Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς τα «βγάζουν πέρα» τα ελληνικά νοικοκυριά;

Θα ήσασταν σε θέση να αντεπεξέλθετε σε ένα απρόβλεπτο έξοδο μεσαίου μεγέθους, όπως για μια χειρουργική επέμβαση, ή για μια κηδεία, ή επείγουσες επισκευές στο σπίτι, ή να αντικαταστήσετε ένα πλυντήριο ρούχων;

Αυτή είναι μία ερώτηση-μέρος έρευνας της Eurostat, της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.), με στόχο να περιγράψει πώς τα ίδια τα νοικοκυριά αξιολογούν την ικανότητά τους, βασιζόμενα σε δικούς τους πόρους, να ανταποκριθούν σε απρόσμενες δαπάνες τέτοιου μεγέθους.

Τα αποτελέσματα δείχνουν πως ένα στα τρία νοικοκυριά στην Ε.Ε. δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε μια τέτοια δαπάνη. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 50%, γεγονός που την κατατάσσει στην τρίτη χειρότερη θέση μετά τη Λετονία και την Κροατία. Τα μισά νοικοκυριά, λοιπόν, δεν είναι σε θέση να βρουν τους πόρους που θα χρειάζονταν για να αντιμετωπίσουν ένα απροσδόκητο έξοδο, που εκτιμάται να αναλογεί για την Ελλάδα στα 375 ευρώ μέσα σε ένα μήνα.

Το ποσό των 375 ευρώ αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τέταρτο του μέσου μηνιαίου εισοδήματος του ελληνικού νοικοκυριού (1.600 ευρώ). Η επιλογή αυτού του ποσού δεν έχει σκοπό να εξετάσει την οικονομική ισχύ του μέσου εισοδήματος. Αλλά στοχεύει να ελέγξει εάν τα νοικοκυριά έχουν αποταμιεύσεις οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή. Και η έλλειψη τέτοιων πόρων δείχνει οικονομική «ευπάθεια», αδυναμία να αντεπεξέλθει το νοικοκυριό σε έξοδα που δεν είναι μεν καθημερινά, αλλά δεν είναι και τελείως απίθανα.

Πηγή: Καθημερινή