.

«κανένα σπίτι σε χέρια ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ» έγραφε η απόφαση.

Τί σήμαινε αυτό;

«Θα τα καταφέρουμε» της είπε και σαν θαλασσοπούλι πέταξε μακριά.