Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στρατιωτικό νεκροταφείο, Χριστούγεννα

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

Ξεροβόρι του χειμώνα, μια ανάσα τα σύνορα,
ησυχία, καρδιά βαρύθυμη,
καπνίζουν οι ψηλές καμινάδες στη μικρή πολιτεία,
στην πάνω πλατεία χιλιάδες λαμπιόνια,
τ’ αδέσποτα πήραν σβάρνα το Βλαχομαχαλά,
μακριά από την παραξενιά του κόσμου
στο χάνι του Μικρούλη δυο τριαντάφυλλα
χαρίζουν χρώμα κι αγκάθια.

Στρατιωτικό νεκροταφείο Χριστούγεννα Ζωή Δικταίου

Στρατιωτικό Νεκροταφείο στην παλιά εκκλησία της Αγ.Τριάδας Φιλιατών

 

Διανυκτερεύει η αφή στο ρόπτρο
μια πνοή σε γυροφέρνει,
διαλέγει πάντα χρονιάρες μέρες,
το δάσος τυλιγμένο στην ομίχλη, μυρίζει πεύκο
οι πρώτες νιφάδες χορεύουν στο φανοστάτη,
μα εσύ, με αγαλήνευτο θυμό στοχάσου
δεν ήρθες τη χαρά της μιας βραδιάς ν’ αδράξεις.

Εκείνα τα ορφανά του πολέμου μεγάλωσαν,
τ’ απολησμονημένα με τα ενθύμια στο τελευταίο συρτάρι,
τώρα ανταλλάσσουν χειραψίες και ευχές,
έχουν παιδιά, εγγόνια,
οι άντρες σηκώνουν το ποτήρι γεύονται το τσίπουρο,
οι γυναίκες φέρνουν ζεστό μέλι, καρύδια, σταφίδες,
μπουχτισμένες από γυμνωμένα μυστικά,
αισθαντικά τρέμουλα,
παλιές συνήθειες,
γυναίκες, ορθόστηθοι κόρφοι, πηχτά φίλτρα,
ακραγγίζουν τα χέρια, τα χείλη, κερδίζει η ζωή,
συλλογιούνται, είμαστε ό,τι είναι το σώμα μας
σαν φανερώνεται ο έρωτας μεγαλειώδης κι επίφοβος,
παρηγορητικός κι απαρηγόρητος,
ίδιος πάντα, ο έρωτας
αύριο θα χορέψει τσάμικο στη βρύση.

Έπεσαν και τα τελευταία φύλλα στην αυλή,
απόψε φούσκωσε ο Καλαμάς, ξεχείλισε
λάσπη, σκουριά, παράπονο,
μέρες ειρήνης, μέρες Χριστουγέννων,
σε διαθεσιμότητα η μνήμη,
σε διαθεσιμότητα και η αγάπη,
ξεσκλίδια η θύμηση,
απόψε διαβαίνει αθώρητη η Μοίρα,
χρονιάρες μέρες, λιτανεία,
με τις χούφτες γεμάτες σφαίρες και καύκαλα.

Το δρεπάνι της βάβως κρεμασμένο στον τοίχο,
ο πάππους στην κορνίζα με τη φαμίλια στα πόδια,
ο μαστραπάς στο τραπέζι,
το καρβέλι στο νταβά, τα κουκουνάρια στη φωτιά
σπίθες, μελαγχολικές λάμψεις ρεμβασμού,
η βελέντζα στρωμένη στο χαγιάτι
κι όμως,
σάματις χαμηλώνουν οι φτερούγες των βουνών,
σάματις χάσκει η πόρτα άλλου κόσμου,
σάματις γυρεύει πρόφαση η άγνωστη φωνή…

Άγνωστος στρατιώτης

Πόβλα, νυν Αμπελώνας χάλκινος ανδριάντας του γλύπτη καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και ακαδημαϊκού Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974), σε ψηλό βάθρο από ιταλικό γρανίτη

Απόψε, στερνή φορά σαν η πρώτη φορά
αισθήσεις και ένστικτα σε διάλογο,
μια φλόγα τέμνει τη συνείδηση
αφήνεσαι στην πρόσκληση,
να φύγεις, αλαφριά και θαρρετή ψυχή και άμαθη,
μελανά πέπλα, φουντωμένες φυλλωσιές κισσού
κυκλάμινα, συμπόνια δρόμος κοντινός,
εδώ πιο κάτω μετρούν χιλιάδες ώρες μαρμάρινης ακινησίας
σε άγνωστη αιωνιότητα
ίσκιοι ανάμεσα σε εχθρικές ιαχές, αδερφικό αίμα
και μητρικά δάκρυα.

Τις νύχτες του Δεκέμβρη, λένε πως ξυπνούν,
τους ακούνε από μακριά,
ώρες που η βροχή ανοίγει και κλείνει τα μνήματα,
τινάζουν το χώμα από τις κόγχες
το παχνισμένο βλέμμα ντύνεται ουρανό,
περιμένουν κάμποσο, αρμολογούνται,
τα σκυλιά αλυχτούν, μεσάνυχτα,
κάτι παραπάνω καταλαβαίνουν τα ζωντανά,
κι αυτοί θαρρείς έχουν ξεχάσει
πως πάνε χρόνια που μόνο ο θάνατος χαράζει στα ματοτσίνορα,
μουρμουρίζουν, καταριούνται, δακρύζουν,
κι ύστερα, στο πρώτο σάλπισμα,
παίρνουν πίσω το χαμένο ανάστημα, γιγαντώνονται,
βιάζονται, σκοντάφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο
τρέχουν ασώματοι,
πότε με βλαστήμιες κι άλλοτε με συγγνώμες
ψάχνουν τα χέρια, τα πόδια, τα κεφάλια τους,
φορούν όπως – όπως τις μπαλωμένες κάλτσες,
τις λιωμένες αρβύλες, τις πληγές,
τη χλαίνη φορτωμένη παλιό χιόνι της Μουργκάνας
και σε μιαν έκσταση απελπισιάς και λύτρωσης,
εξόριστοι από τη ζωή,
γυαλίζουν τις ξιφολόγχες,
εδώ στους Φιλιάτες, χρονιάρες μέρες,
νύχτες του Δεκέμβρη,
εδώ στο στρατιωτικό νεκροταφείο, οι άγνωστοι,
στο προσκλητήριο των Χριστουγέννων φωνάζουν «Παρών»
όσο κι αν εσύ αρνείσαι να το πιστέψεις.

Στρατιωτικό νεκροταφείο Χριστούγεννα Ζωή Δικταίου ΦιλιάτεςΕδώ κι εσύ η ξένη, αγαπημένη, γυναίκα, αδερφή,
μάννα όλων τώρα πια,
με τα δικά σου χέρια κεροδοσιά
εδώ ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου
δίχως να φοβάσαι τα βαριά φτερουγίσματα στα κυπαρίσσια,
τα χαμηλά κρωξίματα στις φτέρες,
τον καταχθόνιο ρόγχο όσων για πάντα έχουν αναχωρήσει,
εδώ ξαναδιαβάζεις ονόματα στους σταυρούς,
βαριανασαίνεις, πασκίζεις κρατώντας τους μέσα σου
ζωντανούς στο δικό σου σημειωματάριο
να εξοφλήσεις το χρέος
κι όπου άγνωστος στρατιώτης,
εσύ η ξένη, μ’ ένα παραπάνω βαρίδι στην καρδιά,
ψιθυρίζεις Νίκανδρος, Λευτέρης, Μανώλης, Λύσανδρος, Αρίστος,
Γιώργης, Αδαμάντιος, Νικήτας, Ορέστης, Άλκης, Διονύσης, Ιάσωνας,
Σοφοκλής, Νικόλας, Τηλέμαχος, Φοίβος, Γιάννης, Αντώνης, Οδυσσέας,
θαρρείς έτσι θα ξαναζήσουν
στο δικό σου χρόνο που τελειώνει
με τον καιρό ξοδεμένο και τη μνήμη κατάφορτη
γλυκό μήλο, στυφό κυδώνι, σπασμένο ρόδι,
πικρή κανέλλα, θερισμένα στάχυα
των ψυχών, της σιωπής, του τόπου, της αλισάχνης, της μοίρας.

Εδώ, στις νύχτες του Δεκέμβρη, οι νεκροί
τραγουδούν πάθη αθώων σε πολεμικά εμβατήρια
ξυπνούν νικητές σαν η παγωνιά ξαναμοιράζει το χαμό
κι ο άνεμος σε ικεσία ανέσπλαχνη σπαταλιέται αλόγιστα
περνώντας ανάμεσα από δάφνες, κουμαριές, ρείκια
και ερειπωμένους μαντρότοιχους,
εδώ, τα άσαρκα στόματα αριστερά και δεξιά
εκμυστηρεύονται πένθιμους ηρωισμούς
και πράξεις παραφροσύνης.

Σέρνονται ήχοι στην παμπάλαια πέτρα,
ύστερα καταλαγιάζουν στ’ ασβεστωμένα κιβούρια
ώρα που σωπαίνουν οι φλέβες του νερού και κροταλίζουν τα δόντια,
άγνωστος στρατιώτης,
σε πόλεμο μη αναγκαίο, η διαμαρτύρηση
καλεστική κραυγή, πότε βραχνή και πότε άγρια
μα πάντα στη δική του πατρίδα,
στη δική του γη,
στη δική του άχραντη ταφόπετρα
μετράς αστική ερημιά και ορεινή ανταρσία,
πετροβολώντας την ολόγιομη φεγγαροσοδειά τη δίχως έλεος.

Τα περιπλανώμενα σύννεφα συντρέχουν το κρίμα,
πέτρωσαν οι ώμοι,
το πολυκαιρισμένο λιβάνι ακόμη στα βλέφαρα της Μουργκάνας
χαρακιά στη λήθη,
απόψε, ακροβασία σε υπηρεσία ανθρωπιάς
μια νύχτα του Δεκέμβρη, στρατιωτικό νεκροταφείο.

Φιλιάτες, για ένα χρέος
κεντάς αριστερές και δεξιές φτερούγες μαζί
το ξέρεις καλά, μόνο ζευγαρωτά μπορούν να πετάξουν
ψυχανεμίζεσαι τις άυλες παρουσίες
κλαις, θρηνείς, αδειάζει και το δικό σου ποτήρι,
μαντεύεις και το δικό σου φευγιό,
η μεγάλη συνάντηση, αύριο.

Ξημερώνει, στο ραδιόφωνο μελωδία μέσα σε κρύσταλλα
με τη φωνή του Χατζιδάκι παρηγοριά ο Γκάτσος
«Μέσ’ στην ερημιά του κόσμου ένα χέρι γράφει εντός μου:
Κάπου υπάρχει θεός»

Στρατιωτικό νεκροταφείο Χριστούγεννα Ζωή Δικταίου 6Αύριο, στον καιρό της αγάπης…

🔹 Αύριο, εν ονόματι της αγάπης | Ζωή Δικταίου
Φιλιάτες 13 Δεκέμβρη του 2021


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργογραφία

  • Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα

Ζωή Δικταίου Να χα μια χούφτα θάλασσα σ΄ένα γυαλί κλεισμένη

Προσωπικές ποιητικές συλλογές  

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα


facebook logo click