Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Σκέψεις γύρω από ένα βιβλίο της George Eliot

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Η Τζορτζ Έλιοτ ήταν άλλη μία περίπτωση γυναίκας που δημοσίευε κάτω από αντρικό όνομα και πάλι διαλέχτηκε το όνομα George, όπως είχε κάνει και η ομόφυλη και συγκαιρινή της, η Γαλλίδα George Sand (1804-1876), για την οποία γράψαμε πέρυσι το καλοκαίρι στο Ατεχνος σειρά άρθρων στο Ατέχνως. Στην παρούσα περίπτωση μιλάμε για τη Μάριαν Έβανς που γεννήθηκε το 1819 και πέθανε το 1880 και σύμφωνα με το διάσημο ‘Αγγλο πεζογράφο, ποιητή, θεατρικό συγγραφέα, κριτικό και ζωγράφο D.H. Lawrence (Ντ.Χ. Λώρενς) ήταν η Μάριαν ‘Εβανς-Τζορτζ Έλιοτ αυτή που έφερε τη δράση στο μυθιστόρημα. Η Έλιοτ λοιπόν υιοθέτησε αντρικό ψευδώνυμο για να την παίρνουν στα σοβαρά και να μην καταλήξουν τα έργα της στο καλάθι αχρήστων χωρίς καν να διαβαστούν. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε, ανάμεσα σε άλλα, το μυθιστόρημα Σίλας Μάρνερ, ο υφαντής του Ράβελο (εκδόσεις «Μαίστρος»). Ο Γρηγόρης Κονδύλης που έκανε τη μετάφραση, τονίζει στο πλούσιο σε ουσία (κι ας διαφωνούμε σε πολλά) επίμετρό του, ότι «…η διεισδυτικά ανθρωπολογική ματιά της Έλιοτ εξερευνά τις πιο κρύφιες πτυχές της καταγωγής του μύθου στην επαρχιακή κοινωνία του Ράβελο στις αρχές του 19ου αιώνα…». Είναι, όμως, το μυθιστόρημα αυτό κάτι πολύ περισσότερο.

Υφαντής και εσωτερικός μετανάστης

Ο Σίλας Μάρνερ είναι ένας μοναχικός υφαντής την εποχή της εκβιομηχάνισης του κλάδου της υφαντουργίας στην Αγγλία και αναγκάζεται στην εσωτερική μετανάστευση από την ανάγκη για δουλειά. Ωστόσο, αφορμή για τη φυγή του γίνεται μια κλεψιά που δεν έχει κάνει, αλλά για την οποία κατηγορείται. «…Τούτοι οι σκόρπιοι υφαντές που μετανάστευαν από την πόλη στο χωριό θεωρούνταν τουλάχιστον ξένοι από τους ντόπιους χωρικούς και αποκτούσαν συνήθως όλες τις εκκεντρικές συνήθειες των μοναχικών ανθρώπων» θα πει η συγγραφέας στην αρχή. Το βιβλίο αυτό της Τζορτζ Έλιοτ διαδραματίζεται σε μια Αγγλία  έντονων αλλαγών κυρίως στις πόλεις – αλλαγές που ωστόσο δεν έρχονται στο προσκήνιο του μυθιστορήματος – με την εκβιομηχάνιση σε πολλούς κλάδους της παραγωγής, αλλά με μια ζωή στην ύπαιθρο που μοιάζει σταματημένη σε παλαιότερες εποχές. Η διαφορά πόλης-υπαίθρου φαίνεται ιδιαίτερα προς το τέλος του βιβλίου, όταν ο Σίλας θέλει να επιστρέψει στα παλαιά του μέρη, στην πόλη όπου γεννήθηκε για να μάθει αν στο μεταξύ (μετά από 30 χρόνια περίπου) έχουν καταλάβει ότι ήταν αθώος σ’ ό, τι αφορά την κλοπή για την οποία διώχθηκε. Όμως, φτάνοντας διαπιστώνει ότι εξαφανίστηκαν όλα τα παλαιά. Ένα εργοστάσιο είχε «ρουφήξει» την παλαιά του γειτονιά και έτσι γυρίζει μελαγχολικός και άπρακτος.

Ξανά «ο κύκλος με την κιμωλία»

Η Τζορτζ Έλιοτ, πέρα από την εξαιρετική ψυχογραφία και υποβλητική απόδοση των χαρακτήρων, των ανθρωπίνων σχέσεων και της νοοτροπίας μιας μικρής επαρχιώτικης κοινωνίας στην Αγγλία του 19ου αιώνα που δεν παίρνει χαμπάρι τις αλλαγές οι οποίες συντελούνται στις πόλεις. Πέρα και από την πορεία του πρωταγωνιστή από τον προσωπικό του Γολγοθά στη λύτρωση – από την «ακοινωνησιά» στον εξανθρωπισμό του – φέρνει προς το τέλος του βιβλίου ένα πανάρχαιο θέμα που το συναντούμε συχνά στη λογοτεχνία: τη διαμάχη γύρω από ένα παιδί που άλλος το γέννησε, άλλος το μεγάλωσε. Το διεκδικεί ο βιολογικός γονιός, δυσκολεύεται ο θετός γονιός, αλλά…και το παιδί έχει τη δική του άποψη που στην περίπτωση αυτή είναι υπέρ εκείνου που το μεγάλωσε, δηλαδή του υφαντή Σίλας Μάρνερ. Το κορίτσι αρνείται μάλιστα την κοινωνική τάξη του βιολογικού πατέρα της και μένει πιστό στον κόσμο της δουλειάς του γερο-υφαντή. Το τέλος του βιβλίου μας φυλάει ανατρεπτικές ανακαλύψεις σε μια μετρημένη κλιμάκωση με ηθικό αποκορύφωμα. Το αφεντικό Γκόντφρυ Κας που ο δεύτερος γάμος του έμεινε άτεκνος, αποκαλύπτει στη γυναίκα του ότι είναι ο πατέρας της «κόρης» του υφαντή και συμφωνούν να διεκδικήσουν το κορίτσι. Επισκέπτονται λοιπόν την καλύβα του και προσπαθούν να τον πείσουν να τους «δώσει» την κοπέλα με το επιχείρημα πρώτα της καλύτερης κοινωνικής θέσης που μπορούν να της προσφέρουν και της πιο άνετης από οικονομική άποψη ζωής. Όταν δεν καταφέρνουν να πείσουν ούτε τον υφαντή, αλλά ούτε την κοπέλα, το αφεντικό «ρίχνει τη βόμβα» αποκαλύπτοντας την πατρότητά του και μαζί μ’ αυτό –έτσι τουλάχιστον πιστεύει – το αναφαίρετο δικαίωμά του στο παιδί. Ο Μάρνερ θυμώνει και ρωτάει, γιατί το έκρυψε τότε για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο, δεν θέλει να αποτελέσει εμπόδιο και αφήνει τη θετή του κόρη να αποφασίσει η οποία βάζει γυαλιά σε όλους με την απάντησή της: «Εγώ νοιώθω πως έχω μόνο έναν πατέρα. …Άλλο σπίτι δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό μου. Δεν έλαβα ανατροφή για να γίνω κυρία και τώρα δεν γίνεται ν’ αλλάξω. Αγαπώ τον κόσμο της δουλειάς, αυτά που έχει κι αυτά που κάνει».

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η ατομική «επανάσταση» μένει στο ηθικό-ατομικό επίπεδο, όπως και σε όλο το βιβλίο δεν βγαίνουν παρά εξ αποστάσεως οι άνθρωποι σαν απόρροια των κοινωνικών τους σχέσεων, αλλά κυρίως σαν αποτέλεσμα ξεκομμένων από τις κοινωνικές καταστάσεις ατομικών πράξεων. Η Τζορτζ ‘Ελιοτ δεν προχώρησε  σε ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις και μηνύματα κλείνοντας τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών της στο καβούκι μιας ατομικής-ηθικής (όχι ηθικολογικής όμως) πρότασης και στην προσωπική λύτρωση από μια μοίρα, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν μειώνει τη σημαντική της μυθιστοριογραφική ικανότητα.