Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλη Λιόγκαρη: Λύσανδρος και Σούζη (Διήγημα)

Μου άρεσε να τους βλέπω και τους δυο μαζί και τους καμάρωνα. Μαζί, πάντα μαζί- στη λαϊκή, στο σούπερ μάρκετ- να σέρνει αυτός το καροτσάκι – στο γιατρό κι όπου αλλού χρειαζόταν. Αυτή τώρα τελευταία κρατούσε ένα χαριτωμένο μπαστουνάκι, σούρνοντας λίγο το αριστερό της πόδι.

Οι φήμες στην γειτονιά λέγανε πως είχε περάσει ένα μικρό εγκεφαλικό, που δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραδεχτεί.

-Ο Λύσανδρος και η Σούζη ήταν από παλιά δυο πολυαγαπημένοι φίλοι. Συνάδελφος-χρόνια- στην Εταιρία η Σούζη και παιδικός φίλος ο Λύσανδρος. Αλλά θαρρώ τώρα τελευταία με αποφεύγουνε λίγο, γιατί είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στη ζωή τους που ξέρω την ιστορία τους, μια ιστορία που δεν την είπα ποτέ σε κανέναν.

-Όμως το ευτυχισμένο αυτό ζευγάρι δεν είχε την τύχη ν’ αποκτήσει απογόνους γιατί αυτό θα ήτανε εντελώς αφύσικο.
……………………..
Η Σούζη λοιπόν ήταν μια πολύ συμπαθητική και καλλιεργημένη κοπέλα από το πάνω ράφι αφού από τα λεγόμενα της έλεγε πως πλησιάζει τα 50.

Στεγνή, πρόσχαρη και ασχημούλα, αλλά εγώ καθότι μαέστρος σε τέτοιες περιπτώσεις το έβαλα αμέτι μου χαμέτι(πείσμα) να την αποκαταστήσω . Έστω και τώρα να της βρω έναν σύντροφο που να της ταιριάζει.

-Ο Λύσανδρος λοιπόν ήταν ένας παλιός παιδικός φίλος, δημόσιος υπάλληλος, αξιοσέβαστος και αξιοπρεπής με κοιλίτσες και προγούλια από το πάνω κι αυτός ράφι που κατά τα λεγόμενα του πλησίαζε τα 60.

Το σκέφτηκα λοιπόν και το ξανασκέφθηκα να ενώσω τις τρυφερές αυτές υπάρξεις ‘εις σάρκαν μία’.

-Πιάνω -που λέτε- στην αρχή τη Σούζη. Το και Το της λέω. Είναι για σένα ότι πρέπει, μια σπουδαία και σπάνια ευκαιρία. Είναι… είναι… είναι. Καταλαβαίνετε εσείς!

-Σκεφτική η Σούζη. Πως; Θα σκεφτώ! Θα το σκεφτώ και θα σου απαντήσω.

Με πιάνει λοιπόν ιδιαιτέρως την άλλη μέρα.

-Άκουσε Χρύσανθε να δεις. Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα. «Θα τον δω από μακριά. Δεν θέλω συστάσεις και τέτοια –κι αν δεν μου αρέσει, θα βρω μια πρόφαση, θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω χωρίς πολλά λόγια».

-Όπως θέλεις εσύ-απάντησα- κι έβαλα μπρός τις ενέργειες μου για την γνωριμία τους.

-Πιάνω και τον Λύσανδρο- ραφινάτο γεροντοπαλίκαρο- και του λέω Το και Το. Μια μεγάλη, μια σπάνια ευκαιρία να φτιάξεις επιτέλους την ζωή σου.

-Θα το σκεφτώ και θα σου απαντήσω!

Ύστερα από τρείς ημέρες στο τηλέφωνο.

-Άκουσε Χρύσανθε να δεις-μου λέει κι αυτός. Να την δω πρώτα από μακριά – δεν θέλω συστάσεις και τέτοια κι αν δεν μου αρέσει χωρίς πολλά λόγια θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
……………………..
Έβαλα λοιπόν τα δυνατά μου να διοργανώσω με επιτυχία αυτή την συνάντηση.

-Πήρα μάλιστα μαζί μου-με μεγάλη προθυμία- για ενίσχυση και σύμβουλο μια άλλη καπάτσα συνάδελφο την Άρτεμης- που έτυχε να γνωρίζει και τους δυο- και τον σαλιάρη άντρα της τον Τηλέμαχο και βρεθήκαμε στην κοσμική ταβέρνα, αναμένοντας τους μελλοντικούς «Ούς ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω.».

Και μου έρχεται-λοιπόν που λέτε- πρώτη, ντυμένη στο καντίνι(κομψά) με τη μαύρη περούκα της σοβαντισμένη και σινιαρισμένη η Σούζη και κάθεται δίπλα στην Αφροδίτη – προφανώς για να ζητήσει την γνώμη της.!

Σε λίγο παίρνει το μάτι μου να καταφθάνει από την κύρια είσοδο του μαγαζιού, κουστουμαρισμένος και με στραβό το καβουράκι στο κεφάλι να κρύβει την φαλάκρα τον Λύσανδρο. Με ένα παχύ και ζωηρό κατάμαυρο μουστάκι , που μ’ έκανε κι απόρησα.

-Από πότε άφησε μουστάκι ο Λύσανδρος και δεν τον πήρα είδηση;

Κάθισε λοιπόν απέναντι μας –όπως είχαμε συνεννοηθεί- σ’ ένα τραπεζάκι γύρω στα πέντε μέτρα.

Αντιλαμβάνομαι την Άρτεμη να σκύβει να λέει και να δείχνει κάτι στην Σούζη.

Περάσανε κάποιες στιγμές σιωπής κι αμηχανίας.

Και ξάφνου η Σούζη βάζει το καπελάκι της πως πάει για λίγο στο μπάνιο και εξαφανίζεται ελαφρώς συγχυσμένη –μάλλον με εμένα- για το κελεπούρι που της πρότεινα.

-Και ώ! η μεγάλη έκπληξη, σ’ ένα , δυο λεπτά κι ο Λύσανδρος με το καβουράκι και το μαύρο μουστάκι σηκώνεται και εξαφανίζεται κάνοντας με νόημα που σήμαινε όχι-«Άκου εκεί να του προτείνουν για σύζυγο μια φτιασιδωμένη κοκότα».
…………………..
Θα έλεγε κανείς πως η ιστορία τελειώνει εδώ διαγράφοντας μια μεγάλη αποτυχία. Κι έτσι μείναμε στο τραπέζι οι τρείς κούκοι. Η Άρτεμις, ο Τηλέμαχος κι εγώ!

Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, η ιστορία αρχίζει ακριβώς εδώ.

-Βγαίνοντας από το κέντρο η Σούζη οργισμένη και συγχυσμένη προχωρεί και μπαίνει μέσα σε ένα μικρό μπαρ λίγα μέτρα πιο κάτω. Κατευθύνεται προς το μπάνιο. Πρώτη της κίνηση ν’ απαλλαγεί από την ενοχλητική αυτή περούκα και μένει με το φυσικό καστανόξανθο κι αραιό μαλλί. Ανάσανε μ’ ανακούφιση, βάζοντας στο κεφάλι μια πολύχρωμη-εκ Ρωσίας- μαντήλα. Αφαιρεί το μακιγιάζ και γίνεται η πραγματική, η ανθρώπινη Σούζη. Χαμογελάει στον καθρέπτη ευχαριστημένη και πάει προς την έξοδο του μπάνιου.

Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή , έμπαινε ορμητικά ένας κύριος που χωρίς να θέλει την πατάει δυνατά στον κάλο και την κάνει να ξεφωνίζει από τον πόνο.

Σαστισμένος ο άγνωστος κύριος της ζητά χίλιες φορές συγγνώμη και την παρακαλεί να τον συνοδέψει στο κοντινό τραπεζάκι για ένα ποτό ώσπου να συνέλθει.

Η Σούζη τον ακολουθεί. Είχε μπροστά της έναν συμπαθέστατο κύριο μιας κάποιας ηλικίας , καλοξυρισμένο με μια συμπαθητική γυαλιστερή φαλακρίτσα.

-Πράγματι ένα ποτό ήταν γι’ αυτήν, ότι χρειαζότανε, ύστερα από τέτοια περιπέτεια.

-Αλλά δεν ήταν μόνο ένα το ποτό, ήταν και δεύτερο, ήταν και τρίτο και το κουβεντολόι συνεχιζότανε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.

Δέχτηκε να την συνοδέψει μέχρι το σπίτι της, να την καληνυχτίσει και να συστηθεί επιτέλους. Λύσανδρος. Κι αυτή ανταπέδωσε. Σούζη.
………………..
Την άλλη μέρα η Σούζη δεν πήγε στην δουλειά. Την τρίτη μέρα ανακοίνωσε στους συναδέλφους ότι πρόκειται να παντρευτεί ένα σοβαρό αλλά χαριτωμένο κύριο που τον λένε Λύσανδρο!!!

Η Άρτεμις κι εγώ … τάβλα στον καναπέ!

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.