Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το δουλοκτητικό σύστημα σε Ελλάδα και Ρώμη — Οι ελεύθεροι πολίτες (Δ’ Μέρος)

Της Ανα­στα­σί­ας Αβρα­μί­δου* //

Οι ελεύθεροι πολίτες: 

Στην κλα­σι­κή Αθή­να υπο­λο­γί­ζο­νται στους 40.000. Μετά το 451 π.Χ. με νόμο του Εφιάλ­τη (ο οποί­ος αργό­τε­ρα δολο­φο­νή­θη­κε από τους πολι­τι­κούς του αντι­πά­λους) και του Περι­κλή μπο­ρούν να απο­κτή­σουν αυτή την ιδιό­τη­τα μόνο όσοι ήταν γνή­σιοι Αθη­ναί­οι από μάνα και πατέ­ρα. Είναι οι μόνοι που μπο­ρούν να κατέ­χουν γη και έχουν πολι­τι­κά δικαιώ­μα­τα. Γι’ αυτό είναι και οι μόνοι που μπο­ρούν να μπουν στο οριο­θε­τη­μέ­νο δυτι­κό κομ­μά­τι της αρχαί­ας Αγο­ράς, εκεί που βρί­σκο­νταν τα δημό­σια κτί­ρια της πόλης. Οι παρα­βά­τες τιμω­ρού­νταν. Από αυτούς εκλέ­γο­νται ή κλη­ρώ­νο­νται όσοι θα ασκή­σουν ένα αξί­ω­μα της πόλης. Η πολι­τι­κή, η ενα­σχό­λη­ση με τα κοι­νά, είναι ευκταία σε αντί­θε­ση με τους ιδιώ­τες που δεν χαί­ρουν εκτί­μη­σης. Αν υπο­λο­γί­σει κανείς, ωστό­σο,  ότι για πολύ σοβα­ρά ζητή­μα­τα της πόλης –κήρυ­ξη πολέ­μου, οστρα­κι­σμός- αρκού­σαν 6.000 εκκλη­σια­στές, και ότι από τα χρό­νια του Πελο­πον­νη­σια­κού πολέ­μου προ­βλέ­πο­νταν και χρη­μα­τι­κή απο­ζη­μί­ω­ση για τη συμ­με­το­χή στην Εκκλη­σία του Δήμου, κατα­λα­βαί­νου­με ότι τα κοι­νά ενδιέ­φε­ραν εκ των πραγ­μά­των κυρί­ως τα ανώ­τε­ρα στρώ­μα­τα, τον αστι­κό πλη­θυ­σμό και τους πολύ ενερ­γούς πολί­τες. Έτσι εξη­γεί­ται για­τί οι δημό­σιοι δού­λοι-αστυ­νό­μοι κύκλω­ναν μέσα σε ένα σκοι­νί αλειμ­μέ­νο με μίνιο όσους βρί­σκο­νταν στην αγο­ρά για να τους οδη­γή­σουν στην Πνύ­κα. Και ήταν ατι­μω­τι­κό να έχεις το κοκ­κι­νά­δι στα ρού­χα σου. Για τους πολί­τες που ζού­σαν εκτός άστε­ως, από τις Ελευ­θε­ρές έως το Σού­νιο και τον Ραμνού­ντα έως την Ελευ­σί­να, ήταν δύσκο­λο να μετα­κι­νη­θούν του­λά­χι­στον σαρά­ντα φορές το χρό­νο, όσες περί­που και οι συνε­δριά­σεις της Εκκλη­σί­ας του Δήμου. Οι ανώ­τε­ρες κοι­νω­νι­κές τάξεις των γαιο­κτη­μό­νων, ο πλού­τος της γης, που κρα­τού­σε τα δικαιώ­μα­τα από τη γενιά, και ο νεό­τε­ρος πλού­τος, του εμπο­ρί­ου και της βιο­τε­χνί­ας, που κατεί­χε τον κινη­τό πλού­το, ο αστι­κός πλη­θυ­σμός και οι αργό­σχο­λοι συμ­με­τεί­χαν κυρί­ως στην πολι­τι­κή ζωή.  Αν εξαι­ρέ­σει κανείς τους μικρο­καλ­λιερ­γη­τές, η Αθή­να παρου­σί­α­ζε μια τάση να περιο­ρι­σμού των πολι­τών της από όλα τα επαγ­γέλ­μα­τα, ενώ από την άλλη  η πολι­τι­κή γίνε­ται η συνη­θι­σμέ­νη απα­σχό­λη­ση. Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρω τις εργα­σί­ες στο Ερέ­χθειο, όπου υπο­τί­θε­ται οι ναοί στην Ακρό­πο­λη θα δόξα­ζαν τη την πόλη: μόνο είκο­σι από τους εβδο­μή­ντα έναν εργά­τες και εργο­λά­βους ήταν  πολί­τες. Όλοι οι άλλοι  μέτοι­κοι και δούλοι.

Είναι σημα­ντι­κό να ανα­φέ­ρου­με ότι οι ελεύ­θε­ροι πολί­τες ανα­λαμ­βά­νουν με δικά τους έξο­δα και ανά­λο­γα με την οικο­νο­μι­κή τους κατά­στα­ση να εξο­πλί­ζο­νται, ως οπλί­τες, ψιλοί, ιππείς κ.λπ., για­τί θέλουν να προ­στα­τέ­ψουν τη δημό­σια γη. Αυτή η υπο­χρέ­ω­ση δια­τη­ρή­θη­κε μέχρι και την επο­χή του Αυγού­στου. Μετά προ­σλή­φθη­καν μισθο­φο­ρι­κά σώμα­τα. Άλλω­στε το σημα­ντι­κό­τε­ρο αξί­ω­μα του Στρα­τη­γού, που για πολ­λές θητεί­ες το κατεί­χε ο Περι­κλής, είχε εκπρο­σώ­πους και από τα γένη και από τους εμποροκράτες.

Αυτοί που δού­λευαν για την Αθή­να και πρω­το­στά­τη­σαν στην οικο­νο­μι­κή της ανά­πτυ­ξη ήταν οι δού­λοι και ο ενδιά­με­σος κρί­κος μετα­ξύ ελεύ­θε­ρων και δού­λων, οι μέτοι­κοι. Αυτοί ήταν που με την ακά­μα­τη εργα­σία και επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα έκα­ναν την Αθή­να πανί­σχυ­ρη, χωρίς να διστά­ζουν να ασχο­λη­θούν με οποιο­δή­πο­τε τομέα. Αν και αρχι­κά, όπως και στις άλλες πόλεις της Ελλά­δας, οι ξένοι αντι­με­τω­πί­ζο­νταν με καχυ­πο­ψία, περι­φρό­νη­ση και εκδί­ω­ξη, βλ. Σπάρ­τη και το θεσμό της ξενη­λα­σί­ας, στην Αθή­να σχε­τι­κά γρή­γο­ρα δημιουρ­γή­θη­κε εκεί­νο το θεσμι­κό πλαί­σιο που ευνο­ού­σε την αθρόα εγκα­τά­στα­ση πολ­λών Ελλή­νων, αλλά και πολ­λών ξένων. Τον 5ο αι π.Χ. υπο­λο­γί­ζο­νται στους 20.000. Προ­έρ­χο­νταν από τη Φρυ­γία, την Αίγυ­πτο, τη Φοι­νί­κη και την Αρα­βία. Κατοι­κού­σαν στο άστυ, όπου ανα­πτύσ­σε­ται η εμπο­ρο­βιο­τε­χνι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Απο­κλεί­ο­νταν γι’ αυτούς το δικαί­ω­μα κατο­χής της γης, γι’ αυτό δεν τους εκχω­ρή­θη­κε το δικαί­ω­μα εξό­ρυ­ξης στα μεταλ­λεία του Λαυ­ρί­ου. Κάτι τέτοιο προ­ϋ­πο­θέ­τει κατο­χή γης. Στα­δια­κά απέ­κτη­σαν το δικαί­ω­μα κατο­χής του κτι­ρί­ου της βιο­τε­χνί­ας τους μαζί με την κατοι­κία τους. Εξαί­ρε­ση εργο­λα­βι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας στο Λαύ­ριο απέ­κτη­σαν λίγοι, όπως ο Σωσί­ας από τη Θρά­κη που είχε εκεί χίλιους δού­λους. Δεν είχαν πολι­τι­κά δικαιώ­μα­τα και πλή­ρω­ναν έναν συμ­βο­λι­κό φόρο, 12 δρχ. οι άνδρες και 6 δρχ. οι γυναί­κες, όταν το μερο­κά­μα­το ήταν 2 δρχ. Ανα­λάμ­βα­ναν σχε­δόν όλες τις λει­τουρ­γί­ες της πόλης (φορο­λό­γη­ση σε είδος των πλού­σιων της Αθή­νας) εκτός από την τρι­η­ραρ­χία, για­τί ο τρι­ή­ραρ­χος κυβερ­νού­σε το πλοίο και κατα­λα­βαί­νε­τε ότι δε θα άφη­ναν τα πολε­μι­κά πράγ­μα­τα στα χέρια ξένων. Επί­σης στρα­τεύ­ο­νταν ως βοη­θη­τι­κά σώμα­τα, ως οπλί­τες ή ως κωπη­λά­τες. Η οικο­νο­μι­κή ζωή της πόλης, και όχι μόνο στην Αθή­να, βρί­σκε­ται στα χέρια τους, καθώς και σε χέρια απε­λεύ­θε­ρων δού­λων. Αυτή, σύμ­φω­να με το Μαρξ, ήταν και η βαθύ­τε­ρη αιτία που δεν πολι­το­γρα­φή­θη­καν πλή­ρως, για­τί θεω­ρή­θη­καν επι­κίν­δυ­νοι για την πόλη. Σπά­νιες εξαι­ρέ­σεις είχα­με σε μετοί­κους που για την προ­σφο­ρά τους στην πόλη τους δόθη­κε το δικαί­ω­μα του πολί­τη. Τέτοια περί­πτω­ση απο­τε­λεί ο  Λυσί­ας, ο γιος του Συρα­κού­σιου μέτοι­κου Κέφα­λου, που απα­σχο­λού­σε εκα­το­ντά­δες δού­λους στην παρα­γω­γή ασπί­δων. Για τον Κέφα­λο ως και ο Πλά­τω­νας στην Πολι­τεία του μιλά­ει επαι­νε­τι­κά. Του Λυσία λοι­πόν του δόθη­κε ο τίτλος του πολί­τη, όταν συνέ­βα­λε στην απο­κα­τά­στα­ση της Δημο­κρα­τί­ας το 403 π.Χ.

Διά­ση­μοι μέτοι­κοι στην Αθή­να: Αρι­στο­τέ­λης, ο Θάσιος ζωγρά­φος Πολύ­γνω­τος, ο Ιππο­κρά­της, οι σοφι­στές, ο Ιππό­δα­μος, κ.ά.

Αντί­στοι­χοι των μετοί­κων της Αθή­νας ήταν οι περί­οι­κοι στη Σπάρτη.

Οι δούλοι στην Αθήνα

Οι δού­λοι προ­έρ­χο­νται από τέσ­σε­ρις  πηγές: τον πόλε­μο, την πει­ρα­τεία τη γέν­νη­ση (στην αρχ. Ελλά­δα παρέ­με­νες στην τάξη που γεν­νή­θη­κες) και μετά από μια κατα­δι­κα­στι­κή από­φα­ση, κυρί­ως για χρέη. Συχνό φαι­νό­με­νο ήταν και η έκθε­ση των βρε­φών, παι­διών των δού­λων, για­τί ο κύριος δεν ανα­λάμ­βα­νε το μεγά­λο κόστος ανα­τρο­φής. Αυτά τα βρέ­φη στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση κατέ­λη­γαν δού­λοι (σπά­νια υιο­θε­τού­νταν από άτε­κνα ζευγάρια).

Λει­τουρ­γού­σε ένα πολύ κερ­δο­φό­ρο δίκτυο δου­λε­μπό­ρων που ορμού­σε μετά από έναν πόλε­μο, κυρί­ως σε βαρ­βα­ρι­κές χώρες.  Κέντρα δου­λε­μπο­ρί­ου ήταν η Χίος, η Έφε­σος, το Βυζά­ντιο, η Θεσ­σα­λία, η Ρόδος, η Δήλος στα ρωμαϊ­κά χρό­νια κ.ά. Στην Αθή­να γίνο­νταν σκλα­βο­πά­ζα­ρα κάθε μήνα στην Αρχαία Αγο­ρά και μια φορά το χρό­νο στο Σού­νιο που γει­τό­νευε με τα μεταλ­λεία του Λαυρίου.

Η ανα­γκαιό­τη­τα και η νομι­μό­τη­τα της δου­λεί­ας καθο­ρί­ζουν τη νομι­κή του κατά­στα­ση. Ο  δού­λος είναι έμψυ­χο όργα­νο, δεν έχει προ­σω­πι­κό­τη­τα, δεν έχει όνο­μα πραγ­μα­τι­κά δικό του, αλλά αυτό που του δίνε­ται, δεν δια­θέ­τει το σώμα του και απέ­να­ντι στη δικαιο­σύ­νη δεν έχει καμία υπό­στα­ση χωρίς τον κύριό του. Οποια­δή­πο­τε αγα­θά απο­λαμ­βά­νει είναι ανά πάσα στιγ­μή ανα­κλη­τά. Στο δικα­στή­ριο μαστι­γώ­νε­ται για να ομο­λο­γή­σει.  Για τον Αρι­στο­τέ­λη είναι «όργα­νο», για τον Πλά­των «κτή­νος», για­τί  η φιλο­σο­φία δεν επι­ζη­τού­σε βελ­τί­ω­ση της θέσης τους. Ένας δού­λος δεν μπο­ρού­σε να ασκη­θεί στην παλαί­στρα. Στην Αθή­να απο­τε­λού­σαν περιου­σία του αφέ­ντη τους (ή του κρά­τους), που μπο­ρού­σε να τους μετα­χει­ρι­στεί όπως έκρι­νε σωστό. Μπο­ρού­σε να τους δώσει, που­λή­σει, νοι­κιά­σει ή κλη­ρο­δο­τή­σει. Ένας δού­λος μπο­ρού­σε να παντρευ­τεί και να απο­κτή­σει παι­διά, αλλά μια τέτοια οικο­γέ­νεια δεν ήταν ανα­γνω­ρι­σμέ­νη από την πολι­τεία, και ο κύριός τους μπο­ρού­σε να σκορ­πί­σει τα μέλη της αν ήθε­λε. Οι δού­λοι είχαν ελά­χι­στα δικαιώ­μα­τα στις δίκες και πάντα αντι­προ­σω­πεύ­ο­νταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περι­στά­σεις. Κάποιο παρά­πτω­μα που θα τιμω­ρού­ταν με πρό­στι­μο για έναν ελεύ­θε­ρο πολί­τη, για κάποιο δού­λο θα σήμαι­νε μαστί­γω­μα. Η ανα­λο­γία φαί­νε­ται πως ήταν ένα χτύ­πη­μα ανά δραχ­μή. Με μικρο­ε­ξαι­ρέ­σεις η κατά­θε­ση ενός δού­λου δεν είχε νομι­κή ισχύ εκτός κι αν ήταν απόρ­ροια βασα­νι­στη­ρί­ων. Οι δού­λοι βασα­νί­ζο­νταν σε διά­φο­ρες περι­στά­σεις κατά τη διάρ­κεια κάποιας δίκης, αντί του κυρί­ου τους.  Παρό­λα αυτά, ειδι­κά στην Αθή­να, αλλά και γενι­κό­τε­ρα στην Ελλά­δα εν συγκρί­σει με τη Ρώμη, μπο­ρού­με να μιλή­σου­με για μια σχε­τι­κή φιλαν­θρω­πία ένα­ντι των δού­λων. Για παρά­δειγ­μα είναι θεσμός της πόλης τα λεγό­με­να άσυ­λα, όπως ο βωμός των δώδε­κα θεών στην Αγο­ρά, όπου ο δού­λος αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως άνθρω­πος. Η Αθή­να επί­σης διέ­θε­τε ένα νόμο που καθι­στού­σε απα­γο­ρευ­τι­κό το χτύ­πη­μα ενός δού­λου: αν κάποιος βιαιο­πρα­γού­σε κατά κάποιου που έμοια­ζε με δού­λο, κιν­δύ­νευε να χτυ­πή­σει κάποιον πολί­τη, καθώς πολ­λοί από αυτούς δεν ντύ­νο­νταν και πολύ καλύ­τε­ρα. Και η Εκά­βη του Ευρι­πί­δη λέει για την Αθή­να: «σε σας ο ελεύ­θε­ρος άνθρω­πος και ο δού­λος προ­στα­τεύ­ο­νται παρό­μοια από τους νόμους για την ανθρω­πο­κτο­νία». Η φιλαν­θρω­πία που ανα­φέρ­θη­κε παρα­πά­νω δεν έχει να κάνει τόσο με το νόμο όσο με τις ανθρώ­πι­νες, τις ιδιω­τι­κές σχέ­σεις. Ο δού­λος που έμπαι­νε στο σπί­τι μυού­νταν στην οικια­κή λατρεία. Η   οικο­δέ­σποι­να τον  έραι­νε με ξερά σύκα, καρύ­δια και σπό­ρους, ώστε να γίνει και αυτός απο­δε­κτός στη θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα που απο­τε­λεί ο οίκος. Οι δού­λοι λάμ­βα­ναν μέρος στις περισ­σό­τε­ρες πολι­τι­κές και οικο­γε­νεια­κές τελε­τές. Λάμ­βα­ναν μάλι­στα πρό­σκλη­ση συμ­με­το­χής στο δεί­πνο για τις Χοές, κατά τη δεύ­τε­ρη μέρα των Ανθε­στη­ρί­ων ενώ επι­τρε­πό­ταν να λάβουν πρό­σκλη­ση στα Ελευ­σί­νια Μυστήρια.

Χτυ­πη­τή εξαί­ρε­ση απο­τε­λούν όσοι δού­λευαν εξο­ντω­τι­κά στα μεταλ­λεία του Λαυ­ρί­ου, γι’ αυτό και οι μονα­δι­κοί στην Αττι­κή που εξε­γεί­ρο­νταν.  Π.χ. όταν μπή­καν οι Σπαρ­τιά­τες  στην Αττι­κή στη διάρ­κεια του Πελ/κού Πολέ­μου  λιπο­τά­κτη­σαν 20.000 μαζικά.

Ένας μέσος Αθη­ναί­ος δια­θέ­τει από 3–12 δού­λους. Οι πλού­σιοι Αθη­ναί­οι περισ­σό­τε­ρους, μέχρι και 1000, αλλά ποτέ δεν έφτα­σαν στη επι­δει­κτι­κή σπα­τά­λη που επι­δεί­κνυαν οι Ρωμαί­οι στις βίλες τους. Αντί­θε­τα για τους φτω­χούς γεωρ­γούς που δεν άντε­χαν τη συντή­ρη­ση ενός δού­λου έλε­γε ο Αρι­στο­τέ­λης: «στους φτω­χούς το βόδι επέ­χει θέση δού­λου». Ο αριθ­μός τους για την Αθή­να ποι­κί­λει: από 600.000 έως το διπλά­σιο αριθ­μό των ελεύ­θε­ρων. Για να δού­με κάποιες εργα­σί­ες των δού­λων πέρα από τους απάν­θρω­πα εργα­ζό­με­νους στο Λαύ­ριο. Ήταν οι δού­λοι στα σπί­τια, κυρί­ως γυναί­κες, που ασχο­λού­νταν με τα πάντα κάτω από τις εντο­λές της κυράς, οι παι­δα­γω­γοί-δού­λοι, οι παλ­λα­κί­δες, οι ιερό­δου­λες,( ο Σόλω­νας σε νόμο του προ­έ­βλε­πε ότι τα πρώ­τα πορ­νο­στά­σια θα στε­λε­χώ­νο­νταν με δού­λες),  οι ειδι­κευ­μέ­νοι σε σχο­λές μαγεί­ρων για τα πλού­σια γεύ­μα­τα των πλου­σί­ων (να  πού­με ότι ποτέ δεν έφτα­σαν στην υπερ­βο­λή των Ρωμαί­ων), οι ενοι­κια­ζό­με­νοι δού­λοι στα κτή­μα­τα, οι «χωρίς οικού­ντες», που ζού­σαν ξέχω­ρα από τον κύριό τους και του έδι­ναν ένα καθο­ρι­σμέ­νο ποσό από τις εργα­σί­ες τους ως  τεχνί­τες, έμπο­ροι και αργυ­ρα­μοι­βοί, οι δού­λοι στα ιερά και οι δημό­σιοι. Η θέση των τελευ­ταί­ων ήταν ιδιαί­τε­ρα προ­νο­μιού­χα και συνή­θως δου­λεύ­α­νε ένα­ντι αμοι­βής. Πρό­κει­ται για τους Σκύ­θες τοξό­τες και αστυ­νο­μι­κούς, τους ραβδού­χους  στα θέα­τρα, τους κήρυ­κες, τους αγο­ρα­νό­μους, τους γρα­φείς, τους δήμιοι, κ.τ.λ. Ορι­σμέ­νοι  κατορ­θώ­νουν να γίνουν απε­λεύ­θε­ροι είτε με εξα­γο­ρά είτε μετά από ιδιαί­τε­ρες υπη­ρε­σί­ες. Στους Δελ­φούς υπάρ­χει ένας ανα­λημ­μα­τι­κός τοί­χος με 800 ψηφί­σμα­τα απε­λευ­θε­ρώ­σε­ων δού­λων (3ος-2ος αι. π.Χ.)

Οι μόνοι που αμφι­σβή­τη­σαν τη δου­λεία στην αρχαιό­τη­τα ήταν οι σοφι­στές και οι κυνι­κοί φινό­σο­φοι. Ο Αλκι­δά­μας,  (4ος αι. π.Χ.) ρήτο­ρας και σοφι­στής από την Ελαία της Μικράς Ασί­ας και  μαθη­τής του Γορ­γία, έλε­γε: «Ο Θεός μας δημιούρ­γη­σε ελεύ­θε­ρους, η φύση δεν κάνει δούλους».

Τι είδους τάξη είναι οι δούλοι; 

Ο Λεκα­τσάς δεν τους χαρα­κτη­ρί­ζει καν ως τάξη (σ. 11), για­τί δεν προ­ήλ­θαν από μια προη­γού­με­νη οργα­νι­κή κοι­νω­νι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση, σε αντί­θε­ση π.χ. με τους είλω­τες. Ο Παπα­ρή­γας τους ορί­ζει ως κάτι μετα­ξύ ανθρώ­πι­νου κοπα­διού και κοι­νω­νι­κής τάξης. Πρό­κει­ται για λογής έθνη, γλώσ­σες, πίστεις, αντι­λή­ψεις και θρη­σκεί­ες. Και ενώ απο­τε­λούν το μεγα­λύ­τε­ρο όγκο του πλη­θυ­σμού, η ανο­μοιο­γέ­νειά τους, η απει­ρία τους σε ζητή­μα­τα πολέ­μου, σε ζητή­μα­τα συντο­νι­σμού και συνεν­νό­η­σης, η μη συνει­δη­το­ποί­η­ση από πλευ­ράς τους ότι είναι τάξη ξεχω­ρι­στή, καθώς και η πολι­τι­κή απει­ρία τους ένα­ντι του ελεύ­θε­ρου πολί­τη, συνέ­βα­λαν στο να μην έχου­με πολ­λά κινή­μα­τα και εξε­γέρ­σεις. Στις σπά­νιες περι­πτώ­σεις εξε­γεί­ρο­νται, αυτό συμ­βαί­νει  για­τί υπάρ­χει συγκέ­ντρω­σή τους σε ένα μέρος, π.χ. οι δού­λοι του Λαυ­ρί­ου που συνω­στί­ζο­νταν κατά χιλιά­δες στα ορυ­χεία ή στη ρωμαϊ­κή Ιτα­λία που η αγρο­τι­κή της ανά­πτυ­ξη απαι­τεί πλή­θος συγκε­ντρω­μέ­νων δού­λων. Και συνή­θως εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν τις συγκυ­ρί­ες για να ξεσηκωθούν.

 

 

* Μέλος του ΔΣ της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Φιλολόγων

Το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα σε Ελλά­δα και Ρώμη (Α’ Μέρος)

Το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα σε Ελλά­δα και Ρώμη – Φυλε­τι­κό κρά­τος (Β’ Μέρος)

Το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα σε Ελλά­δα και Ρώμη – Πόλη- κρά­τος (Γ’ Μέρος)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο