Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ιδιοκτησία γης στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Ο «Ριζο­σπά­στης» εγκαι­νί­α­σε από το φύλ­λο του προη­γού­με­νου Σ|Κ (9–10 Γενά­ρη)  μια νέα ενό­τη­τα αφιε­ρω­μέ­νη στα 200 χρό­νια από την Επα­νά­στα­ση του 1821.
Η ενό­τη­τα που θα δημο­σιεύ­ε­ται κάθε Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο θα περι­λαμ­βά­νει αρθρο­γρα­φία και κεί­με­να που έχουν στό­χο να φωτί­σουν τον χαρα­κτή­ρα και τις κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες εκδή­λω­σης της Επα­νά­στα­σης από τη σκο­πιά του μαρ­ξι­σμού – λενι­νι­σμού, καθώς και σε αντι­πα­ρά­θε­ση με αστι­κές και ανα­θε­ω­ρη­τι­κές ιστο­ρι­κές θέσεις.
Η συγ­γρα­φή και επι­μέ­λεια των κει­μέ­νων γίνε­ται με τη συνερ­γα­σία του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ.
200 Χρόνια Επανάσταση 1821 epanastash 1821 logo

Η ιδιοκτησία γης στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Η ιδιο­κτη­σία γης απο­τε­λεί κομ­βι­κό ζήτη­μα για την κατα­νό­η­ση των σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στην Οθω­μα­νι­κή Αυτοκρατορία.
Στην τρο­πο­ποί­η­ση του καθε­στώ­τος ιδιο­κτη­σί­ας της γης απο­τυ­πώ­νο­νται η επί­δρα­ση της επέ­κτα­σης των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στα εδά­φη της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας αλλά και τα δια­φο­ρε­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα των κοι­νω­νι­κών — ταξι­κών δυνά­με­ων, τα οποία και μας βοη­θούν να κατα­νο­ή­σου­με τη στά­ση που κρά­τη­σαν απέ­να­ντι στην Επα­νά­στα­ση του 1821.

Η προϊστορία

Η προ­ώ­θη­ση των Οθω­μα­νών στη Βαλ­κα­νι­κή Χερ­σό­νη­σο προη­γή­θη­κε χρο­νι­κά της κατά­κτη­σης της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης (1453). Από το 1352 έως το 1402, οι περιο­χές της Θρά­κης, της Βουλ­γα­ρί­ας, της Μακε­δο­νί­ας, της Ηπεί­ρου (περιο­χή Ιωαν­νί­νων) και της Θεσ­σα­λί­ας ενσω­μα­τώ­θη­καν στο οθω­μα­νι­κό κρά­τος. Η οθω­μα­νι­κή κατά­κτη­ση ανέ­τρε­ψε την υφι­στά­με­νη τάση τυπι­κής φεου­δαρ­χι­κο­ποί­η­σης που προ­ω­θού­νταν κυρί­ως από τα λατι­νι­κά κρα­τί­δια, αλλά και από την ύστε­ρη Βυζα­ντι­νή Αυτο­κρα­το­ρία (1261 — 1453).
Ωστό­σο, αν και γενι­κά οι Βυζα­ντι­νοί και Λατί­νοι άρχο­ντες αντι­κα­τα­στά­θη­καν από τους Οθω­μα­νούς τιμα­ριού­χους, σε πολ­λές περι­πτώ­σεις δια­τή­ρη­σαν το δικαί­ω­μα νομής και επι­καρ­πί­ας μέρους ή όλης της πρώ­ην ιδιο­κτη­σί­ας τους, συχνά γινό­με­νοι εξω­μό­τες (ασπα­ζό­με­νοι το Iσλάμ). Εξάλ­λου, σε μια πορεία χρό­νου, όσοι δεν ασπά­στη­καν το Ισλάμ, κατέρ­ρευ­σαν οικο­νο­μι­κά και αντι­κα­τα­στά­θη­καν από Οθωμανούς.

Ελλη­νορ­θό­δο­ξος ιερω­μέ­νος και μουσουλμάνος

Ταυ­τό­χρο­να, με το νέο καθε­στώς, καταρ­γή­θη­καν και ορι­σμέ­νες φεου­δαρ­χι­κές υπο­χρε­ώ­σεις των χωρι­κών, όπως οι αγγα­ρεί­ες κ.ά. Το γεγο­νός αυτό έκα­νε την πλειο­ψη­φία των φτω­χών χωρι­κών παθη­τι­κή, αν όχι και ευνοϊ­κά δια­τε­θει­μέ­νη στην προ­ο­πτι­κή της οθω­μα­νι­κής κατά­κτη­σης. Ωστό­σο, κύριο ρόλο στην οθω­μα­νι­κή επέ­κτα­ση είχαν οι κάθε φορά συνο­ρια­κοί μπέ­η­δες. «Κάτω από την πίε­σή τους οι Βαλ­κά­νιοι ηγε­μό­νες έγι­ναν στην αρχή φόρου υπο­τε­λείς για να γλι­τώ­σουν από τις επι­δρο­μές των Οθω­μα­νών και σύντο­μα ενσω­μα­τώ­νο­νται στο οθω­μα­νι­κό σύστη­μα χάνο­ντας φεου­δαρ­χι­κά προ­νό­μια με την αντι­κα­τά­στα­σή τους από το οθω­μα­νι­κό τιμα­ριω­τι­κό σύστη­μα»1.

Μετά την κατά­κτη­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, με δια­δο­χι­κές εκστρα­τεί­ες, η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία προ­σάρ­τη­σε τη Σερ­βία και την Πελο­πόν­νη­σο το 1459, τη Βοσ­νία — Ερζε­γο­βί­νη το 1463 — 1464, την Εύβοια και την Αλβα­νία το 1470.
Αυτός ο τρό­πος επέ­κτα­σης συνε­χί­στη­κε και το 16ο αιώ­να. Μόνο ειδι­κές περι­πτώ­σεις επέ­τρε­ψαν σε κάποιες περιο­χές να δια­τη­ρη­θούν αυτό­νο­μες μετά το 16ο αιώ­να, όπως η Βλα­χία και η Μολδαβία.
Στα μέσα του 17ου αιώ­να, τα κατα­κτη­μέ­να εδά­φη του μετέ­πει­τα ελλα­δι­κού χώρου είχαν χωρι­στεί σε 227 ζια­μέ­τια (περιο­χές) και σε 1.510 τιμά­ρια2.

Οθω­μα­νός σπαχής

Το 1669 η πλειο­ψη­φία των εδα­φών της Κρή­της (με εξαί­ρε­ση ορι­σμέ­να οχυ­ρά) πέρα­σε στην Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία.
Ομως, λίγο αργό­τε­ρα, με τη Συν­θή­κη του Κάρ­λο­βιτς (1699), η οποία τερ­μά­τι­σε τον αυστρο-οθω­μα­νι­κό πόλε­μο (1683 — 1697), η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία ανα­γκά­στη­κε να ανα­γνω­ρί­σει την κυριαρ­χία των Ενε­τών στην Κρή­τη, όπως και στις δαλ­μα­τι­κές ακτές, στη Λευ­κά­δα, στην Αίγι­να και την Πελο­πόν­νη­σο. Ωστό­σο, στα 1715 επα­να­κα­τα­κτή­θη­καν όλη η Πελο­πόν­νη­σος και η Αίγι­να, καθώς και το σύνο­λο των εδα­φών της Κρή­της. Με την ολο­κλή­ρω­ση αυτών των κατα­κτή­σε­ων, τα ζια­μέ­τια ανέρ­χο­νταν πλέ­ον σε 2673. Επρό­κει­το όμως και για τον επί­λο­γο της οθω­μα­νι­κής γεω­γρα­φι­κής επέ­κτα­σης σε ευρω­παϊ­κά εδάφη.

Η διοικητική διαίρεση, ο ρόλος των τιμαριούχων και οι σχέσεις ιδιοκτησίας γης

Κρι­τή­ριο της διαί­ρε­σης εδα­φών ήταν οι φορο­λο­γι­κές ανά­γκες του οθω­μα­νι­κού κράτους.
Το ζια­μέ­τι (περιο­χή) αντι­στοι­χού­σε σε μια περι­φέ­ρεια με φορο­λο­γι­κά έσο­δα μέχρι 100.000 άσπρα4, η διοί­κη­ση της οποί­ας, όπως και η συλ­λο­γή των φόρων, παρα­χω­ρού­νταν με σουλ­τα­νι­κό διά­ταγ­μα στον διοι­κη­τή των σπα­χή­δων (έφιπ­πων στρα­τιω­τών). Ο τελευ­ταί­ος διέ­νει­με τις φορο­λο­γι­κές υπο­χρε­ώ­σεις ανά τιμά­ριο. Η διοί­κη­ση και το δικαί­ω­μα είσπρα­ξης των φόρων στα τιμά­ρια δίνο­νταν με σουλ­τα­νι­κό τίτλο σε αντάλ­λαγ­μα τακτι­κής στρα­τιω­τι­κής υπη­ρε­σί­ας στην αρχή σε σπα­χή­δες, αργό­τε­ρα και σ’ άλλους, ανά­λο­γα με τη δια­θε­σι­μό­τη­τα των εδαφών.

Οι τιμα­ριού­χοι δεν μπο­ρού­σαν να κατέ­χουν ή να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τη γη του τιμα­ρί­ου για δικό τους όφε­λος, αλλά ήταν εκπρό­σω­ποι του κρά­τους που επό­πτευαν την κτή­ση και τη χρή­ση της γης. Μπο­ρού­σαν μόνο να χρη­σι­μο­ποιούν περιο­ρι­σμέ­νη αρό­σι­μη γη, ένα αμπέ­λι, ένα βόδι για τις δικές τους ανά­γκες. Μάλι­στα, από το 16ο αιώ­να και έπει­τα επι­κρά­τη­σε η απα­γό­ρευ­ση της κλη­ρο­νο­μι­κής μετα­βί­βα­σης του τιμα­ρί­ου. Επι­πλέ­ον, οι τιμα­ριού­χοι έχα­ναν το αξί­ω­μά τους αν δεν αντα­πο­κρί­νο­νταν στις στρα­τιω­τι­κές τους υποχρεώσεις.

Επο­μέ­νως, οι τιμα­ριού­χοι δεν μπο­ρούν να εξο­μοιω­θούν με τους φεου­δάρ­χες της Δυτι­κής Ευρώ­πης και της βυζα­ντι­νής περιό­δου, όσον αφο­ρά τον έλεγ­χο της γης και των χωρι­κών. Βέβαια, πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί ότι και στη δυτι­κή ύστε­ρη φεου­δαρ­χία η εξου­σία των τοπι­κών φεου­δαρ­χών υπο­χώ­ρη­σε ένα­ντι της συγκε­ντρω­τι­κής κρα­τι­κής εξουσίας.

Μετά την οθω­μα­νι­κή κατά­κτη­ση το έδα­φος σ’ όλες τις περι­πτώ­σεις ανα­κη­ρύ­χθη­κε κρα­τι­κή γη (μιρί), η οποία σύμ­φω­να με το ισλα­μι­κό Δίκαιο διοι­κού­νταν από τον εκπρό­σω­πο του Αλλάχ (θεού) επί της Γης, σουλ­τά­νο. Μάλι­στα, οι Οθω­μα­νοί κήρυ­ξαν και όλες τις αρό­σι­μες ξερι­κές καλ­λιέρ­γειες ως κρα­τι­κή γη. Ωστό­σο, οι κάτοι­κοι των περιο­χών που υπο­τά­χθη­καν στους Οθω­μα­νούς χωρίς να προ­βά­λουν ένο­πλη αντί­στα­ση, δια­τή­ρη­σαν το δικαί­ω­μα χρή­σης της γης που έως τότε κατείχαν.

Η πλειο­ψη­φία του ελλα­δι­κού χώρου, όπως η Θεσ­σα­λία, η Ηπει­ρος, τμή­μα­τα της Πελο­πον­νή­σου, η Αττι­κή, η Στε­ρεά κ.ά., παρα­δό­θη­κε θελη­μα­τι­κά στους Οθω­μα­νούς, οι οποί­οι εκμε­ταλ­λεύ­τη­καν τόσο τη λαϊ­κή δυσα­ρέ­σκεια από την κατα­πί­ε­ση και εκμε­τάλ­λευ­ση της βυζα­ντι­νής και λατι­νι­κής φεου­δαρ­χί­ας όσο και το μίσος που καλ­λιερ­γού­σε ο ορθό­δο­ξος κλή­ρος προς τους καθο­λι­κούς. Αντί­θε­τα, οι κάτοι­κοι των περιο­χών που πρό­βα­λαν ένο­πλη αντί­στα­ση εκδιώ­χθη­καν και η γη τους απο­δό­θη­κε ως λάφυ­ρο πολέ­μου. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή τέτοια περί­πτω­ση απο­τε­λού­σε η Εύβοια.

Ιδιαί­τε­ρη μορ­φή της κρα­τι­κής γης, που προ­ερ­χό­ταν από κατά­κτη­ση, αλλά και σημα­ντι­κό τμή­μα της, απο­τε­λού­σαν οι «γαί­ες του στέμ­μα­τος».
Επρό­κει­το για «τιμά­ρια», των οποί­ων η διοί­κη­ση δινό­ταν από τον σουλ­τά­νο σε πρό­σω­πα του παλα­τιού και συγ­γε­νείς του. Σε αυτές, οι φόροι βάραι­ναν τους καλ­λιερ­γη­τές και απο­τε­λού­σαν πόρους λει­τουρ­γί­ας του παλα­τιού. Ομως, από την άπο­ψη των σχέ­σε­ων παρα­γω­γής και οργά­νω­σης της καλ­λιέρ­γειας, τιμά­ρια και γαί­ες του σουλ­τά­νου δεν είχαν διαφορές.

Στο πλαί­σιο της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας εμφα­νί­ζο­νταν ακό­μα τα βακού­φια.
Ηταν εκτά­σεις που κατεί­χαν εκκλη­σί­ες, μονα­στή­ρια και ευα­γή ιδρύ­μα­τα (σχο­λεία, βιβλιο­θή­κες κ.ά.). Στην κατη­γο­ρία των βακου­φιών περι­λαμ­βά­νο­νταν και οι γαί­ες της Ορθό­δο­ξης Χρι­στια­νι­κής Εκκλη­σί­ας και των μονα­στη­ριών, όπως και οι γαί­ες που ανή­καν σε εβραϊ­κά και άλλα θρη­σκευ­τι­κά ιδρύματα.
Τα βακού­φια, αν και κάτω από την επί­βλε­ψη του κρά­τους, βάσει κατα­στα­τι­κού ήταν αυτο­δια­χει­ρι­ζό­με­να μέσω εντο­λο­δό­χου. Μετά το θάνα­το του ιδρυ­τή τους, ρόλο εντο­λο­δό­χου ανα­λάμ­βα­νε συνή­θως από­γο­νος του ιδρυτή.
Ακρι­βώς επει­δή στα βακού­φια οι καλ­λιερ­γη­τές υπο­χρε­ώ­νο­νταν να πλη­ρώ­νουν τους φόρους στα θρη­σκευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα, η Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία απέ­κτη­σε σημα­ντι­κή περιου­σία υπό την αιγί­δα του οθω­μα­νι­κού κρά­τους.
Ακό­μη υπήρ­χαν και περι­πτώ­σεις παρα­χώ­ρη­σης γαιών (είτε της κατο­χής είτε της επι­καρ­πί­ας) από τέως ιδιο­κτή­τες στα θρη­σκευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα, που συνή­θως υπέ­κρυ­πταν προ­σπά­θειες απο­φυ­γής της κατα­βο­λής φόρου στο οθω­μα­νι­κό κράτος.

Τέλος, υπήρ­χαν τα μούλ­κια, δηλα­δή γαί­ες, στις οποί­ες ο σουλ­τά­νος δια­τη­ρού­σε την ψιλή κυριό­τη­τα. Αυτές δια­κρί­νο­νταν σε όσες απο­κτή­θη­καν από αξιο­ποί­η­ση χέρ­σας γης, σε όσες απο­κτή­θη­καν από πωλη­τή­ριο συμ­βό­λαιο σύμ­φω­να με το ισλα­μι­κό Δίκαιο και σε όσες η ιδιο­κτη­σία των χωρι­κών πριν από την κατά­κτη­ση είχε ανα­γνω­ρι­σθεί με σουλ­τα­νι­κό διά­ταγ­μα. Οι κάτο­χοι είχαν ουσια­στι­κά τη δυνα­τό­τη­τα μετα­βί­βα­σης, πώλη­σης και μίσθω­σής τους, παρό­λο που τυπι­κά αυτό μπο­ρού­σε να ανα­κλη­θεί από τον σουλτάνο.

Η οργάνωση της αγροτικής παραγωγής και της φορολογίας

Οι κρα­τι­κές (μιρί) γαί­ες χωρί­ζο­νταν στις «ταπου­λού», που δίνο­νταν στους χωρι­κούς από τον τιμα­ριού­χο με ρυθ­μί­σεις «ταπού» και τις «μου­κα­τα­λού», που εκμι­σθώ­νο­νταν ένα­ντι χρη­μα­τι­κού ποσού από την κεντρι­κή διοί­κη­ση5.
Οι ταπου­λού γαί­ες απο­τέ­λε­σαν τον κυρί­αρ­χο τρό­πο εκμε­τάλ­λευ­σης της γης. Ο χωρι­κός με «ταπού» ήταν σε ένα βαθ­μό εξαρ­τη­μέ­νος αγρό­της, που καλ­λιερ­γού­σε σε αρό­σι­μες γαί­ες κυρί­ως σιτηρά.
Στο ίδιο πλαί­σιο, τα αμπέ­λια και τα δεν­δρο­πε­ρί­βο­λα απο­λάμ­βα­ναν καθε­στώς ελεύ­θε­ρης χρή­σης και γίνο­νταν αυτο­μά­τως «ταπου­λού» μόνο όταν οργώ­νο­νταν. Το ίδιο συνέ­βαι­νε με τις ακα­τά­γρα­φες χέρ­σες γαί­ες. Παράλ­λη­λα, οι κάτοι­κοι των κοι­νο­τή­των μπο­ρού­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τα δάση της περι­φέ­ρειάς τους για την ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών τους (βοσκή, υλο­το­μία κ.λπ.), αν και η κυριό­τη­τά τους παρέ­με­νε στον σουλτάνο.

Θεμέ­λιο της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής μέχρι το 19ο αιώ­να απο­τε­λού­σε η παρα­χώ­ρη­ση με «ταπού» ενός οικο­γε­νεια­κού χωρα­φιού (χανέ), το μέγε­θος του οποί­ου καθο­ρι­ζό­ταν από τη γη που μπο­ρού­σε να οργώ­σει ένα ζευ­γά­ρι βόδια (τσιφτ)6.
Οι Οθω­μα­νοί, ανά­λο­γα με τη γονι­μό­τη­τα των χωρα­φιών, έθε­σαν στους κανο­νι­σμούς τους όρια στην έκτα­ση του χανέ — τσι­φλί­κι από 50 έως 150 στρέμ­μα­τα. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, παρά τις προ­σπά­θειες της οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας ώστε ένα κανο­νι­κό χανέ — τσι­φλί­κι να αντι­στοι­χεί σε κάθε οικο­γέ­νεια, υπήρ­χαν και οικο­γέ­νειες με ένα βόδι και μισό χανέ — τσι­φλί­κι ή και λιγό­τε­ρο, όπως και οικο­γέ­νειες με περισ­σό­τε­ρα από ένα. Οι δια­φο­ρές στη σύν­θε­ση των αγρο­τι­κών οικο­γε­νειών εξη­γούν σε μεγά­λο βαθ­μό αυτές τις διακυμάνσεις.

Η ψιλή κυριό­τη­τα του κρά­τους στη γη επέ­τρε­πε τη συντή­ρη­ση του συστή­μα­τος και την απο­τρο­πή αλλα­γών και κατα­πα­τή­σε­ων, ώστε να δια­τη­ρεί­ται στα­θε­ρό το ποσό της φορο­λο­γί­ας που προ­ϋ­πο­λό­γι­ζε το κρά­τος, ενώ ο χωρι­κός από τη μεριά του εξα­σφά­λι­ζε ισό­βια νομή — ενοι­κί­α­ση και αντί­στοι­χα κλη­ρο­νο­μι­κά δικαιώ­μα­τα. Το «ταπού» επέ­φε­ρε στον χωρι­κό την υπο­χρέ­ω­ση της δεκά­της ως κύριου φόρου, αλλά και άλλων φόρων, όπως και ορι­σμέ­νες προ­σω­πι­κές υπο­χρε­ώ­σεις (αγγα­ρεί­ες) προς όφε­λος του οθω­μα­νι­κού κρά­τους ή του ντό­πιου τιμα­ριού­χου. Οι μη μου­σουλ­μά­νοι υπή­κο­οι της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας επι­βα­ρύ­νο­νταν επι­πλέ­ον με το χαρά­τσι (κεφα­λι­κό φόρο).
Από την άλλη πλευ­ρά, η συστη­μα­τι­κή αγγα­ρεία ως ανα­γκα­στι­κή υπο­χρέ­ω­ση του χωρι­κού προς τον άρχο­ντα — ευγε­νή, που χαρα­κτή­ρι­ζε τόσο την επο­χή του Βυζα­ντί­ου και των δια­δό­χων κρα­τών όσο και τη δυτι­κή φεου­δαρ­χι­κή Ευρώ­πη, καταργήθηκε.

Οσον αφο­ρά τα μούλ­κια και τα βακού­φια, η οργά­νω­ση της εργα­σί­ας γινό­ταν με τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση μισθω­τής εργα­σί­ας ή επί­μορ­της καλ­λιέρ­γειας.
Στη συνέ­χεια, οι κανο­νι­σμοί που ρύθ­μι­ζαν το γενι­κό­τε­ρο καθε­στώς των χωρι­κών και της χρή­σης γης εφαρ­μό­ζο­νταν και εκεί όπως στις κρα­τι­κές γαί­ες, στη βάση του συστή­μα­τος χανέ — τσιφλίκι.

Αλλαγές στη δομή της οθωμανικής εξουσίας

Οι κατα­κτή­σεις μέχρι και το 17ο αιώ­να έδι­ναν τη δυνα­τό­τη­τα στο κρά­τος να δια­νέ­μει νέα τιμά­ρια γης, αλλά και να χωρί­ζει τα παλαιά σε μικρό­τε­ρα, ώστε να ικα­νο­ποιεί την ανά­γκη ζήτη­σης τιμαρίων.
Ομως, το τέλος των κατα­κτή­σε­ων έκα­νε τους Οθω­μα­νούς αξιω­μα­τού­χους, τιμα­ριώ­τες — σπα­χή­δες, να εκδη­λώ­νουν περιο­ρι­σμέ­νο ενδια­φέ­ρον για τις στρα­τιω­τι­κές υπο­χρε­ώ­σεις τους προς το κεντρι­κό κρά­τος, αφού αυτές δεν εξα­σφά­λι­ζαν πλέ­ον ούτε νέα εδά­φη ούτε και λάφυρα.
Ως απο­τέ­λε­σμα, ενδια­φέ­ρο­νταν για μόνι­μο προ­σω­πι­κό πλου­τι­σμό με την ανά­πτυ­ξη στα­θε­ρής οικο­νο­μι­κής δραστηριότητας.
Στην πορεία, οι επαρ­χια­κοί σπα­χή­δες κρί­θη­καν ανε­παρ­κείς για τις νέες μορ­φές του πολέ­μου και εκτο­πί­σθη­καν από το στρα­τό, τόσο από το διο­γκω­μέ­νο γενι­τσα­ρι­κό σώμα όσο και από μισθο­φο­ρι­κά σώματα.
Ο εξε­παγ­γελ­μα­τι­σμός του στρα­τού, που «απο­μά­κρυ­νε» τους σπα­χή­δες από τη διοί­κη­ση των τιμα­ρί­ων, έδω­σε ακό­μα περισ­σό­τε­ρη ανε­ξαρ­τη­σία στον χωρι­κό στη δια­δι­κα­σία της παραγωγής.
Η δε γη που δικαιού­νταν κάθε σπα­χής με δια­τα­γή του σουλ­τά­νου ή «που­λή­θη­κε» ή «νοι­κιά­στη­κε». Παράλ­λη­λα, πολ­λοί νέοι τιμα­ριού­χοι ανα­δεί­χθη­καν από το σώμα των γενίτσαρων.

Ωστό­σο, αυτές οι αλλα­γές δεν μπό­ρε­σαν να ανα­κό­ψουν την παρακ­μή του τιμα­ριω­τι­κού συστή­μα­τος και την ανά­πτυ­ξη μεγά­λων εκμε­ταλ­λεύ­σε­ων γης. Σε αυτό σημα­ντι­κό ρόλο δια­δρα­μά­τι­σαν οι εξής παράγοντες:

  1. Η διό­γκω­ση των εδα­φών που εξαι­ρού­νταν από το γενι­κό καθε­στώς της κρα­τι­κής γης, σε μια περί­ο­δο ανά­σχε­σης της επέ­κτα­σης της Οθω­μα­νι­κής Αυτοκρατορίας.
    Αυτήν την περί­ο­δο συντε­λέ­στη­κε μια σημα­ντι­κή κλι­μά­κω­ση των μουλ­κί­ων. Παράλ­λη­λα, από τα μέσα του 17ου αιώ­να, το τμή­μα των βακου­φι­κών γαιών αυξή­θη­κε, με απο­τέ­λε­σμα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώ­να να απο­τε­λεί ένα μεγά­λο τμή­μα της συνο­λι­κής γης. Αυτό είχε ως συνέ­πεια το κρά­τος, σε συν­δυα­σμό με την αυτο­νό­μη­ση των πασά­δων, να χάνει μεγά­λο τμή­μα των φόρων.
    Ιδιαί­τε­ρη μορ­φή περιο­ρι­σμού της κρα­τι­κής γης απο­τέ­λε­σε και η κλι­μά­κω­ση της ανα­γνώ­ρι­σης των δικαιω­μά­των κατο­χής, νομής και επι­καρ­πί­ας σε μεγά­λες γαιο­κτη­σί­ες των περιο­χών που εθε­λο­ντι­κά υπο­τάσ­σο­νταν στην Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία, όπως στην Πελο­πόν­νη­σο. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά, οι μεγα­λο­γαιο­κτή­μο­νες της Πελο­πον­νή­σου έχα­σαν μετά τη δεύ­τε­ρη οθω­μα­νι­κή κατά­κτη­ση (1715) την ψιλή κυριό­τη­τα, αλλά δια­τή­ρη­σαν στο ακέ­ραιο τα συμ­φέ­ρο­ντά τους, αφού μπο­ρού­σαν να συνε­χί­σουν να εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται μεγά­λες εκτά­σεις γης.
  2. Η επέ­κτα­ση των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής και η ανά­δει­ξη των τοπι­κών αξιωματούχων.
    Από το 17ο αιώ­να και στη συνέ­χεια, οι συμπλη­ρω­μα­τι­κές (των δημη­τρια­κών) καλ­λιέρ­γειες (αμπε­λουρ­γία κ.ά.) στα­μά­τη­σαν να στο­χεύ­ουν στην αυτο­συ­ντή­ρη­ση των χωρι­κών και όλο και περισ­σό­τε­ρο απο­σκο­πού­σαν στην ενί­σχυ­ση του εξα­γω­γι­κού εμπορίου.
    Η εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση και ο εκχρη­μα­τι­σμός περισ­σό­τε­ρων προ­ϊ­ό­ντων της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής τόνω­σαν το εξα­γω­γι­κό εμπό­ριο και αύξη­σαν την οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή δύνα­μη της γαιο­κτη­τι­κής αρι­στο­κρα­τί­ας, οδη­γώ­ντας στη βαθ­μιαία αστο­ποί­η­σή της και φέρ­νο­ντάς την σε επα­φή με το δυτι­κό εμπο­ρι­κό και εφο­πλι­στι­κό κεφά­λαιο. Το ίδιο διά­στη­μα, θεσμο­θε­τή­θη­κε η φορο­λό­γη­ση των συμπλη­ρω­μα­τι­κών αγρο­τι­κών καλ­λιερ­γειών, αφού το οθω­μα­νι­κό κρά­τος αντι­με­τώ­πι­ζε την κλι­μά­κω­σή τους όχι ως διά­βρω­ση του τιμα­ριω­τι­κού συστή­μα­τος, όπως ήταν, αλλά ως μια νέα πηγή φορο­λο­γι­κών εσόδων.
    Ταυ­τό­χρο­να, οι δανει­στές χωρι­κών που καλ­λιερ­γού­σαν με «ταπού» εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν ορι­σμέ­να «παρά­θυ­ρα» του ισλα­μι­κού Δικαί­ου και αγό­ρα­ζαν τα χτή­μα­τα των χωρι­κών. Η αγο­ρα­πω­λη­σία λόγω χρε­ών επι­κυ­ρω­νό­ταν με δικα­στι­κές απο­φά­σεις, ενώ οι χωρι­κοί μετα­τρέ­πο­νταν σε δου­λο­πά­ροι­κους ή σε εργά­τες γης για λογα­ρια­σμό των σφε­τε­ρι­στών της γης. Ετσι, στα­δια­κά η γη συγκε­ντρώ­θη­κε σε σπα­χή­δες, πασά­δες κ.λπ.
    Επι­πλέ­ον, με τη βαθ­μιαία παρακ­μή του τιμα­ριω­τι­κού συστή­μα­τος η αρχι­κή τιμα­ριω­τι­κή κατά­τμη­ση υπο­κα­τα­στά­θη­κε από τα τσι­φλί­κια ως μεγά­λες εκμε­ταλ­λεύ­σεις γης. Ενδει­κτι­κά στη Θεσ­σα­λία, ιδιαί­τε­ρα στις πεδι­νές περιο­χές, πολ­λά κεφα­λο­χώ­ρια μετα­τρά­πη­καν σε τσι­φλί­κια λόγω οικο­νο­μι­κών δυσκο­λιών των χωρι­κών. Υπήρ­χαν μάλι­στα και περι­πτώ­σεις κεφα­λο­χω­ριών που έγι­ναν τσι­φλί­κια με την επι­δί­ω­ξη των ίδιων των χωρι­κών. Στην πρά­ξη, οι αγρό­τες με «ταπού» παρα­χω­ρού­σαν ή ανα­γκά­ζο­νταν να παρα­χω­ρή­σουν τα δικαιώ­μα­τά τους στην κατο­χή, νομή και επι­καρ­πία της γης προ­κει­μέ­νου να γλι­τώ­σουν από τα χρέη τους. Οι τσι­φλι­κού­χοι ανα­λάμ­βα­ναν τα τελευ­ταία και σε αντάλ­λαγ­μα εισέ­πρατ­ταν μέρος της παρα­γω­γής, μετα­τρέ­πο­ντας τους χωρι­κούς σε επί­μορ­τους καλλιεργητές.
    Ως απο­τέ­λε­σμα, στη Δυτι­κή Θεσ­σα­λία, αλλά και Ηπει­ρο και Δυτι­κή Μακε­δο­νία στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώ­να, μεγά­λες περιο­χές προ­σαρ­τή­θη­καν ως τσι­φλί­κια από τον Αλή πασά των Ιωαν­νί­νων. Σε αυτές τις συν­θή­κες ανα­πτύ­χθη­κε ο κολι­γι­κός τρό­πος καλ­λιέρ­γειας ως πιο συμ­φέ­ρου­σα μορ­φή. Η κολι­γι­κή καλ­λιέρ­γεια σχε­δόν εκμη­δέ­νι­ζε για τον τσι­φλι­κού­χο τις ανα­γκαί­ες προ­κα­τα­βο­λές, έξο­δα και κιν­δύ­νους που απαι­τού­σε η καλ­λιέρ­γεια με εξαρ­τη­μέ­νη (μισθω­τή) αγρο­τι­κή εργασία.
  3. Η εγκα­τά­λει­ψη της οθω­μα­νι­κής υπαί­θρου, που σημειώ­νε­ται από πολ­λούς ιστο­ρι­κούς, αλλά και από Ευρω­παί­ους περι­η­γη­τές του ελλα­δι­κού χώρου.
    Μετά το 1650 έως το 1850, παρα­τη­ρεί­ται μετα­κί­νη­ση πλη­θυ­σμών από τις ελλη­νι­κές πεδι­νές εκτά­σεις στα ορει­νά χωριά, αλλά και προς περιο­χές της Αυστρο­ουγ­γα­ρί­ας, της Γερ­μα­νί­ας, της Ρου­μα­νί­ας και της Ρωσί­ας, που υπο­λο­γί­ζο­νται σε 1,5 εκα­τομ­μύ­ριο άτο­μα, προ­ερ­χό­με­να κυρί­ως από περιο­χές της Μακε­δο­νί­ας. Στην Πελο­πόν­νη­σο, επί­σης, μετά τα Ορλω­φι­κά, τα αντί­ποι­να των αλβα­νι­κών μισθο­φο­ρι­κών σωμά­των ανά­γκα­σαν τη δεκα­ε­τία του 1770 «μεγά­λο μέρος των Ελλή­νων κατοί­κων να μετα­να­στεύ­σουν όσο πιο μακριά γινό­ταν (…) Επί­σης πολ­λοί Πελο­πον­νή­σιοι που­λή­θη­καν ως σκλά­βοι κατά τη διάρ­κεια της εννιά­χρο­νης αλβα­νι­κής κυριαρ­χί­ας»7.
    Η οργά­νω­ση της παρα­γω­γής και των σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στην ύστε­ρη Οθω­μα­νι­κή Αυτοκρατορία

Η βιβλιο­γρα­φία για την όψι­μη οθω­μα­νι­κή περί­ο­δο ανα­φέ­ρει συχνά τα τσι­φλί­κια. Ο όρος όμως δεν έχει πάντα την ίδια σημα­σία. Πολ­λές φορές ανα­φέ­ρε­ται στη γενι­κή έννοια «κτή­μα», ενώ αρχι­κά, όπως είδα­με, είχε την έννοια οικο­γε­νεια­κού χωρα­φιού — φορο­λο­γι­κής μονά­δας. Στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­ο­δο ανα­φέ­ρε­ται ως μονά­δα γης αδιευ­κρί­νι­στου μεγέ­θους και με μεγά­λες δια­φο­ρές ως προς τις σχέ­σεις που επι­κρα­τού­σαν σ’ αυτή, ανά­λο­γα με τις ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες που υπήρ­χαν στις διά­φο­ρες οθω­μα­νι­κές επαρχίες.
Τα τσι­φλί­κια ως εκμε­τάλ­λευ­ση επί μεγά­λων εκτά­σε­ων γης, σε συν­δυα­σμό με δομή εξου­σί­ας, εμφα­νί­στη­καν κατά τη διάρ­κεια του 17ου αιώ­να. Από εκεί­νη την επο­χή, η μορ­φή αυτή εκμε­τάλ­λευ­σης — εξου­σί­ας ανα­πτύ­χθη­κε προς δύο κατευ­θύν­σεις: α) Ως προς την έκτα­ση των γαιών και τον αριθ­μό των χωρι­κών που απα­σχο­λού­νταν σε αυτές και β) ως προς τα κυριαρ­χι­κά δικαιώ­μα­τα των τσι­φλι­κού­χων στα εδά­φη και τους χωρικούς.
Τότε, περιο­ρί­στη­κε η τυπι­κή ελευ­θε­ρία του καλ­λιερ­γη­τή, ισχυ­ρο­ποι­ή­θη­καν οι τοπι­κοί άρχο­ντες, όπου παρά την ιδιο­κτη­σία — κυριό­τη­τα του σουλ­τά­νου σ’ όλη τη γη, από­κτη­σαν de facto ιδιο­κτη­σία γης και μέσων παρα­γω­γής, με απο­τέ­λε­σμα να μετα­τρέ­πουν τους καλ­λιερ­γη­τές σε κολί­γους ή σε εργά­τες γης. Αντί­στοι­χα, τα τιμά­ρια μετα­τρά­πη­καν στα­δια­κά από κρα­τι­κές γαί­ες σε ιδιω­τι­κές κλη­ρο­νο­μη­τέ­ες εκτάσεις.

Στα τσι­φλί­κια, κατά κανό­να οι χωρι­κοί δού­λευαν σε καθε­στώς επί­μορ­της εργα­σί­ας. Στην ουσία ο τιμα­ριού­χος εισέ­φε­ρε τη γη, τις εγκα­τα­στά­σεις, σε κάποιες περι­πτώ­σεις και κάποια μέσα παρα­γω­γής και οι καλ­λιερ­γη­τές την εργα­σία τους, ή και κάποια μέσα παρα­γω­γής. Μετά από την αφαί­ρε­ση των φόρων και των εξό­δων της παρα­γω­γής, το καθα­ρό προ­ϊ­όν διαι­ρού­νταν σε μερί­δια και απο­δι­δό­ταν στον τσι­φλι­κά από το 1/3 μέχρι και το 1/2, ανά­λο­γα με τη συμ­με­το­χή του σε μέσα παραγωγής.
Στην Πελο­πόν­νη­σο, τα τσι­φλί­κια ως μεγά­λα κυρί­ως χρι­στια­νι­κά αγρο­κτή­μα­τα απο­τέ­λε­σαν ένα υπο­λει­πό­με­νο γεγο­νός, σε σχέ­ση με τους ελεύ­θε­ρους αγρό­τες. Η πλειο­ψη­φία των τσι­φλι­κιών στην Παλαιά Ελλά­δα βρί­σκο­νταν στις περιο­χές της Αττι­κής, της Εύβοιας και της Φθιώ­τι­δας, όπου δια­τη­ρή­θη­καν και μετε­πα­να­στα­τι­κά λόγω του Δικαί­ου της προ­σάρ­τη­σης και του δικαιώ­μα­τος πώλη­σης ή δια­τή­ρη­σής τους από τους Οθω­μα­νούς υπηκόους.

Αντί επιλόγου

Συνε­πώς, στην ύστε­ρη περί­ο­δο της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, εξαι­τί­ας της ανά­σχε­σης της επέ­κτα­σης των εδα­φών της, αλλά και της επέ­κτα­σης των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής οξύν­θη­καν οι αντι­θέ­σεις μετα­ξύ των δια­φό­ρων τμη­μά­των της κυρί­αρ­χης τάξης, κυρί­ως μετα­ξύ της κεντρι­κής εξου­σί­ας, που πυρή­νας της ήταν ο σουλ­τά­νος, και των τοπι­κών αρχό­ντων (Οθω­μα­νών και Χρι­στια­νών). Οι τελευ­ταί­οι από στρα­τιω­τι­κός και φοροει­σπρα­κτι­κός μηχα­νι­σμός μετα­τρά­πη­καν σε τάξη γαιο­κτη­μό­νων. Αυτή η τάξη εκμε­ταλ­λευό­ταν τους άμε­σους παρα­γω­γούς είτε με σχέ­σεις που πλη­σί­α­ζαν τις φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις είτε με μετα­βα­τι­κές — προς τις πρώ­ι­μες καπι­τα­λι­στι­κές εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κές — σχέ­σεις είτε και άμε­σα με σχέ­σεις μισθω­τής εργασίας.

Ταυ­τό­χρο­να, η αγρο­τι­κή παρα­γω­γή των τσι­φλι­κιών στρε­φό­ταν όλο και περισ­σό­τε­ρο στην κάλυ­ψη των αυξη­μέ­νων ανα­γκών των καπι­τα­λι­στι­κά ανα­πτυγ­μέ­νων χωρών σε τρό­φι­μα και πρώ­τες ύλες. Με αυτόν τον τρό­πο ενσω­μα­τω­νό­ταν όλο και περισ­σό­τε­ρο στη λει­τουρ­γία της παγκό­σμιας καπι­τα­λι­στι­κής αγο­ράς και συνει­σέ­φε­ρε στην αστο­ποί­η­ση των μεγα­λο­γαιο­κτη­μό­νων, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας την ενί­σχυ­ση των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής και τη συνει­δη­το­ποί­η­ση της ανά­γκης ανα­τρο­πής της οθω­μα­νι­κής φεου­δαρ­χι­κής εξουσίας.

Παρα­πο­μπές

  1. Halil Inalcik — Donald Quataert, Οικο­νο­μι­κή και Κοι­νω­νι­κή Ιστο­ρία της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, τόμ. Α’ (1300 — 1600), εκδ. «Αλε­ξάν­δρεια», Αθή­να, 2008, σελ. 14 — 15.
  2. Κώστας Βερ­γό­που­λος, «Το Αγρο­τι­κό ζήτη­μα στην Ελλά­δα. Η κοι­νω­νι­κή ενσω­μά­τω­ση της γεωρ­γί­ας», εκδ. «Εξά­ντας», Αθή­να, 1975, σελ. 60.
  3. Γιάν­νης Κορ­δά­τος, «Η κοι­νω­νι­κή σημα­σία της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης του 1821», εκδ. «Επι­και­ρό­τη­τα», Αθή­να 2005, σελ. 67.
  4. Οθω­μα­νι­κό νόμι­σμα μετα­βαλ­λό­με­νης περιε­κτι­κό­τη­τας σε άργυ­ρο «Ακτσε» — άσπρο, που χρη­σι­μο­ποιού­νταν στις μικρές καθη­με­ρι­νές ανάγκες.
  5. Halil Inalcik — Donald Quataert, ό.π., σελ. 120.
  6. Δοκί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ 1918 ‑1949, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2018, σελ. 116.
  7. Halil Inalcik — Donald Quataert, ό.π., σελ. 267.

Του Διο­νύ­ση ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ
Μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ,
υπεύ­θυ­νου του Τμή­μα­τος Αγρο­τι­κής Πολι­τι­κής της ΚΕ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο