Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δύο δημοψηφίσματα

Γράφει ο Σφυροδρέπανος //

Την περασμένη Κυριακή έλαβαν χώρα δύο δημοψηφίσματα, σε δυο διαφορετικές γωνιές του πλανήτη και με διαφορετικό διακύβευμα, αλλά με εξίσου ανησυχητικά κι αντιφατικά αποτελέσματα και μηνύματα.

Στην Ουγγαρία, το 98,32% ψήφισε ενάντια στο σχέδιο της Ε.Ε. για εγκατάσταση των προσφύγων στη χώρα τους, αλλά το δημοψήφισμα θεωρείται άκυρο, λόγω του χαμηλού ποσοστού συμμετοχής, που δεν προσέγγισε καν το 50% των εγγεγραμμένων. Κι αυτή η μεγάλη αποχή είναι ίσως το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο που μπορεί να βρει κανείς στο αποτέλεσμα.

Μπορεί ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, να έθεσε το δίλημμα “Βρυξέλλες ή Βουδαπέστη”, για να δώσει έναν “ευρωσκεπτικιστικό” τόνο στο δημοψήφισμα (ελπίζοντας ίσως να συναντηθεί με υγιή, λαϊκά αντανακλαστικά εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης), αλλά εξέφρασε πρωτίστως τη ρατσιστική ξενοφοβία που καλλιεργείται έντονα και συστηματικά τα τελευταία χρόνια, στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Το δίπολο ωστόσο ήταν έτσι στημένο, ώστε να τσουβαλιάσει κάθε φωνή που διαφοροποιείται και αντιστέκεται στην Ισλαμοφοβία, με τον “κοσμοπολιτισμό της Ε.Ε.” που δεν είναι παρά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Κι είναι αξιοσημείωτο πως η ένταξη της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε εγκριθεί με δημοψήφισμα από ακόμα λιγότερους ψηφοφόρους.

Σε άλλες εποχές, τα δυτικά ΜΜΕ μπορεί να καυτηρίαζαν αυτό το 98,5% και τα… “σταλινικά” ποσοστά της κάλπης. Μόνο που εδώ δεν έχουμε κάποιο είδος ιστορικής συνέχειας με το σοσιαλιστικό παρελθόν αλλά το ακριβώς αντίθετο, για ένα λαό που διαπαιδαγωγήθηκε τελείως διαφορετικά για 40 και πλέον χρόνια, αλλά σταδιακά αλλοτριώνεται απ’ τη λαίλαπα της αντεπανάστασης, βγάζοντας (τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα του) τα χειρότερα, ταπεινά ένστικτα μισάνθρωπου.

Στην Κολομβία, το αποτέλεσμα ήταν οριακό και στην κόψη του ξυραφιού, αλλά με εξίσου μεγάλη αποχή και εξίσου ανησυχητικό με το 98,5% της Ουγγαρίας. Οι μισοί Κολομβιανοί ψήφισαν ενάντια στην ειρηνευτική συμφωνία που έκλεισε η κυβέρνηση Σάντος με το αντάρτικο των FARC, ακολουθώντας τη σκληρή γραμμή του προηγούμενου προέδρου, Άλβαρο Ουρίμπε (που ήταν ανοιχτά υποτακτικός των ΗΠΑ, μπλεγμένος σε μια σειρά σκάνδαλα και τάχθηκε αναφανδόν κατά της συμφωνίας).

Ο εκπρόσωπος του αντάρτικου, Τιμολέον Χιμένες (ψευδώνυμο του Ροντρίγκο Λοντόνιο), δήλωσε από την Κούβα ότι οι FARC θα τηρήσουν τη συμφωνία, επιμένοντας στην προοπτική της ειρήνευσης, ενώ την ίδια πρόθεση (για τους δικούς της λόγους) φαίνεται να έχει και η πλευρά του Σάντος. Εξάλλου το δημοψήφισμα δεν είχε δεσμευτικό αλλά συμβουλευτικό χαρακτήρα, για να νομιμοποιήσει το κλείσιμο της συμφωνίας. Σε κάθε περίπτωση, η ευθυγράμμιση ενός σημαντικού τμήματος του λαού της Κολομβίας με έναν από τους χειρότερους δυνάστες του, αποτελεί στοιχείο για σοβαρό προβληματισμό.

Αν τα δημοψηφίσματα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομα. Και σίγουρα δε θα τα διεξήγαγε, με δική της πρωτοβουλία, η εκάστοτε άρχουσα τάξη. Από αυτήν την άποψη, η μαζική αποχή εκφράζει ίσως κάποια υγιή αντανακλαστικά. Αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα για να ανατραπεί η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων και το (διόλου αμελητέο) ρεύμα που εκφράζεται στα δημοψηφίσματα, λέγοντας ουσιαστικά: σφάξε με αγά μου να αγιάσω.