Στην Λιλή Ζωγράφου
Φλώριδα 19/7/00
Εκέντησες επάνω στο κορμί μου
τα πάθη σου , με σταυροβελονιά.
Σαν σε φιλούσα, υφαντό στην ύπαρξή μου
Στημονυφάδιζες , Δαμασκηνό μ’απλοχεριά.
Αγιάτρευτο θα αφήσω τον καημό σου
για να ’ χεις , ν’ αφορίσεις μια ψυχή
και ’γώ , προσκυνητάρι θα ’χω τον μαστό σου
τους άγιους τόπους , όπως έχει ένας “χατζή”.
Δεν με φοβίζει , που πετάς σαν πεταλούδα
και λίγο νέκταρ , ξεζουμίζεις όπου βρεις.
Μόνο φοβάμαι , όταν γίνεις χρυσαλλίδα
Απομεινάρι , μιάς ακόλαστης μορφής.
Βωμός τριών θεών η παρθενιά σου
που έχασες , υμνώντας την ζωή.
Ποτέ δεν σκέφθηκες , να κρύψεις τ’αχαμνά σου
και ’γώ υποζύγιο , στην όλη σου ορμή.
Η έκσταση λουλούδια ζωγραφίζει
και ο παράδεισος , σεμνά σε χαιρετά.
Χώρο και χρόνο , το κορμι σου στροβιλίζει
όταν ο έρωτας , το χέρι σου κρατά
Το χάδι σου , απόσταγμα αισθήσεων
μια επανάσταση νευρώνων , προκαλεί.
Δώρο θεών και επίκληση ημίθεων
η αγάπη σου, ανάβλυσμα, πηγή.
Η μήτρα σου , της ύλης χωνευτήρι
το μεγαλείο της ζωής , δημιουργεί
και η υφή σου , στου μυαλού μας το εργαστήρι
πάντα μιά άβυσσος , χωρίς τέλος και αρχή.
Θανάτους , η γονιμότητα σου, μαστιγώνει
όταν το κλάμα του νιογέννητου, ακουστεί
και το κουράγιο σου, τον πόνο τον σταυρώνει
καθώς το σώμα , στον κόσμο φέρνει, μια πνοή.
Μυρόβλυτη οπτασιά του ονείρου
η αιωνιότητα , με εσένα έχει ντυθεί.
Σαν Κλυταιμνήστρα η Πηνελόπη , ενός Ομήρου
γυναίκα αφθαρτή , είσαι η ίδια η ζωή.