Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κανείς δεν γνώριζε, του Ντέμιαν Μπέντνι — Προτείνει ο Ειρηναίος Μαράκης

Κανείς δεν γνώριζε
Του Ντέμιαν Μπέντνι (1883–1945)

(22 Απρι­λί­ου 1870)

Ήταν μια μέρα καθώς όλες οι μέρες,
με σκο­τει­νό ουρα­νό, σ’ ένα δρό­μο μονότονο.
Με τη συνη­θι­σμέ­νη όχληση
από τον αστυ­φύ­λα­κα στην τακτι­κή περι­πο­λία του.
Κάτω από τη λάμ­ψη της χρυ­σο­ποί­κιλ­της μήτρας του,
γελού­σε χλευα­στι­κά ο δεσπό­της στο ναό,
τάρα­ξαν οι καυ­γά­δες την ησυ­χία του μικρού καφενείου,
εκεί που οι περι­πλα­νώ­με­νοι κατα­βρό­χθι­ζαν ό,τι έβρι­σκαν μπρο­στά τους.
Φωνά­ζουν οι πωλή­τριες στην αγο­ρά συναγμένες
όπως οι μύγες πάνω από το μέλι.
Με φωνές και σφυ­ρίγ­μα­τα οι κυρί­ες των αστών
κοι­τά­ζουν τα τελευ­ταία απο­θέ­μα­τα των υφασμάτων.
Οι επαρ­χιώ­τες με δέος στρέ­φουν το βλέμμα
στη βαριά, ξύλι­νη πόρτα
τις κιτρι­νι­σμέ­νες προ­κη­ρύ­ξεις βλέπουν
που κυμα­τί­ζουν στα πόδια της:
το σκου­ρια­σμέ­νο κανό­νι που λίγους μήνες πιο πριν σίγησε.
Παρα­τη­ρεί ο πυρο­σβέ­στης απ’ το φυλά­κιο του
τις στέ­γες, σαν αρκού­δα σε αιχμαλωσία
κι οι στρα­τιώ­τες υπά­κουοι ετοι­μά­ζουν τα όπλα τους
τις βρι­σιές ακού­γο­ντας του λοχία.
Αργά τα κάρα πήγαι­ναν σε σειρά
μέσα στη σκό­νη του δρό­μου βάδι­ζαν οι λιμενεργάτες,
και, υπό συνο­δεία, στην εκτυφλωτική
σκό­νη του δρό­μου, ένας σπου­δα­στής ζητιά­νευε τον οίκτο μας.
Και τον κέρ­δι­σε, δεί­χνο­ντας περιφρόνηση
με κατά­ρες για κάποιον φίλο, ίσως και αδερφό.
Πονού­σε από τ’ αγκά­θια η Ρωσία
η μάνα, φορ­τω­μέ­νη το σταυ­ρό της προχωρούσε
κι η μέρα κυλού­σε μονό­το­να, καθώς όλες οι μέρες
μια μέρα, που κανείς δεν ήξε­ρε στον κόσμο
πως κάποιος σπου­δαί­ος είχε γεννηθεί
ο Λένιν!

22 Απρι­λί­ου 1927

Ελεύ­θε­ρη από­δο­ση από τα αγγλικά:
Ειρη­ναί­ος Μαράκης
Απρί­λιος 2017 — Γενά­ρης 2024

***
No One Knew
By Demyan Bedny
“April 22, 1870.”

It was a day like any other,
The same dull sky, the same drab street.
There was the usual angry pother
From the policeman on his beat.
Proud of his fine new miter’s luster,
The archpriest strutted down the nave;
And the pub rocked with brawl and bluster,
Where scamps gulped down what fortune gave.
The market women buzzed and bickered
Like flies above the honeypots.
The burghers’ wives bustled and dickered,
Eyeing the drapers’ latest lots.
An awe-struck peasant stared and stuttered,
Regarding an official door
Where yellow rags of paper fluttered:
A dead ukase of months before.
The fireman ranged his tower, surveying
The roofs, like the chained bears one sees;
And soldiers shouldered arms, obeying
The drill sergeant’s obscenities.
Slow carts in caravans went winding
Dockward, where floury stevedores moiled;
And, under convoy, in the blinding
Dust of the road, a student toiled,
And won some pity, thus forlorn,
From the drunk hand who poured his scorn
In curses on some pal and brother.…
Russia was aching with the thorn
And bearing her old cross, poor mother.
That day, a day like any other,
And not a soul knew that Lenin was born!

April 22, 1927

Σημειώσεις:

Ο Εφίμ Αλε­ξέ­ε­βιτς Πρι­ντ­βό­ροφ (ευρύ­τε­ρα γνω­στός ως Ντέ­μιαν Μπέ­ντ­νι) ήταν Ρώσος ποι­η­τής και σατι­ρι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Γεν­νή­θη­κε στις 13 Απρι­λί­ου 1883 και πέθα­νε στις 25 Μαΐ­ου 1945.

Το ποί­η­μα του Ντέ­μιαν Μπέ­ντ­νι αφο­ρά τη γέν­νη­ση του Βλα­ντί­μιρ Λένιν στις 22 Απρι­λί­ου 1870. Πέθα­νε στις 21 Ιανουα­ρί­ου 1924. Συνε­πώς, είχαν περά­σει ήδη 3 χρό­νια από το θάνα­το του καθώς και μια δεκα­ε­τία από την έναρ­ξη της νικη­φό­ρου εργα­τι­κής και σοσια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης στη Ρωσία. Ο Ντ. Μπέ­ντ­νι στη δεκα­ε­τία του ‘20 έγρα­ψε μια σει­ρά ποι­η­μά­των που δια­πο­τι­σμέ­να από ηρω­ι­κό πάθος, περι­γρά­φουν τα γεγο­νό­τα των επα­να­στά­σε­ων του 1905 και του 1917. Περι­λαμ­βά­νουν ακό­μα ποι­ή­μα­τα για τον Λένιν (Χιο­νο­νι­φά­δα) και σατι­ρι­κά ποι­ή­μα­τα για θέμα­τα της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής. Ο Λένιν χαρα­κτή­ρι­σε τα έργα του Μπέ­ντ­νι «ως πολύ πνευ­μα­τώ­δη, όμορ­φα γραμ­μέ­να, εύστο­χα, που πετυ­χαί­νουν το στό­χο τους» (“Στο Λογο­τε­χνι­κό Ταχυ­δρο­μείο”, 1931, αρ. 4, σ. 5) όπως ανα­φέ­ρει ο παλιός μπολ­σε­βί­κος, πολι­τι­κός και ιστο­ρι­κός В. D. Bonch-Bruevich. Σύμ­φω­να με τον Γκόρ­κι, ο ηγέ­της των μπολ­σε­βί­κων τόνι­σε επα­νει­λημ­μέ­να την αγω­νι­στι­κή αξία του έργου του Ντ. Μπέ­ντ­νι, αλλά δεν δίστα­σε να του ασκή­σει έντο­νη, συντρο­φι­κή κρι­τι­κή: «Αγε­νής. Ακο­λου­θεί τον ανα­γνώ­στη και είναι απα­ραί­τη­το να είναι λίγο μπρο­στά» (Συλ­λεγ­μέ­να έργα, τ. 17, 1952, σ. 45). Το 1917 ο Μπέ­ντ­νι δημιούρ­γη­σε το ποι­η­τι­κό διή­γη­μα «Για τη γη, για τη θέλη­ση, για το εργα­τι­κό μερί­διο», το οποίο απει­κό­νι­ζε την ανά­πτυ­ξη της επα­να­στα­τι­κής συνεί­δη­σης των μαζών κατά τη διάρ­κεια του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πολέ­μου και τη νίκη των Μπολ­σε­βί­κων. Κατά τη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου πολέ­μου τα ποι­ή­μα­τα και τα τρα­γού­δια του δια­δρα­μά­τι­σαν τερά­στιο ρόλο, υψώ­νο­ντας το πνεύ­μα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, εκθέ­το­ντας σατι­ρι­κά τους ταξι­κούς εχθρούς και τους απο­στά­τες. (Πηγή: Booksite.ru)

***

Δια­βά­στε εδώ την αγγλι­κή μετά­φρα­ση του ποι­ή­μα­τος στην οποία βασί­στη­κε η δική μου από­δο­ση. Προ­σω­πι­κά, αντι­με­τω­πί­ζω την μετά­φρα­ση ως μια άσκη­ση, κυρί­ως. Δεν έχω αξιώ­σεις μετα­φρα­στή, ούτε την ανα­γκαία προ­πα­ρα­σκευή. Ο σκο­πός της δημο­σί­ευ­σης είναι να δια­βα­στεί ένα ποί­η­μα που σε αδρές γραμ­μές περι­γρά­φει την τσα­ρι­κή Ρωσία της φτώ­χειας, του κνού­του, της εκκλη­σια­στι­κής και αστυ­νο­μι­κής εξου­σί­ας πάνω στον ρώσι­κο πλη­θυ­σμό αλλά και της ελπί­δας που φέρ­νει η σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση μέσα από τη γέν­νη­ση του Λένιν.

Το ποί­η­μα δεν απο­φεύ­γει τις νομο­τε­λεια­κές ανα­φο­ρές: η γέν­νη­ση του Λένιν έγι­νε για να σώσει τη Ρωσία, δηλα­δή παρου­σιά­ζε­ται ως ένα φαι­νό­με­νο που υπό­κει­ται σε συγκε­κρι­μέ­νους και απα­ρά­βα­τους κανό­νες, αλλά παράλ­λη­λα απο­τε­λεί την ανα­γκαία κλι­μά­κω­ση ύστε­ρα από μια ατέ­λειω­τη παρά­θε­ση εικό­νων μιας χώρας αφη­μέ­νης στην τύχη της… Με αυτό τον τρό­πο, επι­βε­βαιώ­νε­ται πόσο χρή­σι­μη ήταν η επα­να­στα­τι­κή αλλα­γή στη χώρα. Πιθα­νόν, ο ποι­η­τής αξιο­ποιεί το ποί­η­μα ως μία προει­δο­ποί­η­ση προς τους συντρό­φους και τους συμπα­τριώ­τες του για τους κιν­δύ­νους που δια­τρέ­χουν να επα­νέρ­θουν στην προη­γού­με­νη, δυσμε­νή κατά­στα­ση. Είχαν ήδη προη­γη­θεί ο κατα­στρο­φι­κός εμφύ­λιος πόλε­μος, η πάλη ενά­ντια στους Λευ­κούς που διεκ­δι­κού­σαν την κατα­στο­λή της επα­νά­στα­σης και την επα­να­φο­ρά του παλιού καθε­στώ­τος κ.α.

E.M.

 

Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης: «Όλα είναι όπλα»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο