Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τζερμιαδιανή καντάδα

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

Παίρνεις μια ανάσα. Την κρατάς μέσα σου να ζεστάνεις το παράπονο. Σκέφτεσαι ξανά και ξανά. Φυσάει το αεράκι κι όσο φυσά τόσο πιο πολλές αθιβολές φέρνει. Δεν είναι όλα ίδια, δεν είναι όπως παλιά μα έχει μια γλύκα τούτο το σεργιάνι. Επιστρέφεις πολλά χρόνια μετά και μαζί σου επιστρέφουν οι εικόνες που κρατούσες στη μνήμη, στην ψυχή, στην καρδιά. Ξυπνούν και σε κυκλώνουν από παντού.

Πικραμύγδαλο στα χείλη και γιασεμί…

Με μια δεύτερη ανάσα γητεύεις την ψυχή στο κερκέλι της παλιάς πόρτας. Κάποιος παλιός καθρέφτης θα μένει ξάγρυπνος πίσω της μετρώντας τις εικόνες που κράτησε.

Τζερμιαδιανή καντάδαΤίνος είναι το βλέμμα που καρφώθηκε πάνω σου…
Καινούριες φωνές πίσω από την πόρτα σε ταξιδεύουν. Με έκπληξη αναζητάς αυτό που ακούγεται. Κάποιοι επιμένουν στις παραδοσιακές μελωδίες, σ’ αυτές των παλιών κανταδόρων. Αναπάντεχες και ανεπανάληπτες στιγμές! Ευτυχώς γιατί αποτελούν  όαση πολιτισμού μέσα στην αλλοτριωμένη σημερινή πραγματικότητα. Το χέρι στο κερκέλι διστακτικά, να μην ραγίσει το άκουσμα της μαντινάδας του Σπανομιχάλη :
«Ένα βουνό εκτάλυσα κι εδιάλεγα την πέτρα
να χτίσω ένα όνειρο για μιαν αγάπη ψεύτρα»
τραγουδεί με την ψυχή του  και παίζει λύρα ο Αντώνης Φραγκάκης.
Εσύ θυμάσαι τον παππού του τον Στελιανό, έναν από τους καλύτερους γλεντζέδες και τραγουδιστάδες του χωριού.

Μα πώς να μη συγκινηθείς με αυτά τα μουσικά ξόμπλια που κάνουν και τις πέτρες να ριγούν, αυτά δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο. Είσαι τυχερή. Μόλις έχει ξεκινήσει τούτο το όμορφο μουσικό σεργιάνι που θα κρατήσει σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, έτσι όπως γινόταν παλιά με τους Τζερμιαδιανούς κανταδόρους ξενύχτηδες, τον Στελιανό, τον Στεφανή του Κοκολιού, τον Μιχάλη του Δήμου, τον Σωκράτη, τον Βασίλη του Ροβύθη τραγουδιστάδες, τον Βλάσση με το βιολί, τον Τσάρο Ηρακλή με το νταούλι από τη γειτονιά του Ανυφαδιανού.

Θα συναντηθούν στη Μεσοχωριά με την άλλη παρέα, το Γιαννιό του Ζαχαρούλη με το θιαμπόλι, τον Δημήτρη του Φατσή με το λαούτο, τον Χαραλάμπη το Χαρπά με την ασκομαντούρα, τον Χελεψή με το βιολί, τον Αιμίλιο, τον Ματθαίο, το Μανωλαράκη, το Αριστειδάκη, τον Καψιλίδη και το Στεφανιό της Γρυνοκατερίνας στις μαντινάδες.
«Η αγάπη η αληθινή στον άδη τελειώνει
εκειά που σώμα και καρδιά γίνεται γης και λιώνει»,
συνεχίζει ο Αντώνης συγκινημένος με κοντυλιές «το παράπονο της Καντής», αφιερωμένο στην γιαγιά του την Καντή, τη σύντροφο του Στελιανού που τον μεγάλωσε αλήθεια με πολλή αγάπη.

Τζερμιαδιανή καντάδα

Κι όπως θα γυρνούν οι δείχτες στα ρολόγια και οι αθιβολές στην καρδιά, θα τρίξουν οι κλειστές γρίλιες στης νυχτιάς τη σιγαλιά και θα παραπονεθείς μαζί τους, «αχ και να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά…»
Μια διαφορετική χροιά άρχισε να παίρνει η αγάπη απόψε θαρρείς και όλη η παρέα είναι ταμένη στην αναζήτηση ενός πράγματος που είναι καλά κρυμμένο. Υπάρχει κάτι πολύ συγκινητικό σε όλη αυτή τη γλυκιά μέθη που αγγίζει και ραγίζει την καρδιά. Οι Λασιθιώτες είναι ζεστοί και συναισθηματικοί άνθρωποι και δεν το κρύβουν. Έχουν έναν ανάλαφρο ρομαντισμό, ίσως καταγραφή στην ψυχή από τον «Ερωτόκριτο».

Το συναίσθημα  στα σοκάκια του χωριού κερδίζει ξανά έδαφος κόντρα στο θολό ποτάμι του κόσμου. Με κοντυλιές σημαδεύεις καινούρια όνειρα.

Φυσά το αεράκι, πληθαίνουν μυρωδιές κι αθιβολές. Εδώ κάποτε οι κανταδόροι δώσανε τα ωραιότερα ρεσιτάλ της ζωής τους, τότε που η αγάπη μύριζε επανάσταση, τότε που η καντάδα ήταν συνήθεια και τα βράδια κάτω από το παράθυρο μιας αγαπημένης εκφράστηκαν όλοι οι μυστικοί πόθοι και τα όνειρα, τότε που με τον ίσκιο του φεγγαριού να συχνοδιαβαίνει πάνω σε γιασεμιά και κεραμίδια χαμήλωναν τ’ άστρα να κλέψουν ένα «σ’ αγαπώ». Μυρίζει όμορφα το παλιό παράπονο του χρόνου στην αστροφεγγιά. Αγαπάς εκείνους τους πλάνητες τραγουδιστάδες γιατί ακόμη και ο καιρός δεν έσβησε από τη μνήμη σου τα τρυφερά τους πάθη.

Συλλαβίζεις άστρα και γαρύφαλλα στις παλιές γειτονιές. Στοχάζεσαι πως μπορεί να σβήνει ο νους με το θάνατο, μα η καρδιά, αυτή δε σβήνει, όχι, η καρδιά έχει δική της βούληση, η καρδιά χτυπά δυνατά, τινάζει τη φλέβα στο λαιμό όποτε θέλει, όπως θέλει, φέρνει τα πάνω κάτω σε μια στιγμή, ζωντανεύει την ξεχασμένη πληγή, θέλει και το κάνει, θέλει και μεταμορφώνει τα καρδιοχτύπια σε συνθήματα…

Βαθιά σιγαλιά. Με την καντάδα κλιμακώνεται και διαμορφώνεται ακόμα και η εικόνα του έρωτα ως επιθυμία, και τι επιθυμία αλήθεια, ενός ακριβού ιδανικού που κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί σκοπός της ζωής. Κάποιες μαντινάδες το κάνουν αυτό. Έχουν οι λέξεις τους τη δύναμη να εξιδανικεύουν τη γυναίκα και τον έρωτα χωρίς να υπόσχονται σωτηρία μα και χωρίς να τη ζητούν.

Αγαλιανά φτάνουν οι ώρες της αυγής κι έχουν μια λύπη και μια παρηγοριά μαζί γιατί ξημερώνει. Όταν χαράζει ο πρώτος αναστεναγμός ένα παλιό παράπονο ξημερώνει.

Μικραίνει ο κόσμος τούτη την ώρα, χωρά στις χούφτες σου. Να τον κρατήσεις τρυφερά, ο κόσμος σου είναι, ο κόσμος σου φως, αυτός που πασκίζει να σταθεί στα μάτια σου, η καρδιά του φτερουγίζει σαν πουλί, μα δεν θα σπάσει.

Τζερμιαδιανή καντάδα Εικόνες παλιές ξαναγεννιούνται με ένα πιο δυνατό συναίσθημα. Άλλο σχέδιο ετοιμάζει ο νους, ό,τι κι αν φανταστείς θα σου το δημιουργήσει στη στιγμή τούτη την αυγή. Η πρόθεση σου να συνεχίσεις να τα αγαπάς όλα γίνεται η αιτία στο καινούριο όνειρο. Εδώ να σταθείς, εδώ στο φανοστάτη στο πλακόστρωτο, εδώ ένα ξημέρωμα στο Τζερμιάδων, με την αλμύρα στα μάτια, μαθαίνεις από την αρχή πώς να αξιοποιείς τις προθέσεις σου…

Αναρωτιέσαι πώς γίνεται κάποιοι άνθρωποι που ποτέ δεν σε γνώρισαν να σε αναζητούν, να σε θέλουν παρέα, να σε καταλαβαίνουν, να σιγοψιθυρίζουν μαζί σου, να περιμένουν μαζί σου. Και αν κάποιος ένιωσε για εσένα κάτι τόσο δυνατό που δεν μπορούσε παρά να το βιώσει και να το καταγράψει, τότε…
«Ήταν δική μου ανάγκη», ψιθυρίζει στο φανοστάτη ο Θοδωρής Καστρινός από τις Λίμνες. O ίδιος συνηθίζει να ντύνει τις μνήμες, τις χαρές και τις λύπες του, τις αναμνήσεις του με τραγούδια και μελωδίες και όταν είναι η στιγμή κατάλληλη έρχονται από το βαθύ της ψυχής και παίρνουν θέση διεκδικώντας μια ματιά και ένα άγγιγμα στο παρόν.
Θα αγγίξει με ευαισθησία και λεπτότητα το χέρι σου. «Περίμενε» , λέει «αυτό το ποίημα ήταν σαν να έχει γραφτεί για εμένα, σίγουρα έχει μεγαλύτερη σημασία η στιγμή που το έγραψες για εσένα και η αφορμή και η ανάγκη που σου γύρεψε τις λέξεις, δεν ξέρω σε ποιον απευθυνόσουν, όμως τόλμησα από αγάπη και δική μου ανάγκη να μελοποιήσω αυτούς τους στίχους:

«Λαθρεπιβάτης στην καρδιά σου κάθε αυγή
βγαίνω σ’ αφύλακτα πελάγη κι αρμενίζω
χαράζω λέξεις να σου κλείσω την πληγή
μα στη δική μου απ’ την αρχή ξαναγυρίζω.

Μοιάζεις με αίνιγμα ή κι αρχαίο μυστικό
τ’ άστρα ξυπνούνε στο βαθύ αναστεναγμό σου
δεν θέλω τίποτα μα και όλα τα ζητώ
κάθε φορά που αγγίζω το σημάδι στο λαιμό σου.»

Οι ώρες της αυγής, αυτές που κάνουν τις επιθυμίες να τρέμουν. Ένα τριαντάφυλλο στο παραθύρι. Κανείς δεν κάνει λάθος την αυγή. Πολλά τα χρόνια που έλειπες. Με ένα γέλιο κορτάρεις το τελευταίο άστρο. Οι ώρες της αυγής, όταν με ένα χαμόγελο οι αισθήσεις αποκτούν τόση ένταση ώστε να πιστεύεις πως δεν υπάρχουν απόντες, όχι, αυτές τις ώρες της αυγής στο Λασίθι επικοινωνείς μυστικά ακόμη και με εκείνους που θα ήθελες να είναι δίπλα σου αλλά…

Έρχονται και δε σωπαίνουν, δε γίνεται όταν πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες απρόσμενα, δεν γίνεται όσο μένει τόσο αξόδευτο νερό στα μάτια…

«Λαθρεπιβάτης στην καρδιά σου κάθε αυγή
βγαίνω σ’ αφύλακτα πελάγη κι αρμενίζω
χαράζω λέξεις να σου κλείσω την πληγή
μα στη δική μου απ’ την αρχή ξαναγυρίζω» ,

με μια κιθάρα θα το σιγοτραγουδούσε για εσένα,
αν δεν είχε μείνει το ταξίδι εκείνου του έρωτα στη μέση,
αν ζούσε κι εκείνος.

      Έλα, μπορείς να το ψιθυρίσεις, τη νύχτα εκείνη την φύλαξες δική σου, τώρα μόνη σου είσαι.

Τζερμιαδιανή καντάδα

Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο…

Γράφεις, αναψηλαφώντας τις μνήμες λυτρώνεσαι. Γράφεις, ο γενέθλιος τόπος σε περιέχει, δεν ξεφεύγεις. Αναστοχάζεσαι τη ζωή, μια ροή πραγμάτων, γεγονότων, μια αλυσίδα ανθρώπων και βρίσκεσαι μέσα σε όλα. Προσπαθείς να καταλάβεις τι έχασες, τι έκανες λάθος, τι κερδήθηκε, τι ματαιώθηκε, προσπαθείς…
Γράφεις, υποφέρεις, σώζεσαι…
Η γραφή έχει ανάγκη τη μνήμη, το ίδιο και η μνήμη έχει ανάγκη τη γραφή. Μαγικοί δεσμοί ανάμεσά τους. Αισθάνεσαι τη ντοπιολαλιά έρχεται αβίαστα και δίνει ένα άλλο παρόν σε ό,τι γράφεις. Δεν θέλεις να χαθεί τούτη η αρχοντική μοίρα των λέξεων, δεν επιτρέπεις να σωπαίνουν μέσα σου επειδή ξεχάστηκαν τα πράγματα που ονόμαζαν, όχι λες, ας τα θυμηθούμε όλα από την αρχή στη μνήμη εκείνων που τις έπλασαν.

Η παλιά αναβλητικότητα σε έχει εγκαταλείψει. Τώρα βιάζεσαι, έχεις μια φούρια.
Μην τρελαίνεσαι προλαβαίνεις, να δεις που θα τα καταφέρεις τελικά. Τώρα δεν το αντιπαλεύεις, τώρα είναι η στιγμή που το χρέος γίνεται επιταγή της ψυχής, ένας συνεχής, ψυχαναγκαστικός μονόλογος κι εσύ γράφεις, γράφεις, γράφεις…

«Ο τόπος σου είναι μια μικρή κουκίδα στο χάρτη», έτσι σού είχαν πει κάποτε για να σε πειράξουν κι εσύ απάντησες αυθόρμητα:
«O τόπος μου είναι η κούπα των θεών, ένα ψηλό κολονάτο ποτήρι για να μεταλαβαίνουν οι ψυχές ουρανό και φως…»
|                       Λασίθι, Τόπος Μέγας! Η κούπα των θεών.

Τζερμιαδιανή καντάδα

Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 21 Μάη του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου] γεννήθηκε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα.
Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο…»