Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ουρανία Κοσμίδου: Γράμμα στον Γιάννη Ρίτσο

Σαν αποτσίγαρα πατούσαν τους ανθρώπους.

Δεν το βαστούσε η καρδιά κι ο νους σου.

Υψωμένες γροθιές ανεμίζαν στα λόγια σου.

Κι εγώ αγέννητη τότε.

Σ’ ευχαριστώ που αργότερα

με κέρασες μες τις σελίδες σου

το απόσταγμα της ιστορίας του ανθρώπου.

Για χάρη σου έραψα ένα ματσάκι κυκλάμινα

στη μέση του στηθόδεσμου.

Έβαλα το κόκκινο φουστάνι

που τόσο μας άρεσε και τους δυο.

Σε επισκέφτηκα στο ηλιόλουστο μπαλκόνι σου.

Στην αυλή σταθμευμένο ένα μικρό αερόστατο

που χωρά πολλές ψυχές, πολλά σημάδια ζωής,

καλάθια με τριφύλλι κι ώριμα φρούτα.

Να σου πω πόσο χαίρομαι που μου ‘μαθες

να μη φέρομαι ως έρμαιο αλλοτρίων σχεδίων

ως φοβισμένο αγρίμι

σκαρφαλωμένο στα βομβαρδισμένα πατάρια της Βαβέλ.

Μου ‘μαθες να μη φωνασκώ, αλλά και να μη σωπαίνω.

Μου μίλησες για τις πληγές, το δίκιο και την ομορφιά

για την ευεργεσία του έρωτα

για την ανατροπή της καθημερινότητας.

Μ’ έπεισες να σφίγγω το χέρι του άλλου

όταν δεν το περιμένει

και δεν το τολμά.

Διάβασα το στερνό σου γραφτό.

Ήταν αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα.

Άνοιξες την πόρτα ήρεμα…

Σφίγγοντας σα λάφυρο τα καρφιά της καταδίκης σου

στο μαρμάρινο τραπέζι που το δέρνει η αλμύρα

κρατώντας τη σμίλη των στίχων

έπλασες τον πιο φωτεινό εαυτό μου.

Σαν αποτσίγαρα πατούν και τώρα τους ανθρώπους.

Τα φωταχτέρια σου σκορπίστηκαν

μαγκωμένα σε γρανάζια νεανικά

αντί σφυριά πλήκτρα κτυπούν

αντί στη διψασμένη φύση και τα σύρματα

μες σε καλώδια, σε δίκτυα ασύρματα

πλανώνται και σε οθόνες.

Δεν είναι αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα

σου αποκρίνομαι

να σηκωθούν απ’ τις αβύσσους των γραφείων

και να απαιτήσουν τα αγαθά που τόσο πόθησες.

 

«Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος» του Νικολάς Γκιγιέν, απόδοση Γιάννη Ρίτσου

Μοιραστείτε το: