Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σονάτα για βιόλα σε λα-μείζονα (Διήγημα)

Η Βιόλα ξύπνησε από τον έντονο πόνο στο στομάχι της, χτυπάει βλέπετε το άγχος στο στομάχι… Είχε φτάσει επιτέλους η μεγάλη μέρα! Το είχε πάρει απόφαση. Θα έδινε εξετάσεις για να μπει στο περίφημο κρατικό κουαρτέτο εγχόρδων. Ήταν από τα πιο διάσημα της χώρας και είχε βγει προκήρυξη ακρόασης για την ειδικότητά της. Το εγχείρημα, ομολογουμένως δύσκολο, αλλά από την άλλη το ταλέντο της αδιαμφισβήτητο. Με αυτές λοιπόν, τις σκέψεις, αλλά και με τις ευχές των γονιών και των δασκάλων της πέρασε την επιβλητική πύλη του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο θα λάμβαναν χώρα οι εξετάσεις. Πάνω στην πύλη δέσποζε η επιγραφή: «Η δουλειά φέρνει την ελευθερία». Η Βιόλα γνώριζε καλά τι θα πει σκληρή δουλειά, καθώς είχε περάσει ατελείωτες ώρες εξάσκησης, μόνη εντελώς, αυτή και οι νότες, προκειμένου να φτάσει ένα βήμα πιο κοντά στο όνειρο.

Η Επιτροπή αποτελούνταν από το Κοντραμπάσο, το Βιολί και το Βιολοντσέλο. Φωνές, χαχανητά και τσουγκρίσματα ποτηριών ακούγονταν από το δωμάτιο, λες και οι κριτές είχανε στήσει πάρτι. Η Βιόλα μας κάθισε υπομονετικά και περίμενε, περίμενε, περίμενε… περίμενε λίγο ακόμη, ώσπου η μπάσα φωνή του αραχνιασμένου κοντραμπάσου ήρθε να ταράξει τη σιωπή. Η Βιόλα ένιωσε τις χορδές της να πάλλονται από την αγωνία. Είχε φτάσει η στιγμή που τόσο καιρό περίμενε.

«Ε, εσύ μικρή, μη νομίζεις ότι άργησα, επειδή σε ξέχασα. Απλώς, ήθελα να δείξω στους άλλους ποιο είναι το αφεντικό. Λοιπόν, ξέρεις να συμπληρώνεις αίτηση;», τη ρώτησε μάγκικα.

«Εάν εννοείτε εάν ξέρω να γράφω, ναι, ξέρω. Βλέπω όμως, πνίγεστε στη δουλειά…», αποκρίθηκε ειρωνικά η Βιόλα, που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της.
«Χμμ, ακριβώς. Ξέρεις σε πόσα όργανα κάνω κουμάντο εγώ; Σε 125, όλα του Δημοτικού και του Γυμνασίου!»

Τα λόγια του κοντραμπάσου ακούστηκαν σαν μία άλυτη διαφωνία στα αυτιά της. Η συνέχεια λίγο πολύ αναμενόμενη: χαμένες ώρες αναμονής, γραφειοκρατία, ακρόαση ίσα ίσα για τους τύπους, πνιχτά χασμουρητά, αναξιοκρατία, απογοήτευση. Έπρεπε να το είχε φανταστεί. Όλο αυτό το διάστημα συνειδητά εθελοτυφλούσε, καθώς η θέλησή της την ξεπερνούσε. Πως όμως αγνόησε τόσο τρανταχτά σημάδια και άφησε τον εαυτό της απροστάτευτο να ελπίζει; Όλα πλέον ήταν ξεκάθαρα για τη Βιόλα και έτσι ήρθε η απομυθοποίηση.

Σκέφτηκε πως το κοντραμπάσο, που ήταν ο αρχηγός του κουαρτέτου και που την είχε στεναχωρήσει με τη στάση του είχε πάρει αυτή τη θέση με μέσο πριν πολλά χρόνια, μόνο και μόνο επειδή τα είχε καλά με έναν Υπουργό. Μάλιστα, ακουγόταν ότι στις συναυλίες εμφανιζόταν λαμπερό πάνω στη σκηνή, κάνοντας ότι παίζει, ενώ στην πραγματικότητα πίσω από τα παρασκήνια ένα νεαρό κοντραμπάσο- αφανής ήρωας έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας.

Στη συνέχεια, το νου της πήγε στο βιολί, που ουκ ολίγες φορές είχε εκδηλώσει σεξιστικές συμπεριφορές σε βάρος έγχορδων κυριών πλην βεβαίως της μάνας του! Θυμήθηκε τα λόγια μιας φίλης της, ψυχολόγου: «το βιολί πιθανότατα είχε έντονα τραυματικές εμπειρίες από τη μητέρα του στην πρώιμη ηλικία, γεγονός που το ανάγκασε να απωθήσει το είδωλο της κακής μητέρας στο ασυνείδητο. Έτσι, διατηρεί στο συνειδητό του μονάχα το ιδανικό τμήμα της μητέρας του και συνηθίζει να το προβάλλει έντονα στο περιβάλλον του, δηλαδή σε κάθε ευκαιρία μιλάει για το πόσο τέλεια είναι η μάνα του. ‘Ωστόσο, όπως γνωρίζεις, στο ασυνείδητο του βιολιού διατηρείται παράλληλα ζωντανό το απωθημένο είδωλο της κακής μητέρας, το οποίο προσπαθεί συνεχώς να βρει διέξοδο να εκδηλωθεί. Αναγκάζεται, λοιπόν να το προβάλει είτε στη σύντροφο του, που είναι εύκολα διαθέσιμη είτε σε ολόκληρο το γυναικείο φύλο». Πράγματι, η Βιόλα τον είχε ακούσει παλαιότερα μισομεθυσμένο να λέει σε μία παρέα: «όλες οι γυναίκες εκτός από τη μάνα μου είναι πόρνες».

Το βιολοντσέλο πάλι ήταν ιδιαιτέρως αυταρχικό, ήθελε όλα τα όργανα να είναι κουρδισμένα στον τόνο που επέβαλλε εκείνο και δεν άφηνε κανένα περιθώριο για άλλες απόψεις. Επίσης, και οι τρεις τους μισούσαν τους ξένους και γενικά καθετί το διαφορετικό. Φήμες λένε ότι όταν ένας παχουλός, πλην τίμιος Μπαγλαμάς πρότεινε στους αγαπητούς μας κυρίους συνεργασία, έλαβε την υποτιμητική απάντηση: «που πας έτσι ρε Μπαγλαμά;». Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Σαξόφωνο. Ζούσε χρόνια στην Χώρα των Εγχόρδων και θεωρούνταν εκπληκτικός δεξιοτέχνης, ωστόσο αποκλείστηκε από την κρατική ορχήστρα μόνο και μόνο επειδή ήταν πνευστό. «Μα, δεν έχει σημασία, αν είσαι κρουστό, έγχορδο ή πνευστό, είμαστε όλοι όργανα», μουρμούρισε η Βιόλα, καθώς διέσχιζε τον μακρύ διάδρομο για την έξοδο. Τότε, της ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Όργουελ: «Όλα τα όργανα είναι ίσα, αλλά μερικά όργανα είναι πιο ίσα από άλλα. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην κοινωνία μας», αναλογίστηκε και ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα στήθη της.

Ήταν ακόμη χαμένη στις σκέψεις της, όταν αντίκρισε πάλι την πύλη του κτιρίου. Αυτήν την φορά αντί για το «Η δουλειά φέρνει την ελευθερία» η Βιόλα έβλεπε κάτι διαφορετικό, που δεν μπορούσαν να δουν οι υπόλοιποι. «ΠΑΡΑ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΙΝ ΟΠΟΥ ΕΡΑ ΤΙΣ», δηλαδή να πηγαίνει κανείς εκεί που αγαπά. Αυτό θα πει ελευθερία. Και ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που έλαμψε κάτι μέσα της και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Δε θα άφηνε αυτό το σάπιο σύστημα να αφομοιώσει ούτε εκείνη ούτε οποιοδήποτε άλλο όργανο. Τέρμα πια οι διακρίσεις, οι προκαταλήψεις, το μίσος, ο φόβος και οι γκρεμισμένες αυτοεικόνες. Έπρεπε να αγωνιστεί για αυτό, να παλέψει με το δικό της τρόπο, από τη θέση της και να το διαδώσει. Θα οργάνωνε διαμαρτυρίες και πορείες με ξεκούρδιστα όργανα, θα έφτιαχνε μουσικά σύνολα στα οποία θα συμπεριλάμβανε όργανα με ειδικές ικανότητες, όπως μια ταλαντούχα Κιθάρα που είχε χάσει σε ατύχημα τη ΛΑ χορδή της, θα ταξίδευε για πρώτη φορά σε διαφορετικές χώρες, όπως των Πνευστών, των Κρουστών και άλλες πολλές, προκειμένου να γνωρίσει άλλους πολιτισμούς, θα… θα… θα…

Πλησίστιος