Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τέσσερα ποιήματα της Ηλέκτρας Στρατωνίου για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ!

Η σημερινή ημέρα δεν είναι σαν τις άλλες!

Σκοτάδι πυκνό και πολέμου τρέλα την σκιάζει, σε συναγερμό ολόκληρη η οικουμένη… υπό διωγμό βρίσκονται οι άνθρωποι γονείς και παιδιά, «κινούμενο στόχο» αποτελούν τα αθώα μάτια, τα φοβισμένα τους χαμόγελα, τα πληγωμένα τους κορμάκια. Στην παγκόσμια ζούγκλα αυτά τα μικρά ελάφια, είναι πρόκληση στα άγρια ένστικτα των κυνηγών που απολαμβάνουν το εγκληματικό τους χόμπι σκοτώνοντας, αφανίζοντας και συλλέγοντας τα τρόπαια του θανάτου, για να τα γράψουν στα βιογραφικά τους σημειώματα, τονίζοντας την σκληρότητα, την δύναμη και την ικανότητα τους, ώστε στα κέντρα των μεγάλων αποφάσεων να τους στέψουν σημερινούς και αυριανούς αρχηγούς αυτής της γης!

-Τα παιδιά! Τα παιδιά μας!

Δίχως πατρίδα σαν αγριοπερίστερα που ψάχνουν σπηλιές να φωλιάσουν, σαν αγριάδες, σαν τσουκνίδες ανεπιθύμητες, μ΄ εκατομμύρια χέρια γύρω τους που πασχίζουν να τα ξεριζώσουν, να τα ραντίσουν με δηλητήρια για να μαραθούν!

-Τα παιδιά! Τα παιδιά μας!

Που δεν έχουμε πια αγκαλιές να τα κρύψουμε, ρογοβύζια να τα θηλάσουμε, δεν έχουμε χείλη να τα φιλήσουμε, φωνή να τους μάθουμε τραγούδια, στρώμα να τα κοιμίσουμε, σχολειά να τα προικίσουμε με γνώση και ελπίδα!

Η κάθε ήπειρος, κάθε χώρα, κάθε πολιτεία, έχει κι έναν Ηρώδη… η σφαγή των 3.000 χιλ. νηπίων μοιάζει με πταίσμα, μπρός στην σημερινή μαζική εξόντωση των παιδιών απανταχού της γης!

-Πως να μιλήσω για την Ποίηση;; -Αυτή είναι κόρη της Ειρήνης! Και τούτο τον καιρό, η ομορφιά είναι μια «πικρή μνήμη»! Φέτος είναι «στέρφες» οι μέρες μας και δεν γεννιούνται ποιήματα και παιδιά! Για να αξιωθούμε Πάλι τον τίτλο του Ανθρώπου, τον τίτλο του γονιού, του δάσκαλου, του ποιητή, ΠΡΕΠΕΙ ο καθένας μας – η κάθε μία – σαν ατσάλινη ασπίδα να μπει μπρος σ΄ ένα παιδί, να το σκεπάσει με τον ίσκιο του να μην το βρει ο «μακελάρης» του πολέμου, ο διακινητής του σαπιοκάραβου, ο δουλέμπορας, ο μισθοφόρος φαντάρος και ο αστυνόμος που φυλάει και ορίζει τα σύνορα της ζωής του στο Αύριο! Ασπίδα να γίνουμε μπρος στα παιδιά να τα κρύψουμε, να τρανέψουν, να μοσχοβολήσουν, ρίζες να απλώσουν της προκοπής και της Ειρήνης σε όλες τις πατρίδες της γης!

-Ναι!!! Μπορεί ο καθένας μας ασπίδα αγάπης και Ανθρωπιάς να γίνει σε ένα παιδί!

-Γιατί εμείς γνωρίζουμε τον πόλεμο, την φτώχεια, τον ξεριζωμό, την ορφάνια… τα σημάδια από τις πληγές είναι ακόμη νωπά και πονάνε το σώμα και την ψυχή μας, να μας θυμίζουν πως όλα κερδίζονται με Αγώνες και αίματα, η μεγαλύτερη Νίκη είναι το δικαίωμα να λες:

-Είμαι Λεύτερος Άνθρωπος!!!

-Τότε οι Ποιητές θα γράψουν τα πιο όμορφα ποιήματα Τους!!! Η.σ. 21/3/2022

————— Federico Garcia Lorca—————-

«Έτσι όπως χάνομαι στην καρδιά των παιδιών, έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα»!!!

ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΙΛΙ Η ΖΩΗ

Και λέει, να ξημέρωνε μια αυγή που η γη δεν θα είχε σύνορα!
Ένα τεράστιο σπίτι χτισμένο με αγκαλιές κι ένα τραπέζι που γύρω του
θα κάθονταν άνθρωποι απ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης,
να τρώνε το αχνιστό ψωμί της Ειρήνης, να πίνουν το γλυκό κρασί
της Αδερφοσύνης, να γελάνε και να τραγουδάνε τον ήλιο
της Δικαιοσύνης και την τίμια δουλειά της Εργατιάς!
Και λέει, να μιλάει ο καθένας στην γλώσσα του και να καταλαβαίνουν όλοι
με τους κτύπους της καρδιάς τους και με τις λάμψεις από τα μάτια τους!
Και λέει, να υπήρχαν εργοστάσια, σχολειά, νοσοκομεία,
πλατείες και πάρκα, ανοιχτά σε όλους που θέλουν να ζήσουν,
το υπέρτατο όνειρο της Ελευθερίας και της Ισότητας!
Και λέει, οι άντρες να ήταν πατεράδες και οι γυναίκες μανάδες
όλων των παιδιών, στοργικά πάνω απ’ τις κούνιες να τα θηλάζουν
χωρίς να νοιάζονται για το χρώμα του δέρματος τους
και να λένε νανουρίσματα με τραγούδια της πατρίδας τους!!!
……………………………………….
Και λέει, αυτά που θαύμα, ουτοπία μοιάζουν, όλοι να πιστέψουμε
και μιαν αυγή να μπορούσαν αλήθειες να γίνουν!
-Όταν τα χέρια υψωθούν στον ουρανό, όταν στα μέτωπα λάμψη το φως,
σμίξουν οι φωνές των αδικημένων, τότε … Ναι!!!
– Ναι!!! Μπορούν Όλα, στο καινούργιο αύριο, Αλήθεια Μεγάλη να γίνουν!
Φτάνει οι Άνθρωποι, να ενώσουν την Δύναμη τους!
Κόκκινο φιλί είναι η Ζωή και ο Θάνατος … κρεβάτι!
-Εμπρός!!! -Να κάνουμε την ουτοπία Αλήθεια Μας!!!

ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΑΓΩΝΕΣ

Δεν προλαβαίναμε ποτέ να τελειώσουμε την κουβέντα μας,
ήταν πάντα λίγος ο χρόνος τα προβλήματα πολλά,
μπερδεμένα τα συναισθήματα μας και οι ξένοι
που ανάμεσα μας έμπαιναν, μας διέκοπταν βίαια…
Ποτέ δεν προλαβαίναμε την κουβέντα μας να τελειώσουμε,
εκείνη η τελευταία λέξη κρέμονταν στα χείλη μας
παγωμένη, άφωνη, παραπονεμένη!
Όμως σύντροφε, στο επόμενο αντάμωμα μας
δέναμε με ατσάλινη κλωστή τον λόγο,
ακριβώς από εκεί που κόπηκε!
Τυλίγαμε τα χέρια μας γύρω στους ώμους
σε αγκάλιασμα, που θαρρείς ποτέ δεν χωρίστηκαν,
τις ανάσες σμίγαμε σαν δίδυμων αδερφών
και κοιταζόμασταν κατάματα, γιατί εμείς σύντροφε μου,
αντέξαμε έναν αιώνα με θυσίες αίματος!
Παλέψαμε σε άνισους αγώνες στην ίδια αρένα,
στις ιδέες του δίκαιου και της ειρήνης πορευτήκαμε,
στους δρόμους και στα εργοστάσια, σε γιαπιά
και σε λιμάνια δουλέψαμε, στα άγονα σπείραμε χωράφια
και κάρπισαν στάρι, θερίσαμε, αλέσαμε,
κάναμε αλεύρι και το ζυμώσαμε, με όνειρα και ιδρώτα!
Εμείς σύντροφε, ψήσαμε ψωμί και χορτάσαμε
όλους τους αδικημένους της ζωής,
τους ξεχασμένους της χαράς, τους απόμαχους
και τους ισοβίτες, μιας κοινωνίας φυλακής
με κατάδικους αθώους, που κανείς δεν άκουσε
της απελπισίας τους την κραυγή και δεν τους πίστεψε!
Δεν μας έφτανε ο χρόνος σύντροφε,
ποτέ δεν τελειώναμε την κουβέντα μας!
Σαν ανταμώναμε όμως, τον τελευταίο μας λόγο
τον δέναμε με κόκκινη κορδέλα στο μπράτσο μας,
για να θυμόμαστε τα εκατό χρόνια του αγώνα μας!
Το κόκκινο για το αίμα, που ποτίσαμε τα βουνά,
τα ξερονήσια, τα κάτεργα, την Καισαριανή, την Κοκκινιά!
Η κορδέλα στο μπράτσο της γροθιάς που υψώνουμε
στον ήλιο, στο φεγγάρι, στα άστρα, στον ουρανό!
Προχωράμε, με Δύναμη και Ανθρωπιά!
Τραγουδά η καρδιά μας φτερουγά
ελπίδας περιστέρι, στον κόσμο ολάκερο:
-«Αβάντι πόπολο παντιέρα ρόζα»!
Κι αν ο χρόνος ποτέ δεν φτάνει
να τελειώσουμε την κουβέντα, εμείς:
-«Καταλαβαινόμαστε τώρα,
καταλαβαινόμαστε τώρα,
δεν χρειάζονται περσότερα»(Γ.Ρ.)

ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΤΙΠΟΤΑ

Οι Ποιητές … έχουν τρία μάτια
κρυμμένα στο μέτωπο,
στο στόμα τρις γλώσσες,
τρις καρδιές στο στήθος !
Την μια για την αγάπη,
για την ομορφιά του κόσμου την άλλη
και την τρίτη για των ανθρώπων τα πάθη!
Δικό τους – τίποτα-!
Ένα μολύβι σπασμένο και την σκιά τους !
Οι Ποιητές … του Λαού ντουντούκες,
των εργατών, των φοιτητών ,
της απείθαρχης νεολαίας,
φωνάζουν συνθήματα
σε ναρκωμένες πολιτείες,
δρόμους έρημους, πλατείες άδειες …
Γράφουν οι Ποιητές…
με σταγόνες αίμα στα δάχτυλα
απ΄ το σπασμένο μολύβι
κι ακουμπάνε τρυφερά
τον δροσάτο ίσκιο τους
-σαν ομπρέλα κόκκινη, –
στο πλήθος με τις υψωμένες γροθιές,
μην η βροχή τους βρέξει,
το χιόνι τους παγώσει,
τα δακρυγόνα, οι κλωτσιές,
οι χειροβομβίδες κρότου- λάμψης,
και τα γκλόπς των ματατζήδων,
τους πονέσουν… τους λυγίσουν,
τους σακατέψουν, ή τους σκοτώσουν!
Ααχχ οι Ποιητές … μοιάζουν Θεοί,
μα θνητοί είναι από πηλό πλασμένοι,
γεννημένοι με μια λάμπα θυέλλης
στα μάτια, ζωής σημάδι αιώνιο,
στο πυκνό σκοτάδι του κόσμου!
Κι ακόμη στην πλάτη τους έχουν
δυο φτερά τεράστια,
που κουβαλάνε στα ουράνια
τους κρυφούς πόθους των Λαών,
των σκλαβωμένων ανθρώπων,
για Ειρήνη, Δικαιοσύνη και Λευτεριά!!!
-Ναι, οι Ποιητές δικό τους
δεν έχουν τίποτα!!!