Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Της Νύφης τα λιθάρια

Γράφει η Ζωή Δικταίου //
Γιαλλινάς Άγγελος Κέρκυρα Της Νύφης τα λιθάρια

Γιαλλινάς Άγγελος, Της Νύφης τα λιθάρια

Είναι φορές που οι δρόμοι δεν σού είναι γνώριμοι, αλλά στην Κέρκυρα δεν έχει σημασία. Όπου και αν περπατήσεις δεν θα νιώσεις ποτέ πως είναι ξένος δρόμος, δεν κινδυνεύεις να χαθείς και αυτό γιατί την ιστορία τους, την έχουν γράψει ωραίοι άνθρωποι. Οι Κερκυραίοι είναι και στις μέρες μας υπέροχοι, όσο είναι εκείνοι που ακόμη μεθούν με τα λόγια και τα έργα της αγάπης, τιμούν κάθε ψίχουλο ζωής, κολακεύονται με το τραγούδι τ’ αηδονιού, τα σείστρα του έρωτα, το φλοίσβο της θάλασσας και φυλάνε το δίκιο φιλοφρόνηση στη χούφτα τους.

Απαλά τα δάχτυλα καλωσόρισαν το ξαφνικό ψιχάλισμα στα γραφικά σοκάκια του πυκνοδομημένου από τον φόβο των κουρσάρων, χωριού των Σιναράδων. Η πυκνή δόμηση ενέπνεε ένα αίσθημα ασφάλειας στους κατοίκους, ιδιαίτερα σε μια ανοχύρωτη περιοχή όπως ήταν αυτή, της μακρινής εκείνης εποχής που χτίστηκε ο πρώτος οικισμός. Σιναράδες, ένα ακόμη τοπωνύμιο που κατά την επικρατέστερη εκδοχή προήλθε από το επίθετο της άγνωστης σήμερα και εξαφανισμένης πλέον βυζαντινής οικογένειας Σιναράς ή Συναράς. Τα περισσότερα χωριά της Κέρκυρας έχουν ονόματα που προέρχονται από επίθετα οικογενειών όπως Αργυρός – Αργυράδες, Αρμένης – Αρμενάδες, Βιτάλης – Βιταλάδες, Κυπριανός – Κυπριανάδες, Καββάδας – Καββαδάδες και πολλά άλλα.

Σε τούτο τον περίπατο δεν έχεις ομπρέλα. Στο άκουσμα της βροντής σε ξαφνιάζουν ευχάριστα οι πρώτες ψιχάλες. Σταυρώνεις τα χέρια γύρω από τους γυμνούς ώμους και αμέσως μετά τα ανοίγεις σαν φτερά. Μετατοπίζεις το βάρος του σώματος, γέρνεις χορευτικά πότε αριστερά και πότε δεξιά. Τα πόδια γλιστρούν από το στενό καλντερίμι στη μέση του δρόμου. Μικρές κινήσεις, συρτές με τα πέλματα. Σχεδόν επιτόπου χαμηλώνεις πρώτα το βλέμμα, μετά το σώμα. Όσο διψά η ψυχή, διψά και η γη. Φιλί, στη βροχή, ονειρεύεσαι, ξορκίζεις το κακό. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται. Το φως είναι αλλιώτικα όμορφο. Οι πρώτες στάλες λαμπερές στα φύλλα της μπουκαμβίλιας. Σιγανοψιχάλισμα, σαν τραγούδι  στις γραφικές γειτονιές με τα πέτρινα σπίτια, στα παλιά βυζαντινά κεραμίδια της ώχρας, στα περίτεχνα πορτόνια σιδερένια ή ξύλινα, στα βόλτα, στα πλακόστρωτα, στα ψηλά καμπαναριά, στο λαιμό και στα γυμνά σου χέρια.

Τα μάτια γύρεψαν καλότυχα σημάδια από το πέρασμα των προγόνων στις παλιές γειτονιές. Υποστηρίζεται πως απέναντι στην τραγική κατάσταση που έφερε το τέλος του Ε΄ Βενετοτουρκικού πολέμου, γνωστού και ως Μεγάλου Κρητικού Πολέμου,  με την πτώση του Χάνδακα το χίλια εξακόσια εξήντα εννέα, ήταν πολλοί οι Κρήτες και ανάμεσα τους αρκετοί με τίτλους ευγένειας, είτε κρητικής, είτε βενετικής  που προτίμησαν τον ξεριζωμό και τη φυγή, από  τον οθωμανικό ζυγό. Έτσι λένε πως έφτασαν και εγκαταστάθηκαν και σε αυτό το αρχοντοχώρι της Κέρκυρας πρόσφυγες από την Κρήτη, μεταλαμπαδευτές της πολιτιστικής τους κληρονομιάς στη νέα πατρίδα. Διαβάζεις επιγραφές σε καφενεία και καταστήματα. Δουκάκης, Σγούρος, Δρόσσος, Αλεξάκης, Βλάσσης. Μετράς τα βήματα, ψιθυρίζεις ονόματα και ξαφνιάζεσαι πιο πολύ όταν ύστερα από λίγο βρίσκεσαι στο διατηρητέο αρχοντικό Αλεξάνδρου Βασιλάκη. Με την τελευταία συλλαβή στο επώνυμο έχεις φτάσει κιόλας στη γειτονιά σου στην Κρήτη, στο καμαρωτό πόρτεγο της Ερωφίλης Βασιλάκη.

Η μνήμη ξυπνά, γυρεύει γεγονότα, ξαναφτιάχνει εικόνες, φέρνει συναισθήματα, εμπειρίες παλιές σε καινούργια ανάγνωση. Η μνήμη… Χαραγμένη στη λαξευμένη πέτρα εκμυστηρεύεται το ανεκπλήρωτο, το αξόδευτο πάθος, τον έρωτα που θερίστηκε άδικα πριν την ώρα του. Το νιώθεις, ξεθάβονται στιγμές. Τα χέρια σου, πασκίζοντας να βρουν αντισταθμίσματα μιας παλιάς συγγένειας αγγίζουν το πλατύσκαλο στο κατώφλι του αρχοντικού κι ύστερα ψηλαφητά το κλειδί και το μάνταλο της αυλόπορτας. Ενστικτωδώς σκύβεις με το αυτί κολλημένο στη διαβρωμένη από τους καιρούς και τον χρόνο κολώνα. Αισθάνεσαι τις αμεταχείριστες ακόμη λέξεις που περιμένουν εδώ ασθμαίνουσες. Χαράγματα της μνήμης, σπαράγματα κόντρα στην τροχιά της λήθης, λέξεις για τη λεηλασία μιας αγάπης.

Το θρόισμα των φύλλων της δάφνης σιγοντάρει την αγωνία σου ν’ ακούσεις. Ακούς με σεβασμό. Η φωνή πότε βγαίνει μέσα από την ψίχα της πέτρας και πότε κυλάει με τη βροχή από το γείσο στο ψηλό παραθύρι. Ακούς, ξύνοντας με τα νύχια τη σκουριά, ακούς, θαρρείς και είναι κληρονομιά σου το τελευταίο κραυγαλέο φιλί. Ακούς, την άγραφη διαθήκη της Νύφης με τ’ αχτένιστα όνειρα μέσα από το φιλιατρό του πηγαδιού…

Φέρνεις το χέρι, αγγίζεις τα μαραγαριτάρια στα σκουλαρίκια σου, θωπεία φορτωμένη βροχή και δάκρυ. Μια μέλισσα σου υπενθυμίζει την ομορφιά σ’ ένα κρινάκι της αλτάνας. Οι λέξεις χορεύουν στο μυαλό σου τόσο οικείες, τόσο δικές σου, οι λέξεις, σε προστατεύουν από τη λήθη, λέξεις μιας γλώσσας χωρίς ατέλειες. Αμέτρητες οι αποχρώσεις του πράσινου στο φως της σύντομης αστραπής, αμέτρητες οι αιχμαλωτισμένες σκέψεις, αμέτρητη και η ανιστόρητη σιωπή, τώρα στην αθόρυβη μακρά απουσία, βρίσκει επιτέλους τις λέξεις:

Βερίγου της Νύφης τα λιθάρια

Της Νύφης τα λιθάρια

Γροικάτε οι πέρα θάλασσες και οι απάνω βίγλες
γροικάτε οι περβολάρηδες κι εσείς πραματευτάδες,
γροικάτε νιές, γροικάτε νιοί τση νύχτας γλεντοκόποι.

Γάμος λαμπρός, τάβλα αργυρή, πύργος θεμελιωμένος
σ’ ώριο μπαξέ στην Κορυφώ, σε μέγα αρχοντοχώρι.

Όλη η βδομάδα του γαμπρού, η Κυριακή τση νύφης,
κι ο ήλιος ο βιγλάτορας από το μεσοστύλι
ελόγιασε χίλιες φορές, την ομορφιά, τη νιότη
και πάλι εξαναλόγιασε, πρεπειά κι αξιοσύνη,
αφέντρα, αγγέλισσα κυρά, τα χέρια φιλντισένια,
λιόμαυρα μάτια σαν ελιές, τριαντάφυλλο τα χείλη
αροδαμούς στα μάγουλα, λόγια ζαχαρωμένα,
και ροζονάρη, του γιαλού τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
είχεν η κόρη η ακριβή, η αρχοντοθυγατέρα.

Ακαρποφόρητη χαρά συντροφιασμένη πίκρα
σφάλμα ζημιό του ριζικού, φταιξίματα τση τύχης
μα τ’ άδικο μοιρόγραφτο δεν τ’ αποδιώχνει ο ήλιος
ο Χάρος έχει λεύτερο, δοξεύγει όπου θελήσει,
ανεχασκίζει χώματα, ξεχωρισμούς ορίζει
άπονος κι ανελύπητος τη ζήση φαρμακώνει.

Ο ήλιος εχαμήλωσε στη λιόστερνη την ώρα,
λυγούνε φύλλα και κλαριά, λυγά ο απάνω κόσμος.

“Κόρη μου, πλιά τα κάλη σου, περίσσια τα λυπούμαι
φεύγα κι ακούω τα πέταλα του θεριστή στη ρούγα,
τα ξακουστά ονόματα σε κλάηματα και ξόδια
γυρίζουνε και τρέμει η γη μαραίνονται τα ρόδα” ,

είπε και την εχρύσωσε, τ’ αγρίμια επαραστέκαν
και μια κολώνα ως τ’ άκουσε ραγισματιάν ανοίγει
μες στο σκισμένο μάρμαρο δυο κάρβουνα σβησμένα.

Τρεις δίπλες γύριζε ο χορός στη μέση η νύφη ανέγνοια,
με το μπολκάκι το σφιχτό και τη φαντή καρπέτα,
την κούδα τη μεταξωτή με τα χρυσά σιρίτια,
στο κουτελίκι το πλεχτό φλουριά κωσταντινάτα.

Εχόρευγε κι εγέλανε, γλυκό κρασί εκέρνα
εμίλιενε με τα πουλιά, εγέλανε τ’ αγγέλου
γυαλένιος μπλάβος ουρανός χωρίς ανεφαλάκια.

Έχθρα κι αμάχη τό ’βαλε ο θεριστής ο Μαύρος
κουρσάρικο αρμάτωσε σκούρα πανιά ανοίγει
είχε η σημαία κόκκαλα άσπρα ζωγραφισμένα
στα χέρια του Σαρακηνού κλεμμένο απελατίκι,
στη μέση ντου, δαμασκηνό σπαθί ’χε κρεμασμένο.

Ο γάμος, θρήνος γίνηκε, σκορπίσανε τα λόγια
κείνα τα λόγια τα γλυκά, πώς γίναν μοιρολόγια.

Η νένα ακόμη μολογά ψηλά στο παραθύρι
η στοιχειωμένη η φωνή στην πέτρα είναι γραμμένη.

Άνεμος δε την χάιδεψε, Σαρακηνός την πήρε,
αφίλητη κι αμάλαγη του Χάρου νυφοστόλι.

Φτάνει το αχ στο Γιαραμπή, χάσμα μεγάλο ανοίγει
και τα ξυλοκεράμιδα επέσανε απ’ τον πύργο.

Δεν αλαργοξορίστηκε, λίγο ήταν το ταξίδι
αυγή τσ’ αυγής τη βρήκανε στα δίχτυα οι ψαράδες,
βαθιά πληγή είχε στο λαιμό τον κρουσταλλοχιονάτο,
οι άκριες στα ματοτσίνορα ασήμι η αλισάχνη,
κέρινη τη φιλήσανε, ασάλευτη την κλάψαν.

Αν τύχει ξαφνική βροχή κι είσαι στο περιγιάλι
γλυκαίνει τ’ αλμυρό νερό κι η πικροκυμματούσα
ανοίγει στράτα να διαβεί το ψίκι του θανάτου
δάκρυα, βαριές σταλαγματιές του παραπονεμάτου.

“Ως στέκουν όρη και βουνά, τ’ απάρθενα βυζιά μου
να στέκουν και να φέγγουνε στην άκρια του πελάγου”,
λένε πως είπε, κι έγιναν “Της Νύφης τα λιθάρια”
τ’ απάρθενα χρυσόμηλα της ζηλεμένης κόρης
πέτρωσαν, μιας αδίκιωτης αγάπης θυμητάρια,
να βρίσκουν ίσκιο τα πουλιά, φιλί τα παλικάρια.

Με τα σημάδια του χρόνου παρελαύνουν οι στιγμές όπως στο συρματόσκοινο οι σταγόνες όταν απαγγέλει έρωτες η βροχή. Στο  ξεσαρκωμένο απ’ το ξύλο ρόπτρο, η φωνή της, ήρεμη, μετρημένη. Στάζει ο καιρός, τ’ ανείπωτα μελωμένα στα χείλη και τ’ άνανθα της αγάπης στις ρωγμές του τοίχου. Η ανάμνηση αλάτι κι εσύ φταίχτρα να θυμάσαι, να διψάς, να σωπαίνεις…

Χαρούλα Βερίγου Της Νύφης τα λιθάρια

Τώρα κρατάς την αγνή σεβαστική μορφή. Κλείνεις τον εύθραυστο κύκλο της ανεξαργύρωτης χαράς της Νύφης. Πιο εύθραυστη από γυαλί. Η φαντασία σαν ομίχλη κυκλώνει τα αισθήματα. Μεθυστικά αφόρητο το φιλί κάτω από την ανθισμένη γαζία. Έχεις εμπιστοσύνη στα χείλη. Το βλέμμα κινείται γρήγορα, να γνωρίσει τις λεπτομέρειες. Έχει μιαν εντιμότητα το βλέμμα όταν στέκεται στους αρμούς των τοίχων πριν χαθεί πάνω από λιόδεντρα και κυπαρίσσια στον ορίζοντα. Χαμογελάς. Η βροχή δυναμώνει. Ξεστρατίζουν δυο στάλες και σε βρίσκουν στα βλέφαρα. Ο χρόνος έμεινε πίσω, στο αρχοντικό, ίσως καταφέρει να γιατρέψει τις πληγές.

Ο δρόμος θα σε βγάλει έξω από το χωριό  στην τοποθεσία Αερόστατο  με την εξαιρετική θέα. Ανασαίνεις τη μυρωδιά του πευκοδάσους που  απλώνεται πάνω από τα απόκρημνα βράχια στη δυσπρόσιτη παραλία της Μαύρης Άμμου. Θα χορτάσουν τα μάτια γαλαζοπράσινο από το Γυαλισκάρι μέχρι την Κυρά Δικιά. Το νησάκι, κατάφυτο από αγριελιές, φραγκοσυκιές, σκίνους και μικρούς θάμνους ονομάστηκε έτσι από την εκκλησία που υπάρχει εκεί, αφιερωμένη στην Παναγία τη Δικαία. Στ’ ανοιχτά της Κυρά Δικαίας, βορειοδυτικά, ξεχωρίζουν της Νύφης τα λιθάρια. Αξίζει να φτάσεις ως εκεί, όχι για το φιλί της ανάγκης μα για το φιλί που σε σημάδεψε.

Στην απόκρημνη ακτή αφουγκράζεσαι τον ήχο του ανέμου μέσα από τις φυλλωσιές.
Η μυρωδιά του σχίνου διεγείρει την όσφρηση. Ένα τρύπιο κοχύλι αποσπά την προσοχή σου. Απλώνεις τα χέρια, το περιεργάζεσαι. Θα το περάσεις σε κόκκινη κλωστή, κρατώντας το λάφυρο της μέρας, βραχιόλι στο χέρι σου.
Κι ύστερα ψάχνεις τα δικά του. Τα δάχτυλα μπλέκονται σφιχτά. Σχεδόν κτητικό το άγγιγμα. Κρατούν μυστικά. Η θαλάσσια αύρα παίζει με την ξεχασμένη γοητεία στα μαλιά του. Τα σύννεφα αλλάζουν ροή και χρώματα. Περιστρέφεσαι πάνω από τον αφρό των κυμάτων. Το δεύτερο φιλί αργό. Το νιώθεις, μετά από αυτό είσαι έτοιμη εξοστρακίζοντας φόβο και άβυσσο, ν’ αγγίξεις κοράλλια στο βυθό, θαυμάζοντας ανεμώνες, σπόγγους και  λιβάδια ποσειδωνίας  μέχρι το Ορθολίθι.Χαρούλα Βερίγου της Νύφης τα λιθάρια

Βαθιά νερά, σου βάζει ιδέες η Όστρια και σε σπρώχνει στην ανοιχτή θάλασσα. Εδώ να ψάξεις το μαύρο γιούσουρι. Ξεπερνάς κάθε φραγμό από αυτούς που σου δημιουργεί η διαφορά των φυσικών ιδιοτήτων του αέρα και της θάλασσας, με εφόδιο μόνο την ανάσα σου. Αγαπάς το ρίσκο. Φοράς τη μάσκα, εγκαταλείπεις την επιφάνεια στέλνοντας φυσαλίδες στον αφρό και εγκαταλείπεσαι χωρίς αναστολές στην πρώτη σου αυτόνομη κατάδυση, πλάι του.

Ένα μοναδικό θέαμα σου αποκαλύπτεται. Τα μάτια αποζητούν με μεγαλύτερη λαιμαργία τα πανάρχαια μυστικά του βυθού. Το ανάγλυφο μοναδικό. Πολύχρωμα ψάρια, φεγγαροσαλίγγαροι, ασβεστοποιημένα ροδοφύκια, μέδουσες, ξέρες, σκουλήκια της φωτιάς, βράχια, αστερίες, όστρακα και κοχύλια σε παρασέρνουν στο πέρα από τη φαντασία ταξίδι. Ναι, παραδέχεσαι, αυτή η ομορφιά είναι όντως ασύλληπτη. Οι φωτεινές αντανακλάσεις του ήλιου παίζουν καθώς χάνονται στο βάθος. Από το ανοιχτό θαλασσί στο γαλάζιο και μετά μωβ, ώσπου να χαθείς στο σκούρο μπλε. Ειδυλλιακή εικόνα, ναι, αλλά μην παρασύρεσαι. Μπροστά σου, σαν φεγγίτης ένα πέρασμα στο βράχο. Ίσα που χωράς. Αυτό είναι. Ανεβαίνεις στην επιφάνεια για μια δεύτερη ανάσα. Όμορφες στιγμές σκέφτεσαι και υπόσχεσαι στον εαυτό σου, να τις ξαναζήσεις, Αύριο…

Και τώρα απλώνεις τις υγρές παλάμες στο φως. Καυχιέσαι για τα τόσα που άγγιξαν. Στ’ ακροδάχτυλα ο έρωτας…

Βγαίνεις στη στεριά. Ξαπλώνεις κάτω από τον ίσκιο του πεύκου. Χίλιες μυρωδιές. Ο άνεμος χαϊδεύει το γυμνό σώμα. Η αλμύρα στα χείλη σε αναστατώνει. Από το μακρινό ορίζοντα ο έρωτας σου κλείνει το μάτι. Το φιλί και η αγκαλιά είναι προίκα. Θα ξανάρθεις, το ξέρεις. Εδώ τίποτα δεν συμβαίνει κατά λάθος. Τα γλαροπούλια φτερουγίζουν όλο και πιο κοντά.  Και η καρδιά σου, φτερούγισμα μεταξωτό στην ηχώ του πελάγους.

Χαρούλα-Βερίγου Της_Νύφης_τα_λιθάρια

Παράβαση η μελαγχολική ανάμνηση στην παράκτια νοσταλγία.

«Άδραξε τη μέρα», κάποιος θαρρείς για εσένα, το χάραξε στην πέτρα που τυχαία διάλεξες να πάρεις ενθύμιο. Οπτική υπενθύμιση μιας ξεκάθαρης εντολής. Η θάλασσα ξέπλυνε τα λάθη. Θα επιστρέφεις στον ίδιο δρόμο και ποτέ μα ποτέ δεν θα χαθείς.

Οιστρήλατος, στην ξαφνική βροχή γιατί η ζωή στην Κέρκυρα είναι του γούστου σου…

Εδώ μεταμορφώνεις κάθε στάλα βροχής σε ασημένιο φεγγάρι. Καθαρογράφεις την αγάπη, από την αρχή χωρίς όρκους και υποσχέσεις. Στην Κέρκυρα είσαι, στην πιο ερωτική φύση του Ιονίου, αγαπιέσαι, μαθαίνεις ν’ αγαπάς πολύ και ίσως εδώ τελικά η αγάπη αποδεικνύεται με τα χρόνια τέχνη ακριβή. Δεν έχει άλλα μισοτελειωμένα λόγια.

Η εμπειρία στης Νύφης τα λιθάρια συντηρεί και τη δεύτερη νιότη. Ανάμεσα σε ένα χαμόγελο και μια αστραπή χτυπά η καρδιά δυνατά. Εδώ δεν σε φτάνει το ράγισμα του παλιού σου κόσμου κι αν κοιτάξεις πέρα μακριά στον ορίζοντα, θα νιώσεις πως και το θαλασσινό νερό τραγουδάει τον έρωτα. Ανοίγει η ψυχή και δέχεται τον ουρανό.

(…)
Βλέπεις στην Κέρκυρα, οι όμορφες μέρες της βροχής δεν βιάζονται ν’ αλλάξουν.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 21 Δεκεμβρίου 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι

με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Εργογραφία

  • Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα – Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή – Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα – Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα – Ιούνιος 2015
  • Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία,

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

facebook logo click