Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγή Αντωνόπουλου: Γυναίκα

Στην  Λιλή  Ζωγράφου
Φλώριδα   19/7/00
Εκέντησες  επάνω  στο  κορμί  μου
τα  πάθη  σου , με  σταυροβελονιά.
Σαν  σε  φιλούσα,  υφαντό  στην  ύπαρξή  μου
Στημονυφάδιζες , Δαμασκηνό  μ’απλοχεριά.

Αγιάτρευτο  θα  αφήσω  τον  καημό  σου
για να ’ χεις , ν’ αφορίσεις  μια  ψυχή
και  ’γώ , προσκυνητάρι  θα ’χω  τον  μαστό  σου
τους  άγιους  τόπους ,  όπως  έχει  ένας  “χατζή”.

Δεν  με  φοβίζει , που  πετάς  σαν  πεταλούδα
και  λίγο  νέκταρ , ξεζουμίζεις  όπου  βρεις.
Μόνο  φοβάμαι , όταν  γίνεις  χρυσαλλίδα
Απομεινάρι ,  μιάς  ακόλαστης  μορφής.

Βωμός  τριών   θεών  η  παρθενιά  σου
που  έχασες , υμνώντας  την  ζωή.
Ποτέ  δεν  σκέφθηκες , να  κρύψεις  τ’αχαμνά  σου
και ’γώ  υποζύγιο , στην  όλη  σου  ορμή.

Η  έκσταση  λουλούδια  ζωγραφίζει
και  ο  παράδεισος , σεμνά  σε  χαιρετά.
Χώρο  και  χρόνο , το  κορμι  σου  στροβιλίζει
όταν  ο  έρωτας , το  χέρι  σου  κρατά

Το  χάδι  σου , απόσταγμα  αισθήσεων
μια  επανάσταση  νευρώνων , προκαλεί.
Δώρο  θεών  και  επίκληση  ημίθεων
η αγάπη  σου, ανάβλυσμα, πηγή.

Η  μήτρα  σου  , της  ύλης  χωνευτήρι
το  μεγαλείο  της  ζωής , δημιουργεί
και  η  υφή  σου , στου  μυαλού  μας  το  εργαστήρι
πάντα  μιά  άβυσσος , χωρίς  τέλος  και  αρχή.

Θανάτους ,  η  γονιμότητα  σου, μαστιγώνει
όταν  το  κλάμα  του  νιογέννητου, ακουστεί
και  το  κουράγιο  σου, τον  πόνο  τον  σταυρώνει
καθώς  το  σώμα ,  στον  κόσμο  φέρνει, μια  πνοή.

Μυρόβλυτη  οπτασιά  του  ονείρου
η  αιωνιότητα , με  εσένα  έχει  ντυθεί.
Σαν  Κλυταιμνήστρα  η  Πηνελόπη , ενός  Ομήρου
γυναίκα  αφθαρτή , είσαι  η  ίδια  η  ζωή.