Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πυργί, σε τρέφει η νοσταλγία

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

Πυργί, ξεφυλλίζεις το σημειωματάριο της μνήμης. Ένα ματσάκι κυκλάμινα, μια χούφτα κοχύλια, οι ορτανσίες στην αυλή του Βραδή κάτω από τις θεόρατες λεύκες, τα πράσινα παραθυρόφυλλα του ξενοδοχείου Emerald όπως τα γνώρισες τότε, εκεί που στεγαζόταν η Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, τ’ άρμενα που αλάργευαν μακριά στις απέναντι ακτές, οι νεραντζιές στην ευθεία του Ύψου, τα σκούρα φύκια κατά μήκος της ακρογιαλιάς, τα χορταριασμένα σκαλιά στον Άγιο Μερκούριο, ο δασότοπος και το παραδοσιακό χωριό στο λόφο του Αγίου Μάρκου με τη Βενετσιάνικη αρχιτεκτονική, η ξύλινη παράγκα στο λειβάδι, τα σημάδια που άφησαν τα χέρια σου στην άμμο, μ’ αυτά και μ’ άλλα τόσα θυμάσαι φιλί και θάλασσα.

Δικταίου Πυργί σε τρέφει η νοσταλγία

Ορίζοντα γυρεύει η ψυχή, το φως να μεταλάβει. Είναι του φθινοπώρου ακριβή η βροχή και η θύμηση φεγγάρι στον φεγγίτη.

Φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα. Ένα ξημέρωμα πριν τριάντα εννέα ολόκληρα χρόνια, τόσα έχουν περάσει από τότε που ήρθες στην Κέρκυρα πρώτη φορά. Είχαν ανοίξει οι καταρράκτες τ’ ουρανού. Τα γλαροπούλια φιλιότανε στο βράχο. Το μπουγαρίνι έγερνε φορτωμένο ασημένιες στάλες στην εξώπορτα του Πολίτη.

Σήκωσες το βλέμμα, οι έγνοιες κρεμασμένες με τα κυδώνια και τις κόκκινες πιπεριές στο ταβάνι του παντοπωλείου τού κυρ Σπύρου, τού Μπογδή όπως τον έλεγαν. Ροζ και βιολέ στο μαντήλι της Φιόρης. Οι μπουγάδες κρεμασμένες στα σκοινιά κάτω από τα βόλτα. Ο κισσός κρατούσε καραούλι στο μπαλκόνι δίπλα στο φανοστάτη. Η μυρωδιά της κανέλλας, ακόμη σε λιγώνει…

Στα φανερά και στα κρυφά αγάπησες και αγαπήθηκες, εδώ στο Πυργί. Το ήξεραν σύννεφα και κύματα, και η βροχή. Το κίτρινο φουστάνι άναβε τις νύχτες στους ελαιώνες. Έφεγγαν οι ώχρες και το πλακόστρωτο από το «απαγορευμένο» σε έβγαζε και στον πειρασμό αβασάνιστα σ’ έβαζε. Έτσι είναι ο έρωτας.

“Παράδεισο στους ουρανούς, δεν το χωρά ανθρώπου νους
εδώ είναι οι βιόλες και τα κρίνα, εδώ βιολιά και μαντολίνα”,
τραγουδούσε ο Λάσκαρης όταν περνούσε με τη λίσα του φορτωμένη ελιές. Έβγαζε τη φιοράδα τρίτσα και χαιρετούσε μ’ ευγένεια.

“Κάθε βράδυ πιάνω το φεγγάρι στο μαστέλο, το αφήνω και κολυμπά στο γλυκό νερό, χαίρεται και παίζει μέσα στα χέρια μου, μα κάθε πρωί το χάνω ψυχή μου, το παίρνει η νύχτα και το τυλίγει στο μαύρο της μαντίλι, μέσα απ’ τα χέρια μου το χάνω και μένω με το παράπονο, αυτή είναι η εξομολογία μου… ”  ,  τον θυμάσαι να λέει με σοβαρότητα στο καφενείο του Ζεματούρα.

Ξετυλίγεις τη χρυσή κλωστή του χρόνου κάθε φθινόπωρο, εδώ στο Πυργί. Τα φύλλα αλλάζουν χρώματα. Τα μάτια μένουν ώρες ανύσταχτα. Τα χέρια αδίσταχτα υψώνονται ν’ αδράξουν την καινούρια μέρα λαίμαργα. Οι αστραπές σού έχουν στήσει καρτέρι. Σκουραίνει ο ορίζοντας. Χαμηλώνουν τα σύννεφα.

Κάνεις πως δεν το περίμενες. Παριστάνεις πως σε ξάφνιασε η καταιγίδα, αυτή η πλανόδια μύστις που μόλις τό ’σκασε από το στερέωμα στο φεύγα της νύχτας ζητώντας τη χαρά του ταξιδιού.

Πριν ονειρευτείς πως θέλεις να το σκάσεις από εκείνους που νομίζεις πως σε κρατάνε στη γη, σκέψου πως τούτη η μπόρα δεν άντεξε στο μακρινό ορίζοντα και κύλησε για να σε συναντήσει.  Λίγες σταγόνες στο πρόσωπο θα σου κλέψουν τα κρυφά λόγια την ώρα που ραγίζει ο ουρανός.

Ανοιγοκλείνεις τα μάτια. Στα μακρινά χαράματα η αγάπη κάνει θαύματα.

Πυργί σε τρέφει η νοσταλγία

“Μη μού ζητάς τ’ αδύνατο, μόνο να σ’ αγαπώ μπορώ…”

Την ελευθερία τη δημιουργείς πρώτα μέσα σου και ίσως τελικά να μη φοράει ολόλευκα φτερά όπως φαντάζεσαι. Νιώσε την εύνοια της τύχης  με αυτή την ιδιαίτερη μουσική ενορχήστρωση, αυτή που έρχεται να εκφράσει ίσως την πιο μύχια ψυχική σου κατάσταση και να σου θυμίσει με τον τρόπο της, την ανάγκη σύγκρουσης στην καθημερινότητα σου, με την πραγματικότητα και τα εύκολα.

«Όχι Ζωή, μην το σκέφτεσαι, εσύ δεν χρειάζεσαι ομπρέλα.
Μπορείς να χορέψεις στη βροχή.
Στην Κέρκυρα είσαι, μην το ξεχνάς,» η θαλασσοβροχή.

Στο Πυργί, λένε πως η βροχή ωφελεί όσους την αγαπούν και πιο σωστά, ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Θα συνεχίσεις να λατρεύεις το αίσθημα της πλήρωσης που προσφέρουν οι ήχοι της, στο πλακόστρωτο, στα κεραμίδια, στο τζάμι, στα φύλλα, στη θάλασσα, στα απλωμένα χέρια, στα μάτια…

Χορεύει στον έρημο δρόμο απόψε, αφήνει κι εκεί τα σημάδια της. Ακόμη και στη σκέψη σου Ζωή, μη γελάς, ακόμη κι εκεί αφήνει κάτι, κάτι από ασήμι. Αργότερα θα το καταλάβεις κορτάροντας το φεγγάρι.

Βροχή στην Κέρκυρα, για να δένεσαι με τη μουσικότητα και τη σημασία της, για να ερωτεύεσαι τα πάντα για πάντα, για να αισθάνεσαι τα φανερά και τ’ αφανέρωτα.

Κρατάς την ανάσα. Ακολουθείς τις ίδιες διαδρομές. Σε καλεί η αγάπη. Ανοίγεις – κλείνεις το σημειωματάριο.
Συλλαβίζεις κάτι από παλιά ανάγνωση: «Κρύφτηκα, με την καταιγίδα, κρύφτηκα σ’ αυτά που μου κρύβεις, στις σκέψεις που δεν έγιναν λέξεις, εκεί κρύφτηκα, δεν το κατάλαβες, είχε τόση φλυαρία η άγρια βροχή το ξημέρωμα κι ήταν τόσο γλυκό το μεσονύχτι των ματιών σου, γι’ αυτό δεν σε ξύπνησα, να μην τρομάξω τα κρυμμένα σου…

«Ήθελα να μου χαρίσεις το φυλακτό της βροχής, να το φτιάξεις με τα χέρια σου, να έχει κάτι από κανέλλα, ίσως και μια σταγόνα φως κεχριμπάρι, να έχει και μια δαχτυλιά απ’ τα όνειρα σου, να το φορώ και να βρέχει μέσα μου όποτε θέλω, να μην αλλάξω τον κόσμο μου…»
Καταιγίδα ήταν και πέρασε.
Ξεπλύθηκαν τα φύλλα από τη σκόνη και οι ψυχές από όσα τις βαραίνουν. Εδώ, όλα  μπορεί να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην Κέρκυρα είσαι μην το ξεχνάς.

«Έλα τώρα, εδώ που φέγγει ο ασβέστης, στην απάνω ρούγα στο παλιό χωριό, έλα να πιάσουμε μια ζύμη, να κάνουμε λουκουμάδες όπως έκαναν οι νόνες», ανοικτή πρόσκληση στο καλοδιατηρημένο  αρχοντικό.
Ναι θα λες κάθε φορά με την ίδια χαρά, γνωρίζοντας πως ευαίσθητη και ιδιότροπη η ζύμη  από τα γεννοφάσκια της, αποδεικνύεται ευγενής τέχνη συνυφασμένη με τη ζωή και τον άνθρωπο.

Η ζύμη που δεν ξέρει από σιωπές, πήρε σχεδόν μυθικές διαστάσεις από τα γεννοφάσκια της. Μιλάει ακατάπαυστα , έχει ανάγκη από ξεκούραση και επηρεάζεται όχι μόνο από τη θερμοκρασία και τις συνθήκες του περιβάλλοντος αλλά και από τα χέρια που την αγγίζουν, ακόμη και τα μάτια που την κοιτάζουν. Και περνώντας τα χρόνια, μπορεί να έχουν ατονήσει όλα αυτά, όμως σε κάποιες γειτονιές υπάρχουν ακόμα εκείνοι που θυμούνται τον τρόπο αλλά παλαιά. Ναι η ζύμη έχει τη δική της προσωπικότητα ψυχή μου…

Επιμένει η Μελισσινή και μετρά δυο κούπες χλιαρό νερό, μισή φρέσκο γάλα, τρεις κουταλιές λάδι, στη μύτη του κουταλιού το αλάτι, κουκιστή η χιώτικη μαστίχα, μισή χούφτα καστανή ζάχαρη και όλα μαζί στη λεκάνη με το προζύμι. Όταν χτυπάει τα χέρια της και φωτίζεται ένα λευκό σύννεφο αλεύρι από  το φως που πέφτει από το φεγγίτη ξυπνούν όλα τα μυστήρια της ζύμης και μπαίνουν στον χορό. Έξω από το παράθυρο, ο άνεμος που περνά από τις φυλλωσιές του κήπου επισπεύδει την πτώση των φύλλων. Κάποια παρασύρονται πολύ μακριά πριν πέσουν στην άσφαλτο.

Όταν η  δημιουργία γίνεται όχημα πολιτισμού και αιτία συνάντησης με αφορμή ένα πιάτο ζεστούς λουκουμάδες δεν μπορείς παρά να ταξιδέψεις μέσα από αυτή τη γλυκειά γεύση και τα αρώματα στον χρόνο.

Κατανοώντας την ανάγκη αλλά και το δικαίωμα σε μια σταγόνα θυμαρίσιο μέλι που κυλάει φορτωμένη κανέλλα θ’ ανακαλύψεις ξανά και ξανά τη μεγάλη αξία του «εμείς».

Ένα πιάτο λουκουμάδες για να εξωτερικεύσεις όμορφα  συναισθήματα, να μοιραστείς τη στιγμή και μια καλησπέρα στο ηλιοβασίλεμα μετά τη βροχή, να υποσχεθείς την αγάπη σε όσα κρύβονται για να τα ξαναβρείς, να βρεις καιρό για εσένα, να σταθείς στο φανοστάτη όπως παλιά στο πρώτο ραντεβού και να περιμένεις μέχρι τα όνειρα να σταματήσουν μπροστά σου κορτάροντας ανοιχτά το μέλλον.

Στο Πυργί, έλα μια βόλτα ν’ αναγνωρίσεις την ομορφιά της νοσταλγίας με αφετηρία το χτες και προορισμό το αύριο.

Η εσωτερική σου πυξίδα θα σε φέρει στον Άγιο Μάρκο για να σε μαγέψει. Εδώ θα διαπιστώσεις πως υπάρχουν και εκείνοι οι ονειροπόλοι έτοιμοι να καταθέσουν μια άλλη κουλτούρα και ναι, με το χαμόγελο της οικειότητας θα σε φιλέψουν ένα πιάτο  «χαρίσιους πλακούντες»,  όπως τους αναφέρει ο Αριστοτέλης και θα σου ευχηθούν “ψυχή μου, να σε θέλει η ζωή, ψυχή μου”.

Και η πανσέληνος θα βρίσκεται εκεί και θα σε περιμένει. Εκεί που σκάει το κύμα στην έρημη ακτή, εκεί για να διασκεδάσεις τη λύπη και την άρνηση, για να ταξιδέψεις με τη φαντασία σου, εκεί για να σου υπενθυμίζει ότι όλα μπορεί και ν’ αρχίζουν τη στιγμή που τελειώνουν.

Μη διστάσεις να ρθεις, κάθε τέλος είναι μια καινούρια αρχή και είναι ωραίο να έχεις αφετηρία την Κέρκυρα, να πεις αυτά που δεν ειπώθηκαν, να κάνεις αυτά που δεν έγιναν, να ξοδέψεις τις μέρες σου εδώ που τα καντούνια τρέφουν στην αγάπη.

Εδώ να ρθεις, χαράματα που ανθίζουνε τα θαύματα.
Εδώ να ρθεις, εδώ να πιαστείς από το φως του φεγγαριού σε δική σου παράσταση.
Εδώ να ρθεις, όταν τα κύματα πηγαίνουνε ζερβά και ο εσπερινός ψαλμός γητεύει την άγονη σκέψη.
Ευγνώμων στην Κέρκυρα της καρδιάς μου!

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Πυργί, 26 Οκτώβρη 2020
Από το υπό έκδοση βιβλίο «Κέρκυρα, σμίλη της ψυχής»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Εργογραφία

  • Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα – Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή – Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα – Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα – Ιούνιος 2015
  • Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
    Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία,

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

facebook logo click