Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

1821: Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους

Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, ανάμεσα στ’ άλλα –με την ευκαιρία και των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 επεξεργάστηκε ένα αφιέρωμα με στόχο να φωτίσει καλύτερα τον χαρακτήρα και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εκδήλωσης των γεγονότων  από τη σκοπιά του μαρξισμού – λενινισμού, καθώς και σε αντιπαράθεση με αστικές και αναθεωρητικές ιστορικές θέσεις.

Ήδη έχουμε παρουσιάζει τρεις ενότητες :
🔹 Η κομματική ιστοριογραφία για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ
🔹 Η ιδιοκτησία γης στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας &
🔹 Η οικονομική ανάπτυξη πριν την Επανάσταση – διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης

Τα θέματα περιέχονται στο εξαιρετικό βιβλίο -400 σελίδων της ΣΕ <|1821  Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους, απ’ όπου σήμερα παραθέτουμε το σχετικό πρόλογο, που περιλαμβάνει όλη τη «φιλοσοφία» του θέματος, καθώς και αναλυτικά στοιχεία για το περιεχόμενο200 Χρόνια Επανάσταση 1821 epanastash 1821 logo

Η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 αποτελεί σημα­ντική ευκαιρία για να προσεγγίσουμε και να γνωρίσουμε βαθύτερα τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, όπως και τις τοπικές και τις διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά εκδηλώθηκαν.
Φυσικά, η ιστορική αποτίμηση της Επανάστασης του 1821, όπως και κάθε άλλου ιστορικού γεγονότος, εκκινεί από συγκεκριμένη ταξική οπτική, συνδέε­ται αντικειμενικά με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και επομένως αξιοποιείται και στη διαμόρφωση συγκεκριμένης συνείδησης αναφορικά με το επι­θυμητό μέλλον.
Είναι ενδεικτικό ότι ανάμεσα στους 4 άξονες δράσεων της Επι­τροπής «Ελλάδα 2021», μόνο ο ένας αφιερώνεται στο 1821 στην Ελλάδα και στον κόσμο (δείτε και εδώ).
Οι υπόλοιποι τρεις τιτλοφορούνται Η Ελλάδα σήμερα μετά από μια πορεία 200χρόνων, Έλληνες που αφήνουν το αποτύπωμά τους στον κόσμο και Το 2021 ως παράθυρο για την Ελλάδα του μέλλοντος… (ακολουθούν δείγματα promotion)

Για τον ίδιο λόγο, διαχρονικά και ανεξάρτητα από την επάρκεια της ιστορικής τεκμηρίωσης, η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί της φο­ρείς χρησιμοποιούν τις επετείους της Επανάστασης του 1821, προκειμένου να προωθήσουν το βασικό αστικό ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας.
Με άλλα λό­για, ταυτίζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης με τα συμφέροντα του ελλη­νικού λαού, προκειμένου να προωθήσουν τις εκάστοτε προτεραιότητες της κα­πιταλιστικής εξουσίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, χαρακτηριστικό είναι το μήνυμα της Προέδρου της Δη­μοκρατίας για την 199η επέτειο της Επανάστασης, όπου αναφερόταν:
«Ο αγώνας του ’21 και οι θυσίες των προγόνων μας άνοιξαν το δρόμο για ένα σύγχρονο κράτος που σήμερα βρίσκεται στον πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης και είναι εγγυητής σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλ­κάνια

Στο παραπάνω απόσπασμα, τρία στοιχεία αξίζουν την προσοχή μας.
Πρώ­τον: Το εθνικό παρελθόν παρουσιάζεται ως ενιαίο, δηλαδή πέρα από κοινωνι­κούς και ταξικούς διαχωρισμούς.
Δεύτερον: Ο ταξικός χαρακτήρας του σημερι­νού καπιταλιστικού κράτους επιχειρείται να αποκρυφτεί μέσω των εκσυγχρονι­σμένων λειτουργιών του.
Τρίτον: Τα προηγούμενα χρησιμοποιούνται προκειμένου να εμπεδωθεί η σημερινή στρατηγική της αστικής εξουσίας, δηλαδή η επι­δίωξή της να διαδραματίσει σημαντικό, ρόλο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊ­κής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή.

Ταυτόχρονα, συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης της ιστορίας προς όφε­λος του αστικού ιδεολογήματος της εθνικής ενότητας και των αναγκών της αστικής εξουσίας πραγματοποιείται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήμα­τος. Εξάλλου, το τελευταίο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συντάγματος (άρ­θρο 16, παρ. 2), αποσκοπεί στην ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνεί­δησης. Όπως εξάλλου επισημαίνεται στο Βιβλίο του Δασκάλου για το μάθημα της Ιστορίας της ΣΤ’Δημοτικού:
«Ο νευραλγικός ρόλος της Ιστορίας ως μαθήματος στη διαμόρφωση εθνικής αλλά και κοινωνικής συνείδησης καθιστά τη λειτουργία του πολυδιάστατη. Δη­λαδή, η σημασία του δεν περιορίζεται στο επίπεδο των γνώσεων, αλλά επεκτείνεται και στο επίπεδο των αξιών.»

1821 Ακρόπολη

Όλα τα προηγούμενα, καθόλου δε σημαίνουν ότι η αστική εξουσία και οι απολογητές της προωθούν τα τελευταία 200 χρόνια μια ενιαία και απαράλλαχτη ιστορία της Επανάστασης. Αντίθετα, στο πέρασμα των χρόνων η κυρίαρ­χη αστική ιστοριογραφία για την Επανάσταση έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά, εξαιτίας:
α) των διαφορετικών προτεραιοτήτων της αστικής εξουσίας σε κά­θε εποχή,
β) των διακριτών συμφερόντων αντίπαλων μερίδων της αστικής τά­ξης που αντανακλούνταν και σε αντιπαραθετικές «αναγνώσεις» της Ιστορίας,
γ) των προσαρμογών που κατέστησαν αναγκαίες η εξέλιξη της ιστορικής επιστή­μης και η εμφάνιση νέων ιστορικών πηγών και άλλων ντοκουμέντων,
δ) της αλ­λαγής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων σε κάθε περίοδο, αλλά και της πολε­μικής προς την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία από την πλευρά της κομμουνι­στικής ιστοριογραφίας.

Ως αποτέλεσμα, οι αλληλοσυγκρουόμενες βιωματικές καταγραφές των πρωταγωνιστών της Επανάστασης των πρώτων χρόνων έδωσαν τη θέση τους στη συνέχεια του 19ου αιώνα σε πιο συνεκτικά έργα ιστορικών, που στο επίκε­ντρο έθεταν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα έως την εποχή τους, αξιοποιώντας συχνά δοξασίες, ακόμα και θρύλους.
Φυσικά, τα πα­ραπάνω λίγο είχαν να κάνουν με οποιαδήποτε επιστημονική ιστορική μέθοδο, αλλά αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποδοτικά:
α) στη διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας-συνείδησης και
β) στο να στηρίξουν το θεμέλιο της αστικής εξωτερι­κής πολιτικής της περιόδου, δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα, το στόχο της επέκτασης των εδαφών του ελληνικού αστικού κράτους σε περιοχές της Οθωμανικής Αυ­τοκρατορίας.

Όταν η Μεγάλη Ιδέα συντρίφτηκε έπειτα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή (1922) και σε μια περίοδο που διατυπωνόταν για πρώτη φορά η πολεμική της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας, η αστική ιστοριογραφία αναγκά­στηκε να προχωρήσει στις απαραίτητες προσαρμογές.
Στα χρόνια του Μεσο­πολέμου, η προσπάθεια εξασφάλισης της συναίνεσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων απογαλακτίστηκε σε σημαντικό βαθμό από τα μεγαλοϊδεατικά σχέδια, ενώ η ήττα στη Μικρασιατική Εκστρατεία και οι συμφορές που την ακολούθησαν αποδόθηκαν επιμελώς άλλοτε σε δόλια ξένα σχέδια, άλλοτε στον εσωτερικό ταξικό εχθρό και άλλοτε και στα δύο μαζί. Άλλωστε, ήταν η πε­ρίοδος που το ΚΚΕ ρίζωνε στην ελληνική κοινωνία, χάρη και στη διεθνή απήχη­ση της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Η όξυνση της ταξικής πάλης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με αποκορύφωμα τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αλλά και η προσπάθεια του ΚΚΕ να εκφράσει τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες της περιόδου ως «συνέχεια» του 1821 και τα αιτήματά τους ως εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων σκοπών της Επανάστασης, οδήγησε σε νέα αναδιαμόρφωση των επιχειρημάτων της αστικής ιστοριογραφίας. Όλο και περισσότερο, στα έρ­γα των αστών ιστορικών και στους λόγους των αστών πολιτικών, η ιστορία της Επανάστασης απεκδυόταν από τα ριζοσπαστικά της χαρακτηριστικά και αναδεικνύονταν οι πιο καθυστερημένες και συντηρητικές δυνάμεις που συμμετεί­χαν σε αυτή.
Την ίδια περίοδο, οι αστοί ιστορικοί και πολιτικοί, ανίκανοι να εξη­γήσουν τις ταξικές συγκρούσεις της εποχής τους με τα προηγούμενα ιδεολογι­κά σχήματα, ταύτισαν αμήχανα την αμφισβήτηση της εθνικής ενότητας και της αστικής εξουσίας με τη διαφορετική εθνική προέλευση των ταξικών αντιπά­λων.
Πλέον, όποιος αμφισβητούσε το αστικό κράτος και τις διεθνείς συμμαχίες του χαρακτηριζόταν ως πράκτορας της Μόσχας, ΕΑΜοβούλγαρος ή συνοδοι­πόρος του «ξενοκίνητου» ΚΚ.

Σε γενικές γραμμές, ανάλογα πρωτόγονα αντικομμουνιστικά επιχειρήματα, που επιδρούσαν στην αντιμετώπιση της ιστορίας της Επανάστασης, αναπαράχθηκαν σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο και κορυφώθηκαν στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.
Με την ευκαιρία των 150 χρόνων από την Επανά­σταση του 1821, το δικτατορικό καθεστώς θέλησε να ενδυναμώσει τα πατριω­τικά αισθήματα των μαθητών και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα εθνικής ανατάσεως μεταξύ του λαού και της χώρας με τρισάγια, δημοτικά τραγούδια που μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα των σχολείων και σκετς φουστανελάδων.

Όμως, η κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία σε αυτή της τη μορφή είχε πλέον φτάσει σε φανερό τέλμα. Ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα της Κύπρου δεν κλόνισαν μόνο τη σταθερότητα του δικτατορικού καθεστώτος, αλ­λά αμφισβήτησαν τη λογική του εσωτερικού και εθνοπροδοτικού εχθρού και κα­τά συνέπεια συμπαρέσυραν τα έτσι κι αλλιώς έωλα επιχειρήματα μιας συγκε­κριμένης αστικής ανάγνωσης της Επανάστασης.
Τα τελευταία ήταν πλέον ανί­κανα να νομιμοποιήσουν την αστική εξουσία στα μάτια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Εξάλλου, η αστική εξουσία προσανατολιζόταν πλέον στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότη­τα, ακόμα και στην εκμετάλλευση των αντιθέσεων ανάμεσα στην καπιταλιστι­κή Δύση και στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, προκειμένου να προ­ωθήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή, ενώ οι μεγάλοι αγώνες και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου απαιτούσαν πιο ευέλικτες στρατηγικές ενσωμά­τωσης του εργατικού-λάίκού κινήματος.

Η ανάληψη της αστικής διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ το 1981 ολοκλήρω­σε τη μεταπολιτευτική στροφή στην αστική ιστοριογραφία.
Η νέα σοσιαλδη­μοκρατική ανάγνωση του 1821, αποτινάσσοντας τις χοντροκοπιές και τα αντι­επιστημονικά επιχειρήματα της προηγούμενης περιόδου, προσέδωσε νέο κύ­ρος στις αστικές ιστορικές προσεγγίσεις και στην επίσημη ιστορία των σχολι­κών βιβλίων και των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων.
Ταυτόχρονα, πείθοντας -εκμεταλλευόμενη και προβλήματα της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας- ότι η Επανάσταση ήταν λαϊκή δημοκρατική και ότι οι ανεκπλήρωτοι στόχοι της δι­καιώνονταν στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης, ανασυγκρότησε την εθνική ενότητα σε ένα νέο στέρεο, αλλά εξίσου εκμεταλ­λευτικό έδαφος.

Παραλλαγές μιας τέτοιας αστικής προσέγγισης της Επανάστασης μπορού­με να δούμε ως τις μέρες μας. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο ΣΥΡΙΖΑ για την επέ­τειο των 199 χρόνων από την Επανάσταση:
«Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε η ιδρυτική στιγμή της δημιουργίας του ελ­ληνικού κράτους, αλλά και ένα κομβικό ιστορικό γεγονός του 19ου αιώνα. Ήταν μια λαϊκή, δημοκρατική επανάσταση, βασισμένη στις αξίες και τα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης…»

Το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό της προηγούμενης ανάλυσης και ανάλο­γων αστικών ιστοριογραφιών αφορά τη διαστρέβλωση του πραγματικού ταξι­κού χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821.
Παρουσιάζοντας την Επανάσταση όχι ως αστική, αλλά ως λαϊκή δημοκρατική αποκρύπτει το πραγματικό περιεχό­μενο της εξουσίας και του κράτους που προέκυψαν από αυτή.

200 Χρόνια Επανάσταση 1821 epanastash 1821

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αλληλουχία των μεταμορφώσεων της αστι­κής ιστοριογραφίας.
Μετά από την επικράτηση της αντεπανάστασης στη Σο­βιετική Ένωση και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την περί­οδο 1989-1991, σημειώθηκε πρωτόγνωρη υποχώρηση του εργατικού και κομ­μουνιστικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο, ενώ δεν έμεινε αλώβητη και η κομ­μουνιστική ιστοριογραφία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, με την αστική εξουσία να προσανατολίζεται αφενός σε αναβάθμιση του ρόλου της στη Νοτιοανατολι­κή Μεσόγειο και σε διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα πρώην σοσιαλιστι­κά Βαλκάνια και αφετέρου σε σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία και στην ένταξη της τελευταίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αστική ιστοριογραφία υιοθε­τούσε όλο και περισσότερο μια κοσμοπολίτικη ανάλυση.
Στο πλαίσιο της τελευ­ταίας, από τη μια στιγματιζόταν ο ρόλος της επαναστατικής βίας στην ιστορική εξέλιξη και από την άλλη «λειαίνονταν» οι αιχμές στην παρουσίαση της Οθωμα­νικής Αυτοκρατορίας, επηρεάζοντας αναγκαστικά καιτοντρόπο παρουσίασης της Επανάστασης του 1821.

Σήμερα, μέσα και έξω από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021», διαπιστώνεται ση­μαντική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες τάσεις της αστικής ιστοριο­γραφίας, μιας περισσότερο εθνικιστικής και μιας περισσότερο κοσμοπολίτικης.

Οι δύο όψεις της αστικής ιστοριογραφίας, με τις όποιες παραλλαγές τους, πέρα από αντιτιθέμενα αστικά συμφέροντα, ενσαρκώνουν και μια αντίφαση ριζωμένη βαθιά στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της αστικής εξουσίας.
Η αστική εξουσία μπορεί να υφίσταται και να νομιμοποιείται στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων μόνο εξασφαλίζοντας την κυριαρχία της στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους και επι­καλούμενη την εθνική ενότητα ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους.
Όμως, την ίδια στιγμή τα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης καθώς και η αντικειμενική τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου απαιτούν αναγκαστικά συμμαχίες με άλλες αστικές εξουσίες, στο πλαίσιο ιμπεριαλιστι­κών ενώσεων και οργανισμών ή εκτός αυτού του πλαισίου. Ακόμα, απαιτούν εξαγωγές και εισαγωγές κεφαλαίων, πρώτων υλών, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού, αμφισβητώντας έμπρακτα την προτεραιότητα του έθνους-κρά­τους.

Μάλιστα, όλα τα προηγούμενα συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο ενός διαρκούς ανταγωνισμού και μεταβαλλόμενων ισορροπιών δυνάμεων ανάμεσα στα αστι­κά κράτη, με αποτέλεσμα οι περίοδοι ενίσχυσης της συνεργασίας τους να εναλ­λάσσονται με αυτές των πολεμικών αναμετρήσεων, οδηγώντας σε αντίστοιχα μονοπάτια την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία.
Άλλωστε, ακόμα και σε περιό­δους που ο εθνικισμός μοιάζει να κυριαρχεί στην αστική ιστοριογραφία και πο­λιτική, όπως το διάστημα 1950-1974, αυτό διόλου δε σημαίνει την απομόνωση της αστικής εξουσίας (ένταξη στο ΝΑΤΟ και σε άλλους ιμπεριαλιστικούς οργα­νισμούς). Ανάλογα, όταν ο κοσμοπολιτισμός μοιάζει να κυριαρχεί στην πολιτική και την ιστοριογραφία, όπως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως και το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 2008, αυτό γίνεται μόνο για να προωθηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Έτσι, η πολι­τική «εξωστρέφειας» συμπληρώνεται από τη συμμετοχή του αστικού κράτους σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (2 πόλεμοι στο Ιράκ, Κόσσοβο, Αφγανιστάν κλπ.) που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Με αυτήν την έννοια, η αστική ιστοριογραφία δεν μπορεί ποτέ να είναι κα­θαρά εθνικιστική ή καθαρά κοσμοπολίτικη.
Η αστική αντιπαράθεση για το πε­ριεχόμενό της αναγκαστικά εξαντλείται στην αναλογία εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού, η οποία εν τέλει διαμορφώνεται υπό το βάρος των προτεραιοτήτων και των συμφερόντων της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης σε κάθε επο­χή.
Κατά συνέπεια, και σήμερα, το μίγμα εξαρτάται από τις αντιπαρατιθέμενες αστικές στρατηγικές. Για παράδειγμα, όσοι προτάσσουν την αναγκαιότητα της συνεκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων με την Τουρκία υιοθετούν εκ των πραγμάτων και μια πιο κοσμοπολίτικη προσέγγιση της ιστορίας. Το ίδιο κάνουν εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου των οποίων τα κέρδη εξαρτώνται πε­ρισσότερο από τους στενούς δεσμούς που έχουν αναπτύξει με το αμερικανικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Σε αντίθετη ρότα κινούνται όσοι επιδιώκουν μια πιο δυναμική διεκδίκηση του ρόλου της ελληνικής αστικής εξουσίας στην περιοχή, αλλά και όσα αστικά τμήματα προσανατολίζονται σε άλλες διεθνείς συμμαχίες.

Πάντως, σε όλες της τις εκφάνσεις, η κυρίαρχη ιστοριογραφία, ακριβώς επειδή είναι αστική, δε θέλει και δεν μπορεί να εξετάσει διαχρονικά την ιστορία της Επανάστασης του 1821, όπως και κάθε άλλου ιστορικού γεγονότος, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί καιροσκοπικά να επι­χειρεί να αποδεχτεί τα κατά καιρούς αιτήματα του εργατικού-λαϊκού κινήματος ή ν’ αναγνωρίσει την ιστορική συνεισφορά του.
Όμως, αυτό εν τέλει αποσκο­πεί στη μακροπρόθεσμη ενδυνάμωση της αστικής εξουσίας. Ο προσεταιρισμός του εργατικού-λαϊκού κινήματος καταλήγει στην ενσωμάτωσή του στις επιτα­γές της αστικής εξουσίας.

Επιπρόσθετα, η κυρίαρχη ιστοριογραφία, ακριβώς επειδή είναι αστική, δεν μπορεί να είναι και επιστημονική, με την ουσιαστική σημασία του όρου.
Επιχει­ρώντας να προσαρμόσει την ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων στα εκάστοτε συμφέροντα και τις προτεραιότητες της αστικής εξουσίας και επιχειρώντας να την παρουσιάσει ως τον τελευταίο σταθμό στην ιστορία της ανθρωπότητας, απαρνείται την επιστημονική μεθοδολογία. Προσφεύγει άλλοτε στη μεταφυ­σική (όλα θα μείνουν ως έχουν) καί άλλοτε σε αντιεπιστημονικά τεχνάσματα.
Συνεπώς αποτελεί πρωταρχική ανάγκη και αναπόσπαστη πλευρά της σημε­ρινής ιδεολογικής-πολιτικής και ταξικής πάλης και της αναζήτησης της ιστορι­κής αλήθειας τόσο η αποδέσμευση της εργατικής τάξης και γενικά των λαϊκών στρωμάτων από το σύνολο των εκδοχών της αστικής ιστοριογραφίας όσο και η εξαγωγή χρήσιμων -από τη σκοπιά τους- ιστορικών συμπερασμάτων από την Επανάσταση του 1821.

Η ενίσχυση αυτής της προσπάθειας αποτελεί το βασικό λόγο έκδοσης της συγκεκριμένης συλλογής κειμένων. Η παρούσα συλλογή σε καμιά περίπτωση δε στοχεύει να εξαντλήσει όλες τις ιστορικές πτυχές της Επανάστασης, αλλά επικεντρώνεται ακριβώς σε εκείνες που μπορούν:
α) να αναδείξουν την ουσία των ιστορικών γεγονότων,
β) να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ταξικών κριτηρί­ων για τη μελέτη της ιστορίας,
γ) να συνεισφέρουν στην πιο ουσιαστική αντιπα­ράθεση με την αστική ιδεολογία και πολιτική και
δ) μέσα από τα προηγούμενα να βοηθήσουν στην ενίσχυση της ταξικής πάλης.

Μάκης Μαΐλης ΚΚΕ

Η έκδοση ανοίγει με το κείμενο του Μάκη Μαΐλη «Η κομματική ιστοριογραφία για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ».
Στο κείμενο επιχειρείται μια κριτική αποτίμηση της πο­ρείας της κομματικής ιστοριογραφίας. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι σε αυτή, υπό το βάρος σειράς ιστορικών γεγονότων (αδυναμία τελικής στρατιωτικής επι­κράτησης της Επανάστασης με δικές της δυνάμεις, ρόλος των ξένων δυνάμεων στην επιβολή της συνταγματικής μοναρχίας, μη ενσωμάτωση στο πρώτο ελλη­νικό κράτος σημαντικών αστικών κέντρων κλπ.), υποτιμήθηκε ο αστικός χαρα­κτήρας της Επανάστασης και του κράτους που προέκυψε από αυτήν και υπερ­τιμήθηκε η εξάρτηση του τελευταίου από τις λεγόμενες «Μεγάλες Δυνάμεις».
Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές συνέπειες και στη διαμόρφωση της στρατη­γικής του ΚΚΕ, αφού η τελευταία στηρίχτηκε στην πεποίθηση ύπαρξης φεου­δαρχικών υπολειμμάτων τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στο εποικοδό­μημα του ελληνικού κράτους.

Στη συνέχεια, με δεδομένο ότι η κατανόηση των κοινωνικών και οικονομι­κών συνθηκών μέσα στις οποίες ξέσπασε η Επανάσταση απαιτεί μια καλή γνώ­ση της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακολουθεί μια σειρά κειμέ­νων που προσπαθεί να εξοικειώσει τον αναγνώστη με το συγκεκριμένο ζήτη­μα.
Το κείμενο Η ιδιοκτησία γης στο μετέπειτα ελλαδικό χώρο κατά την οθωμα­νική περίοδο του Διονύση Αρβανιτάκη επιχειρεί να φωτίσει τις σχέσεις παρα­γωγής στο πλαίσιο της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που οδη­γούσαν και στη διαμόρφωση αντίστοιχων ταξικών συμφερόντων. Με τη δομή της οθωμανικής εξουσίας ασχολείται το κείμενο του Χρήστου Κούκου Οι αλλα­γές στο οθωμανικό εποικοδόμημα στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστα­σης.
Τέλος, το κείμενο Η λειτουργία του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχεί­ου μέσα στους κόλπους της οθωμανικής φεουδαρχικής εξουσίας των Χρήστου ΚούκουΣτρατή Δουνιά προσπαθεί να καταγράψει το ρόλο της Εκκλησίας στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους.

Στα τρία προηγούμενα κείμενα αποτυπώνεται το πώς η αδυναμία της Οθω­μανικής Αυτοκρατορίας να επεκτείνει τα εδάφη της μετά από το τέλος του 17ου αιώνα, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παρα­γωγής, οδήγησε στη σταδιακή παρακμή της και σε προσαρμογές τόσο στο επί­πεδο των σχέσεων παραγωγής όσο και σε αυτό του οθωμανικού κράτους. Επι­πλέον, στα κείμενα υπογραμμίζεται η διαφοροποίηση της φυλογενετικής υπο- τέλειας, ανάλογα με την ταξική θέση των υποτελών, ενώ σημειώνονται και οι δυ­νατότητες ένταξης μερίδας των υποτελών στο διοικητικό μηχανισμό του οθω­μανικού κράτους.

Το κείμενο του Μηνά Αντύπα Η οικονομική ανάπτυξη τα χρόνια πριν την Επα­νάσταση (18ος – αρχές 19ου αιώνα).
Η διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τά­ξης επικεντρώνεται στο πώς η επέλαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγω­γής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη βιοτεχνία κλπ.) επηρέασε τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της, μεταβάλ­λοντας την ταξική διάρθρωση των περιοχών όπου ζούσαν και οδηγώντας στη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης και αντίστοιχης εθνικής συνείδησης. Μέσω της παρουσίασης της οικονομικής βάσης της εποχής, δίνεται η δυνατό­τητα κατανόησης της επίδρασης που ασκούσαν στους ελληνόφωνους πληθυ­σμούς η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τα καπιταλιστικά κράτη της εποχής και κατά προέκταση η γνωριμία τους με τα αστικά ριζοσπαστικά ρεύμα­τα της Δυτικής Ευρώπης.

Μια καταγραφή των διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων της εποχής, των αντικρουόμενων συμφερόντων τους και κατά προέκταση των διαφορετικών τους πολιτικών προταγμάτων, καθώς και το πώς αυτά επέδρασαν στη στάση που κράτησαν απέναντι στην Επανάσταση, αλλά και στο χαρακτήρα της δίνε­ται στο κείμενο Ο ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής στην Επανάσταση του 1821 – Ο χαρακτήρας της Επανάστασης, του Αναστάση Γκίκα.

Ο Τηλέμαχος Λουγγής με το κείμενό του Σχετικά με το ρόλο των ξένων δυ­νάμεων στέκεται στα αλληλοσυγκρουόμενα σχέδια των λεγάμενων «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής, όπως αυτά συσχετίζονταν με τη στάση τους απέναντι στο Ανατολικό Ζήτημα και καθόρισαν την αντιμετώπιση της Επανάστασης του 1821 . Στο κείμενο καταγράφονται εξονυχιστικά οι διαρκείς αλλαγές της στάσης των «ΜεγάλωνΔυνάμεων» απέναντι.στους επαναστατημένους Έλληνες, όπως αυτές καθορίζονταν από τις διαρκείς τροποποιήσεις στην ισορροπία δυνάμεων και από την εξέλιξη των πολεμικών αναμετρήσεων της Επανάστασης.

Η Μαρίνα Λαβράνου με το κείμενο Τα Συντάγματα της αστικής Επανάστασης του 1821 καταγράφει το πώς αποτυπώθηκε ο αστικός χαρακτήρας της Επα­νάστασης, αλλά και οι κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις της περιόδου στα Συ­ντάγματα που ψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις. Επίσης, αναζητά σε αυτά τις ιδεο- λογικές-πολιτικές επιρροές από αντίστοιχα κείμενα των αστικών επαναστάσε­ων της εποχής, αλλά και από εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Θεόδ. Βρυζάκης - ΚολοκοτρώνηςΤο κείμενο «Εμφύλιες» συγκρούσεις και «εμφύλιοι» πόλεμοι στην Επανάστα­ση του 1821 του Κώστα Σκολαρίκου εξετάζει το πώς ο διαφορετικός βαθμός αστοποίησης των κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην Επανάσταση επηρέαζε το βαθμό ωρίμανσης της εθνικής τους συνείδησης και διαπλεκόταν με τα σχέδια και τα συμφέροντα των λεγάμενων «Μεγάλων Δυνάμεων», πυ­ροδοτώντας τις ενδοεπαναστατικές αντιπαραθέσεις. Επιπρόσθετα το κείμε­νο επιχειρεί ν’ αναδείξει ότι οι ενδοεπαναστατικές αντιπαραθέσεις αποτέλεσαν αναπόσπαστο στοιχείο όλων των αστικών επαναστάσεων, όπως και απαραίτη­τη προϋπόθεση για την επικράτηση της νέας αστικής εξουσίας.

Η Αλέκα Παπαρήγα με το κείμενο Η περίοδος της διακυβέρνησης του Ιωάν­νη Καποδίστρια αναδεικνύει τον αστικό χαρακτήρα του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση μέσα από την καταγραφή τόσο των μέτρων του κυβερνή­τη Καποδίστρια όσο και των εσωτερικών και εξωτερικών αντιδράσεων που συ­νάντησαν και οι οποίες αποδίδονται στα αλληλοσυγκρουόμενα κοινωνικά-τα- ξικά συμφέροντα της εποχής.

Τέλος, το βιβλίο κλείνει με ένα Χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων της εποχής που έχει επιμεληθεί το Τμήμα Ιστορίας, σκοπεύοντας να βοηθή­σει τον αναγνώστη να προσανατολιστεί καλύτερα στα γεγονότα της περιόδου.

Η ανάγνωση του συνόλου των κειμένων διαλύει πολλούς από τους μύθους της κυρίαρχης αστικής ιστοριογραφίας και τροφοδοτεί με ορισμένα σημαντι­κά συμπεράσματα.

Πρώτο: Η Επανάσταση αποτέλεσε συνέπεια των αλλαγών στις σχέσεις πα­ραγωγής που έκαναν για συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις επιτακτικό το κα­θήκον της απαλλαγής από την υποτέλεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και της συγκρότησης ενός αστικού κράτους με δική του εσωτερική αγορά. Συνε­πώς, η Επανάσταση έγινε επίκαιρη σε μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και όχι, π.χ., από την επόμενη της άλωσης της Κωνσταντινούπολης). Απόρροια της ίδιας ιστορικής περιόδου αποτέλεσαν η διαμόρφωση του έθνους και της εθνικής συνείδησης.

Δεύτερο: Η Επανάσταση εξέφραζε αναγκαστικά τα συμφέροντα της ανερ- χόμενης αστικής τάξης και επομένως δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στη συ­γκρότηση ενός αστικού κράτους. Το αστικό έθνος-κράτος αποτελούσε την πραγματική επαναστατική απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρ­χικής εξουσίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. Ως συνέπεια, η Επανάσταση δεν ήταν προϊόν εθνικής ομοψυχίας, αλλά αντίθετα αποτέλεσμα της ανειρήνευτης ταξι­κής πάλης, η οποία συνεχίστηκε τόσο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης όσο και μετά από την αναγνώριση της Ανεξαρτησίας.

Τρίτο: Επίκαιρης σημασίας συμπέρασμα από την Επανάσταση του 1821 εί­ναι ότι κανένας δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να είναι στατικός, όταν έχουν ήδη αναπτυχθεί οι υλικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα ενός κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού. Η φαινομενικά κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία άρ­χισε να αποσυντίθεται κάτω από τα χτυπήματα της Επανάστασης και μάλιστα σε μια εποχή που η ήττα του Ναπολέοντα.διαμόρφωνε ένα δυσμενή διεθνή συ­σχετισμό για τις αστικές δυνάμεις.

Τέταρτο και σημαντικότερο: Το αστικό έθνος-κράτος και η αστική τάξη που αποτελούσαν συντελεστές προόδου για την ιστορία της ανθρωπότητας στις αρχές του 19ου αιώνα έχουν σήμερα μεταβληθεί σε τροχοπέδη της. Η σημερινή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η αντίφασή τους με τις υφιστάμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που ευθύνεται για τις κρίσεις και τους πολέ­μους απαιτείται να αρθεί επαναστατικά. Ηγετική δύναμη της επανάστασης δεν μπορεί παρά να είναι η εργατική τάξη και η εργατική εξουσία αυτή που θα αντικα­ταστήσει την αστική, καταργώντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ Ιούνης 2020

Ατέχνως infoΤο εξώφυλλο της έκδοσης κοσμεί ο πίνακας «η μάχη στα στενά των Δερβενακίων» του Θεόδωρου Βρυζάκη – από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους (Θήβα, 19-Οκτ-1814 <|> Μόναχο, 6 Δεκ-1878)  γιος απαγχονισμένου από τους Τούρκους το Μάη του 1821, στα 18 του, μετανάστευσε στο Μόναχο όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του και υπήρξε θεμελιωτής της ομώνυμης Σχολής.
Ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με θέματα από την Επανάσταση του 1821.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο του «Η Έξοδος του Μεσολογγίου» (υπήρξαν πάνω από 3 αντίγραφα -δύο πρωτότυπα καταστράφηκαν στην πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929 ενώ το τρίτο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη), αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856.
Το 1867 πήρε μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στην Λειψία με τους πίνακες (εκτός του «η Έξοδος του Μεσολογγίου»), «Γιωργάκης Ολύμπιος», «Ο Λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι» και «Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας».
Με την διαθήκη του, άφησε κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα του ατελιέ του.