Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΦΩΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΜΕΡΟΣ Β’)

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ (Κολομβία, 1927-2014)

Ο Μάρκες, στην ομιλία του με αφορμή το βραβείο Νόμπελ, το οποίο του απονεμήθηκε το 1982, θα εκφράσει ένα χαρακτηριστικό παράπονο απέναντι στην παλαιά ήπειρο, μιλώντας στην αίθουσα απονομής στη νορβηγική πρωτεύουσα για την ουσία της «μοναξιάς της Λατινικής Αμερικής»: «Η ερμηνεία της δικής μας πραγματικότητας με ξένα σχήματα συμβάλλει μονάχα στο να μας κάνει κάθε φορά πιο άγνωστους, κάθε φορά λιγότερο ελεύθερους, κάθε φορά πιο μοναχικούς. Ισως η αξιοσέβαστη Ευρώπη θα μας καταλάβαινε καλύτερα, αν προσπαθούσε να μας βλέπει στο δικό της παρελθόν» θίγοντας το θέμα του σεβασμού για την λατινοαμερικανική ταυτότητα, κραυγή πόνου που ακούγεται συχνά από τον πρώην (και νυν) αποικιοκρατούμενο κόσμο. Λίγο παρακάτω θα αναρωτιέται: «Γιατί η πρωτοτυπία που μας αναγνωρίζεται χωρίς επιφυλάξεις στη λογοτεχνία, μας την αρνιέστε με κάθε είδος καχυποψιών στις τόσο δύσκολές μας προσπάθειες της κοινωνικής αλλαγής;» Αλλά και τα ακόλουθα λόγια στο Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει είναι χαρακτηριστικά για το «παράπονο» με τους Ευρωπαίους: «Για τους Ευρωπαίους η Αμερική του Νότου είναι ένας άντρας με μουστάκια, κιθάρα και ένα ρεβόλβερ […] Δεν καταλαβαίνουν το πρόβλημα».

Το θέμα της μοναξιάς της Λατινικής Αμερικής έχει αναλυθεί και από έναν άλλο σπουδαίο συγγραφέα, τον Μεξικανό Οκτάβιο Πας με ιδιαίτερη εστίαση στο Μεξικό και μάλιστα στο Ο λαβύρινθος της Μοναξιάς. Και μην ξεχνάμε τον τίτλο του εμβληματικού μυθιστορήματος του Μάρκες, που τον έκανε ευρύτερα γνωστό, το Εκατόν χρόνια μοναξιάς.

Το έργο του Μάρκες είναι γεμάτο από συνταγματάρχες, στρατηγούς κι άλλους στρατιωτικούς. Μην ξεχνάμε, ότι η κυρίως ισπανική και πορτογαλική κατάκτηση της Νότιας Αμερικής δεν έφερε ποτέ μια καπιταλιστική ανάπτυξη τύπου Βόρειας Αμερικής, αλλά εγκατέστησε εκεί σε μεγάλο βαθμό φεουδαρχικές σχέσεις, καθολικισμό, στρατοκρατίες, μεσαιωνισμό με στη σύγχρονη εποχή και χαρακτηριστικά καπιταλισμού. Το βάσανο και η καταπίεση της απόλυτης εξουσίας, παρούσα σε όλο το έργο του Μάρκες, βρίσκει το αποκορύφωμά του στο Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη, σπουδαία συμβολή στην πλούσια παραγωγή του λεγόμενου «μυθιστορήματος της δικτατορίας», στο οποίο άλλοι μεγάλοι δημιουργοί είχαν προηγηθεί. Με την έννοια αυτή Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη αποτελεί σημαντική συμβολή στην ιστορικοπολιτική έρευνα στην νοτιαμερικανική ήπειρο. Επίσης δείχνει πώς το έργο του Μάρκες συνυφαίνεται στενά με την κοινωνική πραγματικότητα του κόσμου του, παρ’ όλες τις μαγικές αποδράσεις, με τις οποίες καθιέρωσε την έννοια του μαγικού ρεαλισμού. Ακριβώς, όμως, αυτά τα μη ρεαλιστικά στοιχεία απογειώνουν αυτή την πραγματικότητα κάνοντάς την οικουμενική και άχρονη, άρα και διαχρονική. Όπως είπαμε παραπάνω, ο δικτάτορας στο Το φθινόπωρο του πατριάρχη έχει μια ηλικία, η οποία συμβολίζει την ατέλειωτη σειρά δικτατοριών στις συγκεκριμένες κοινωνίες. Στο έργο αυτό, το πλήθος είναι παθητικό. Περίμενε παθητικά το θάνατο του τυράννου. Δηλαδή βρίσκεται στην άκρη σ’ ό, τι αφορά το ιστορικό γίγνεσθαι, γιατί δεν συνέβαλε στην πτώση του δικτάτορα-πατριάρχη από την εξουσία. Το αφήνει σε άλλους. Η μη-ανάμειξη της μάζας αφήνει τους τυράννους ελεύθερους να κάνουν ο, τι θέλουν. Η μάζα ξεχύνεται βέβαια παράφρενη και ανακουφισμένη στους δρόμους με την είδηση του θανάτου του πατριάρχη τραγουδώντας και ξεφαντώνοντας. Ο Μάρκες έζησε από την αρχή της συγγραφικής του σταδιοδρομίας τη βία της κολομβιανής εξουσίας, ενάντια στην οποία είχε πάντα σταθερές απόψεις. Η αδιάλειπτη υποστήριξή του της κουβανικής επανάστασης σ’ όλη του τη ζωή, όπως και η βαθιά φιλία του με τον Φιδέλ Κάστρο ήταν η αιτία μιας μόνιμης πολεμικής εναντίον του.

Ρομπέρτο Μπολάνιο (Χιλή, 1953-2003)

Ο Μπολάνιο ήταν 20 χρονών, όταν στη χώρα του ο δικτάτορας Πινοσέτ κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία από τον δημοκρατικά εκλεγμένο Σαλβαδόρ Αγιέντε, ο οποίος δολοφονήθηκε. Το μυθιστόρημα Μακρινό Αστέρι κυκλοφόρησε το 1996. Τοποθετείται στη Χιλή και ξεκινάει λίγο πριν από το πραξικόπημα του Πινοσέτ για να ολοκληρωθεί αρκετά χρόνια μετά. Πρωταγωνιστής είναι ένα αινιγματικό και σκοτεινό πρόσωπο, ο ποιητής Αλβέρτο Ρουίς – Τάγλε, ο οποίος συχνάζει σε ένα λογοτεχνικό εργαστήρι, όπως και ο αφηγητής. Ο απόμακρος ποιητής ασκεί μια παράξενη γοητεία, ιδίως στις γυναίκες της παρέας, κάποιες από τις οποίες, λίγο αργότερα, κατά την περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ, θα βασανίσει και θα δολοφονήσει. Γιατί ο Ρουίς – Τάγλε δεν είναι άλλος από τον γερμανικής καταγωγής υποσμηναγό της χιλιάνικης αεροπορίας Κάρλος Βίντερ, τον εκκεντρικό πιλότο – ποιητή που γράφει, με τον καπνό του αεροπλάνου του, στον ουρανό της Χιλής ανατριχιαστικούς στίχους, παρμένους από τη Βίβλο. Το βιβλίο διέπεται από το κλίμα του φόβου και της τρομοκρατίας. Έχουμε δηλαδή, το φαινόμενο της δικτατορίας από μια άλλη οπτική γωνία. «Καλλιγράφο των ονείρων» αποκάλεσε ο Ισπανός Ενρίκε Βίλα-Μάτες τον ομότεχνό του Χιλιανό Ρομπέρτο Μπολάνιο με αφορμή το θάνατο του τελευταίου. Το Μακρινό Αστέρι έχει μια ιδιόρρυθμη δομή. Ο συγγραφέας χρονικογραφεί, αλλά ανακατεύει στοιχεία αστυνομικού θρίλλερ και διαπλέκει το σύνολο με επί μέρους ιστορίες προσώπων. Στην αρχή έχουμε τα λεγόμενα ποιητικά εργαστήρια με την έντονη σφραγίδα της λογοτεχνικής δραστηριότητας να ποτίζει την ατμόσφαιρα. Χαρακτηριστική ρήση του ήταν, καθόλου τυχαία: «Να σκοτωθείς σε μια τέτοια κοινωνική στιγμή είναι περιττό. Το καλύτερο είναι να μεταμορφωθείς σε ποιητή.» Με την ποίηση μας εισάγει ο συγγραφέας στην ιστορία. Ο αναγνώστης μαθαίνει τα πρόσωπα στον κύκλο των ποιητών. Το πραξικόπημα δεν αναφέρεται ρητώς, αλλά το καταλαβαίνουμε. Σκουραίνουν τα πράγματα και ο φόβος αρχίζει να περπαταέι στις σελίδες του βιβλίου μαζί με την υπόνοια δολοφονιών και των μυστηριωδών εξαφανίσεων οι οποίες στη Χιλή – και όχι μόνο – έφτασαν στις χιλιάδες που δε βρέθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα. Στο έκτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια εναέρια επίδειξη με αεροπλάνο. Είμαστε στο 1974. Γράφονται στο σκοτεινιασμένο ουρανό οι εξής στίχοι:

«Ο θάνατος είναι φιλία
Ο θάνατος είναι η Χιλή
Ο θάνατος είναι ευθύνη
Ο θάνατος είναι αγάπη
Ο θάνατος είναι ανάπτυξη»

Έπειτα ερχεται η σκηνή στην οποία ο πιλότος «ποιητής» του στρατιωτικού καθεστώτος Αλμπέρτο Ρουίς-Τάγκλε, προσπαθεί να βρει τη λογοτεχνική έκφραση της φασιστικής ιδεολογίας του με ποιήματα και μανιφέστα, αλλά και με φωτογραφίες. Παρουσιάζει λοιπόν στους καλεσμένους την ανατριχιαστική έκθεση φωτογραφιών του, τη «νέα τέχνη», όπως τη λέει κυνικά. Αφήνει τους καλεσμένους να μπουν ένας ένας. Κάποιοι βγαίνουν εντελώς αναστατωμένοι. Οι πράξεις του γνωστοποιούνται μέσω διηγήσεων και εικασιών, οι εμφανίσεις του όμως, όπου και όποτε γίνουν, αρκούν για να προκαλέσουν αμηχανία και φόβο.

Ο δολοφόνος σε διαρκή φυγή, τελικά εντοπίζεται και μάλλον δολοφονείται ο ίδιος. Έτσι τουλάχιστον μας δίνει το κείμενο να καταλάβουμε. Στο μεταξύ εμβόλιμα στο κείμενο του βιβλίου, μαθαίνουμε για τη φυγή, αλλά και για το βόλεμα κάποιων προσώπων τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας του Πινοσέτ.

Με λίγα λόγια, το βιβλίο αυτό του Μπολάνιο φέρνει το κλίμα ζωής του φόβου και του τρόμου επί της δικτατορίας του Πινοσέτ.

Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο επινόησε τον υπορεαλισμό, μια λατινοαμερικάνικη μορφή ενός ρεύματος που ταύτιζε ζωή και τέχνη. Επηρεάστηκε από μια σειρά καθιερωμένων λατινοαμερικανικών συγγραφέων, Ήταν δυό φορές εξόριστος από τη Χιλή που την εγκατέλειψε οριστικά λόγω Πινοσέτ και περιπλανήθηκε στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Δούλεψε για την επιβίωσή του πότε ως οδοκαθαριστής, αγρότης και φορτοεκφορτωτής, κάτι το οποίο εκτίμησαν απόλυτα οι αναγνώστες, οι κριτικοί και οι ομότεχνοί του. Πέθανε σε ηλικία μόλις 50 ετών αφήνοντας ημιτελές ένα μνημειώδες έργο του πάνω από χίλιες σελίδες, με τίτλο 2666.

Γιοκόντα Μπέλι (Νικαράγουα, 1948 – )

«Σηκώνομαι
εγώ,
γυναίκα σαντινίστα,
που απαρνήθηκα την τάξη μου,
γεννημένη μεσ’ σε πουπουλένια μαξιλάρια
και λαμπερές επαύλεις
έκπληκτη στα 20 μου χρόνια
από μια πραγματικότητα
ξένη με τα φορέματά μου από τούλια και πούλια,
στραμμένη στην ιδεολογία των δίχως ψωμί και γη,
μελαγχρινοί στοιβαχτές του πλούτου
άντρες και γυναίκες δίχως άλλο βιός απ’ τη δύναμή τους
και τις απότομες κινήσεις τους»
[…] Σηκώνομαι να τραγουδήσω
Πάνω απ’ τους σεισμούς
Και τις στριγγλιάρικες, απελπισμένες φωνές
Κάποιων συγγενών μου,
Που διεκδικούν τα για πάντα χαμένα δικαιώματά τους,
Οργισμένοι μπροστά στους απόκληρους
Που πλημμύρισαν πλατείες, θέατρα, ομίλους, σχολιά,
Και που τώρα ξεχύνονται, φτωχοί ακόμη,
Μα κύριοι της πατρίδας και της μοίρας τους,
Περήφανοι ανάμεσα στους περήφανους.
Ηφαίστεια εκτοξεύοντας το μάγμα του πολέμου
Δέντρα που θεριεύουν στο άρωμα της θύελλας.
[…] Σηκώνομαι πάνω απ’ το κάματο της δουλειάς,
μαζί με κείνους που ποτέ δεν πεθαίνουν,
πορεύομαι στην κορφή του βουνού
απογυμνώνοντας το επίθετο και τ’ όνομά μου,
εγκαταλείποντάς το μεσ’ τους αγριόθαμνους,
για ν’ αντικρύσω τον απέραντο ορίζοντα
της βροντόλαλης αυγής των εργατών,
που ανοίγουν δρόμους
με τσάπες, ματσέτες και φτυάρια,
που άφησαν πίσω τους να συντριβούν,
κι οι γυναίκες με τις καλαμποκένιες φούστες
-όλα τα ποτάμια χυμένα στα μπράτσα τους –
νανουρίζοντας τα παιδιά που γεννήθηκαν στο ρυθμό της ελπίδας
παιδιά π’ άφησαν πίσω τους την ορφάνια των καμένων κτημάτων
και των δολοφονημένων πατεράδων».
Σηκώνομαι.
…………………………………………………………………………..

Με τους παραπάνω στίχους ξεκινάει το ποίημα Τραγουδώ την καινούργια εποχή της Νικαραγουανής Γιοκόντα Μπέλι εμπνευσμένο από την επανάσταση των Σαντινίστας του 1979. Η Μπέλι ήταν παιδί ευκατάστατης οικογένειας η οποία αποφάσισε να πάει με τον επαναστατημένο λαό. Το παραπάνω απόσπασμα, όπως και όλο το ποίημα, εκφράζει την απόφαση αυτή. Στη μεγάλη αυτή ποιητική σύνθεση η ποιήτρια εκφράζει την εσωτερική της πορεία από το βόλεμα της τάξης της μέχρι το πέρασμά της στον ένοπλο αγώνα των Σαντινίστας. Μετά την Επανάσταση του 1979 η Μπέλι ήταν υπεύθυνη για το πολιτιστικό πρόγραμμα της τηλεόρασης καθώς και της διεύθυνσης της εφημερίδας Barricada (Οδόφραγμα). Η ποιητική της συλλογή Linea de Fuego (Γραμμή Πυρός) κέρδισε το 1979 το βραβείο Casa de las Americas (Κούβα) καθιερώνοντάς την στη σύγχρονη λατινοαμερικανική ποίηση. Ευρύτερα γνωστή έγινε όμως, με το πρώτο της μυθιστόρημα Η γυναίκα φωλιά, γραμμένο το 1988. Δηλαδή χρόνια μετά την Επανάσταση, αλλά αναφέρεται στην εποχή εκείνη ξεκινώντας από τα προεπαναστατικά χρόνια με το σκληρό παράνομο αγώνα.

Οι κατακόμβες της λευτεριάς. Μια σύντομη ματιά στην ιστορία

Ο August Cesar Sandino (1895-1934), από τον

οποίο το μέτωπο των Σαντινίστας πήρε τ’ όνομά του, εξέφρασε με τα παρακάτω λόγια την απόλυτη επιλογή ενός λαού αλυσοδεμένου:

«Εγώ θέλω πατρίδα ελεύθερη ή θάνατο.
Εάν πεθάνουμε, δεν έχει σημασία, η υπόθεσή μας θα ζήσει, άλλοι
θα μας ακολουθήσουν».

Το 1963 ιδρύθηκε το Μέτωπο των Σαντινίστας για την Εθνική Απελευθέρωση της Νικαράγουας, χώρα που στέναζε κάτω από την τυραννία της οικογένειας Σομόζα με τη στήριξη των ΗΠΑ. Ακολούθησε μια πολύχρονη περίοδος ένοπλης πάλης που κράτησε μέχρι το 1979 όταν οι αντάρτες Σαντινίστας κατέλαβαν την πρωτεύουσα Μανάγουα εγκαθιδρύοντας επαναστατικό καθεστώς. Κατά τη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου χιλιάδες νέοι εντάχθηκαν στις παράνομες γραμμές του μετώπου ζώντας μέσα σε συνθήκες στερήσεων και κατατρεγμών. Ζούσαν στην ύπαιθρο καθώς και στις λαϊκές συνοικίες των πόλεων στην απίστευτη εξαθλίωση που επικρατούσε σ’ αυτές. Επίσης η παρανομία τους ανάγκαζε να κρύβονται σε υπόγεια κρησφύγετα (κατακόμβες) και από κει να εξαπολύουν τις επιθέσεις τους ενάντια στο καθεστώς του Σομόζα. Τους ονόμαζαν «άγιους» γιατί ζούσαν όπως οι άγιοι και οι ασκητές. Πολλοί απ’ αυτούς άφησαν έξοχα ποιητικά δείγματα των πνευματικών τους ανησυχιών εκφράζοντας με τον πιο απλό και τρυφερό τρόπο την αγάπη τους για τη ζωή, την ελευθερία, την πατρίδα και κυρίως την αγάπη τους προς τους άλλους, τους φτωχούς της υπαίθρου και των πόλεων. Ο Σαντίνο ήταν ένας από τους θεμελιωτές της παράδοσης του αγώνα για την ελευθερία. Ηγήθηκε το 1927 μια λαϊκή εξέγερση για αγροτικές μεταρρυθμίσεις και για την κατάργηση των προνομίων της ολιγαρχίας. Τότε οι ΗΠΑ επεμβαίνοντας στη Νικαράγουα συνέτριψαν την εξέγερση. Ο Σαντίνο δολοφονήθηκε σε ενέδρα, όταν πήγαινε να συζητήσει με το στρατηγό Σομόζα, αρχηγό της Εθνοφρουράς. Τη διαταγή της δολοφονίας είχε δώσει ο Αμερικανός πρεσβευτής. Με τη συντριβή της εξέγερσης ο Σομόζα έγινε δικτάτορας κυβερνώντας με τη δυναστεία του τη Νικαράγουα μέχρι το 1979 όταν ανατράπηκε από τους Σαντινίστας. Η εικόνα του Τσε Γκεβάρα, μετά τη δολοφονία του στη Βολιβία το 1967, βρισκόταν στους τοίχους των κατακομβών δίπλα στην εικόνα του Σαντίνο. Οι εισερχόμενοι στις γραμμές των Σαντινίστας έδιναν όρκο στο όνομα των Τσε και Σαντίνο ότι θα πεθάνουν για την υπόθεση των καταπιεσμένων.

Πολεμάμε και τραγουδάμε

Μετά την Επανάσταση των Σαντινίστας το 1979 ιδρύθηκαν σε όλη τη Νικαράγουα τα λεγόμενα «Εργαστήρια Ποίησης» (talleres de poesía) . Ο κομαντάντε Μπαγιάρδο Άρσε έδωσε με τα εξής λόγια το στίγμα και το στόχο της κάθε λαϊκής επανάστασης: «Μια δημοκρατική κουλτούρα στην οποία θα έχει πρόσβαση όλος ο λαός, όχι μόνο για να την απολαμβάνει, αλλά και για να την παράγει». Εργαστήρια ποίησης είχαν λειτουργήσει και πριν από την Επανάσταση, αλλά μετά πήραν μαζικό και συστηματικό χαρακτήρα, όταν ο υπουργός Πολιτισμού, Ερνέστο Καρντενάλ, ο ίδιος ποιητής παγκόσμιας εμβέλειας, έδωσε πια προτεραιότητα στη δημιουργία τους σε όλη τη Νικαράγουα. Γίνονταν και μαθήματα παγκόσμιας ποίησης και έτσι ο στρατιώτης-ποιητής Χοσέ Αγκίρρε έλεγε: «Γνώρισα όχι μόνο τον Ρούμπεν Νταρίο, αλλά και ποιητές όπως ο Ουίλιαμ Ουίλιαμς, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Ρόκε Ντάλτον, ακόμα και την Ελληνίδα ποιήτρια Σαπφώ και την ποίηση των Παλαιστινίων αγωνιστών».

Σημασία είχε το δημιουργικό, μορφωτικό φτερούγισμα ενός λαού βασανισμένου, καταπιεσμένου που επί τέλους άρχισε να μετράει σαν άνθρωπος. Η Νικαράγουα είχε ποιητικές παραδόσεις, αλλά από λίγους για λίγους στην έντεχνη μορφή της και ο λαός είχε προφορικές ποιητικές ρίζες στο βαθύ παρελθόν του ιθαγενούς πληθυσμού.

Παρ’ όλη τη βαθιά πεποίθηση των αγωνιστών ότι το παρελθόν δεν θα επέστρεφε στη Νικαράγουα, όπως ο ποιητής Χοσέ Κορονέλ Ουτρέτσο το εξέφρασε στο ποίημά του Δεν θα επιστρέψει το παρελθόν (Δεκέμβρης 1979), το παρελθόν επέστρεψε. Μετά τη νίκη των Σαντινίστας ο Ντάνιελ Ορτέγκα έγινε πρόεδρος της χώρας. Οι ΗΠΑ επί Ρήγκαν είχαν δημιουργήσει και χρηματοδοτήσει το αντικομμουνιστικό κίνημα των «Κόντρας» για να υπονομεύσουν το καινούργιο καθεστώς το οποίο επιπλέον προμήθευε όπλα στους αντάρτες του διπλανού επαναστατημένου Ελ Σαλβαδόρ. Η Νικαράγουα βυθίζεται σε εμφύλιο πόλεμο. Το 1990 υπήρξε μια ειρηνική ρύθμιση υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ακολουθούν εκλογές που ο Ορτέγκα τις χάνει. Από τότε ο λαός της χώρας άσπρη μέρα δεν γνώρισε, ενώ η χώρα παρουσιάζει τη χαρακτηριστική για Λατινινική Αμερική χαώδη εικόνα είτε με δικτατορίες είτε με συμβιβασμένες (ενδεχομένως με το ζόρι) με το μεγάλο κεφάλαιο πολιτικές εξουσίες. Κυρίως των ΗΠΑ, οι οποίες θέλουν να ελέγχουν το «μαλακό τους υπογάστριο» το τόσο πλούσιο σε πρώτες ύλες.

Η φωλιά του αρχαίου ινδιάνικου πολιτισμού

Η γυναίκα φωλιά, το πρώτο μυθιστόρημα της Ιοκόντα Μπέλι, όπως είπαμε, είναι έργο με έντονη διαπλοκή έρωτα-επανάστασης. Ακούγεται ο μακρινός απόηχος των ινδιάνικων μύθων σαν μια όαση μαγείας, αλλά και σύμβολο της πάλης του ιθαγενούς πληθυσμού ενάντια στον Ισπανό κατακτητή. Ο αναστεναγμός πόνου και νοσταλγίας για την ιστορική ήττα έρχεται κάθε τόσο εμβόλιμα στη ροή της αφήγησης «παίζοντας» με το παρελθόν και το παρόν. Παρόν και παρελθόν βρίσκονται αδιάρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. H τομή στη νικαραγουανή κοινωνία πριν και μετά την επανάσταση των Σαντινίστας του 1979 βάζει την ανεξίτηλη σφραγίδα της σ’ όλη την πλοκή του βιβλίου, στο οποίο αποτυπώνεται η σπαραχτική εσωτερική πορεία μιας καλοαναθραμμένης κοπέλας, της Λαβίνιας, από ευκατάστατη οικογένεια η οποία επιλέγει να στρατευθεί στον ένοπλο αγώνα των επαναστατών. Έντονα παρόν λοιπόν το αυτοβθιογραφικό στοιχείο. Μια πορεία που εξωτερικεύεται στη δράση της οδηγώντας την τελικά στο θάνατο. Θάνατος; Όχι, ο θάνατος είναι ψέμα, όπως λέει ο μύθος των Ινδιάνων Μακιριτάρε, με τον οποίο ξεκινάει το βιβλίο και που εκφράζει τη διαλεκτική σχέση ζωής και θανάτου. Η ύλη δεν πεθαίνει, δεν εξαφανίζεται, αλλά μετατρέπεται σε μια άλλη μορφή ύπαρξης. Τη «νεκρή» Λαβίνια την περιμένει για να τη δεχθεί στο γόνιμο χώμα η «γυναίκα φωλιά», η πανάρχαια, η αρχέγονη ιθαγενής που σκοτώθηκε στις μάχες με τους Ισπανούς. Σύμφωνα με το μύθο θα γεννηθούν ξανά, όπως η αιώνια αναγέννηση της ύλης συμβολικά μετουσιωμένη εδώ στο μήνυμα, ότι η επανάσταση συνεχίζεται, παρ’ όλο που έχει ηττηθεί προσωρινά. Διαβάζουμε:

«Έκλεισα τον κύκλο: τη μοίρα του σπόρου που βλασταίνει, όπως το θέλησαν οι πρόγονοί μου.
Η Λαβίνια τώρα είναι χώμα και χούμο. Το πνεύμα της χορεύει στον άνεμο κάθε γιόμα.
Το κορμί της λίπασμα σε καρπερούς κάμπους………………………………………………..
Βλέπω μεγάλα πλήθη να προχωρούν στους δρόμους που ανοίξανε ο Γιαρίνσε και οι πολεμιστές του σήμερα, του τότε,
κανείς δεν θα ‘χει στην κατοχή του αυτό το κορμί με τις λίμνες και τα ηφαίστεια,
αυτό το συνονθύλευμα φυλών,
αυτή τη γεμάτη δόρατα ιστορία,
αυτό το λαό που λατρεύει το καλαμπόκι,
τη φιέστα στο φεγγαρόφωτο,
λαό του τραγουδιού και των πολύχρωμων ρούχων.
Κι ούτε πεθάναμε εκείνη κι εγώ χωρίς σκοπό και κληρονομιά.
Ξαναγυρίσαμε στη γη απ’ όπου θα ξαναγεννηθούμε.
Θα γεμίσουμε με σαρκώδεις καρπούς καινούργιους καιρούς.
………………………………………………………………………………………………..
Γρήγορα θα δούμε την ημέρα με την ευτυχία στο αποκορύφωμά της, τα καράβια των
κατακτητών ν’ απομακρύνονται
για πάντα.
Δικά μας θα ‘ναι το χρυσάφι και
το κακάο και το μάγκο
το άρωμα του σακουανχότσε.
Ποτέ δεν πεθαίνει αυτός που αγαπάει.»

Η αρχέγονη ινδιάνα που πάλεψε μέχρι θανάτου τον Ισπανό κατακτητή και η σύγχρονη λευκή επαναστάτρια των Σαντινίστας ξαναγεννιούνται στην επαναστατική κίνηση που συμπλέκεται στο μυθιστόρημα αυτό της Ιοκόντα Μπέλι με τη διαλεκτική κίνηση της ύλης στο αιώνιο γίγνεσθαι του θανάτου και της αναγέννησης. Το παρελθόν γεννάει το παρόν και το μέλλον, το παρόν και το μέλλον δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς το παρελθόν.

Αλέχο Καρπεντιέρ (Κούβα, 1904-1980)

Δε θα μπορούσαμε να κλείσουμε χωρίς να αφιερώσουμε κάποια λόγια στην Κούβα. Η Κούβα, ως μοναδική χώρα όπου πέτυχε και κρατήθηκε η επανάσταση, είναι ένα κεφάλαιο ξεχωριστό. Βέβαια, και η προεπαναστατική Κούβα είχε μια πλούσια λογοτεχνία, η οποία αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Ένα μεγάλο όνομα της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα είναι, χωρίς αμφιβολία, ο Αλέχο Καρπεντιέρ (1904-1980), γιος Ρωσίδας μητέρας και Γάλλου πατέρα που είχαν μεταναστεύσει στην Κούβα. Είναι παγκόσμια γνωστός. Έχει μεταφραστεί σε πάμπολλες γλώσσες και τα έργα του επανεκδίδονται συνεχώς. Ο στοχασμός του ξεπερνάει τα σύνορα της Κούβας και έχει πάρει πανανθρώπινη διάσταση. Ο Καρπεντιέρ υπηρέτησε με την τέχνη του την κουβανική Επανάσταση και συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νοτιοαμερικανικής πολιτιστικής συνείδησης. Πάλεψε για την ενότητα των λαών της Λατινικής Αμερικής. Το 1979 γράφει το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο καθαγιασμός της Άνοιξης. Στο βιβλίο αυτό περνάει μέσα από την πορεία των ηρώων, μιας Ρωσίδας (όχι τυχαία, θυμηθείτε την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία) και ενός Κουβανού, όλη η ιστορία της προεπαναστατικής Κούβας, καθώς και η ιστορία της Ευρώπης του 20ου αιώνα. Το έργο τελειώνει με το θρίαμβο της Κουβανικής Επανάστασης του 1959. Η «Άνοιξη» του τίτλου είναι η Επανάσταση η οποία δεν άλλαξε μονάχα τη συνείδηση των ηρώων, αλλά και του κουβανέζικου λαού. Ένα άλλο έργο του που μεταφράστηκε στα ελληνικά με τον τίτλο Μεθόδου Τέχνασμα (1974) αποτελεί μια συμβολή στο μυθιστόρημα της δικτατορίας. Ο πρωταγωνιστής είναι αυτό που λέμε «πεφωτισμένος τύραννος».

«Είναι η ιστορία ενός λατινοαμερικάνου εθνοσωτήρα, ενός δικτάτορα» διαβάζουμε στην εισαγωγή. «Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ήρωα φτιαγμένο με τη συναρμογή στοιχείων που χαρακτηρίζουν πολυάριθμες λατινοαμερικανικές δικτατορίες του παρελθόντος και του παρόντος. Τυράννους που – εμπνευσμένοι απ΄όσους Χίτλερ και Μουσολίνι υπάρχουν στην ευρωπαϊκή ιστορία – εγκαθίδρυσαν μια μέθοδο διακυβέρνησης που τα τεχνάσματά της, πολλαπλασιάστηκαν μέσα σε μια απέραντη και πολύπλοκη πραγματικότητα, […] Αυτά τα λόγια δίνουν το στίγμα τουτύπου του δικτάτορα της μαρτυρικής για τους λαούς της ηπείρου.

Συμπερασματικά

Αρκετοί συγγραφείς οι οποίοι πραγματεύονται τη δικτατορία, όπως είδαμε από κάποια παραδείγματα, φέρνουν και τη μάζα στο προσκήνιο. Δικτατορία και επανάσταση είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Παρ’ όλα αυτά, ξεχωρίζουν σε δύο είδη λογοτεχνικά: το μυθιστόρημα της δικτατορίας και το μυθιστόρημα της επανάστασης με το τελευταίο να άνθισε κυρίως στο Μεξικό εξαιτίας της Επανάστασης του 1910-1917. Οι συγγραφείς δίνουν την εικόνα του πλήθους σε διάφορες διαβαθμίσεις. Είτε μένει παθητικός στη μοίρα του, είτε φωνάζει ακολουθώντας ηγέτες της στιγμής, είτε επαναστατεί ως ξέσπασμα, είτε – κι αυτό είναι το πιο προηγμένο στάδιο – αναλαμβάνει οργανωμένη την προσπάθεια μιας νέας κοινωνίας, όπως σε δύο παραδείγματα που διάλεξα: αυτό της Νικαράγουας με την επανάσταση των Σαντινίστας που νικάει για κάποια χρόνια, αλλά προδίδεται και αυτή της Κούβας που μέχρι τώρα δεν έχει ανατραπεί, παρ’ όλο τον εξηντάχρονο οικονομικό αποκλεισμό της από τις ΗΠΑ. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η απεικόνιση του ντόπιου πληθυσμού, των ιθαγενών, από πολλούς συγγραφείς, ανάλογα και με την πληθυσμιακή παρουσία τους σε κάθε χώρα. Διότι οι πληθυσμοί των νοτιοαμερικανικών χωρών κάθε άλλο παρά ομογενείς είναι. Σε άλλες είναι ισχυρό το ιθαγενικό στοιχείο, σε άλλες σχεδόν ανύπαρκτο ή λίγο. Η φυλετική παρουσία περιπλέκεται με τους ταξικούς διαφυλετικούς διαχωρισμούς. Όλα αυτά αντανακλώνται στα έργα των συγγραφέων.

ΦΩΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ* (ΜΕΡΟΣ Α)’