Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έλα… Μονή στον τόπο σου (Λαμίας)

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Η μακριά και αδη­φά­γα κου­τά­λα της μητρό­πο­λης Λαμί­ας φτά­νει στο… Περιστέρι!

Η Μονή με τα μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­να μισό­ζωα… κορά­κια με τα γαμ­ψά νύχια και τις μεγά­λες τσέ­πες, ανή­κει στη μητρό­πο­λη Λαμί­ας. Η μητρό­πο­λη Λαμί­ας είναι στη… Λαμία Φθιώ­τι­δας. Καμία σχέ­ση με την Πετρού­πο­λη και το Περι­στέ­ρι που βρί­σκο­νται πάνω από 200 χιλιό­με­τρα νοτιό­τε­ρα της Λαμί­ας. Κι όμως, η μακριά, αναί­σχυ­ντη και αδη­φά­γα αρπά­γη του παραρ­τή­μα­τος του σκο­τει­νού, πανί­σχυ­ρου, πάμπλου­του και εγκλη­μα­τι­κού οργα­νι­σμού φτά­νει μέχρι τους πρό­πο­δες του Ποι­κί­λου όρους. Μεγά­λο μέρος του οποί­ου διεκ­δι­κεί ανε­ρυ­θριά­στως, αναι­σχύ­ντως, ασυ­στό­λως και φυσι­κά παρά­νο­μα η μητρό­πο­λη Λαμί­ας, έχο­ντας της… μονής της τον χαβά. Της οποί­ας οι ορέ­ξεις δεν εξα­ντλού­νται εκεί. Διεκ­δι­κεί και χιλιά­δες στρέμ­μα­τα από τους δήμους Πετρού­πο­λης και Περι­στε­ρί­ου, δεκά­δες πλα­τεί­ες, παι­δι­κές χαρές, κτί­ρια και πολυκατοικίες.

Κι όλα αυτά, με τη «συν­δρο­μή» των αστι­κών κυβερ­νή­σε­ων – στα συμ­φέ­ρο­ντα των οποί­ων παρα­σι­τεί και στη­ρί­ζε­ται η Εκκλη­σία ΑΕ, που έχουν μετα­τρέ­ψει τη γη σε εμπό­ρευ­μα και απο­χα­ρα­κτη­ρί­ζουν, σωρη­δόν, δημό­σιες εκτά­σεις πρα­σί­νου και αρχαιο­λο­γι­κών χώρων. Και με την ευθύ­νη της δημο­τι­κής αρχής του «μορ­φο­νιού» δήμαρ­χου της ΝΔ Παχα­του­ρί­δη, που σπέρ­νει στο Περι­στέ­ρι λάμπες απεί­ρου κάλους, αλλά απο­χα­ρα­κτη­ρί­ζει ελεύ­θε­ρους χώρους που ο περι­στε­ριώ­τι­κος λαός έχει κατα­κτή­σει με αγώ­νες, απο­δέ­χε­ται την κατα­πά­τη­ση εκτά­σε­ων στο βου­νό και αγο­ρά­ζει ακί­νη­τα από τους κατα­πα­τη­τές (!!!) νομι­μο­ποιώ­ντας τους, ζημιώ­νο­ντας τον λαό της πόλης.

Οι οικεί­ες μητρο­πό­λεις, φυσι­κά, σιγούν. Η Περι­στε­ρί­ου είναι απα­σχο­λη­μέ­νη με το να μετρά ακό­μη τα ακί­νη­τα και τις κατα­θέ­σεις εκα­τομ­μυ­ρί­ων του προη­γού­με­νου μητρο­πο­λί­τη που… δει­νο­σαυ­ρο­θη­σαύ­ρι­σε 41 χρό­νια στον θρό­νο του, μέχρι να πάει, επί τέλους, προς… θεού του. Την αυτήν σιγή ιχθύ­ος (σεση­πό­τος) τηρεί και η… εταί­ρα μητρό­πο­λη, Ιλί­ου-Αχαρ­νών και Πετρου­πό­λε­ως, στους κόλ­πους της οποί­ας λει­τουρ­γεί ο περι­βό­η­τος, κατα­δι­κα­σθείς και υπό­δι­κος ακό­μη του παρα­δι­κα­στι­κού κυκλώ­μα­τος, Ιάκω­βος Γιο­σά­κης. Της οποί­ας ο μητρο­πο­λί­της δηλώ­νει πως: «Έχω την εντύ­πω­ση, ότι το θέμα της εκκλη­σια­στι­κής περιου­σί­ας είναι πάντο­τε ένα άλλο­θι, για να παρα­βλε­φθεί το ζήτη­μα της χρή­σε­ως, νομής και αξιο­ποι­ή­σε­ως της τερα­στί­ας κρα­τι­κής περιου­σί­ας, που παρα­μέ­νει ανα­ξιο­ποί­η­τη ή που δεν αξιο­ποιεί­ται σωστά. Ας αξιο­ποι­η­θεί λοι­πόν, πρώ­τα κατά τον καλύ­τε­ρο τρό­πο η κρα­τι­κή περιου­σία και να δοθεί η ελευ­θε­ρία στην Εκκλη­σία να αξιο­ποι­ή­σει την δική της, όπως πρέ­πει. Η Εκκλη­σία γνω­ρί­ζει πολύ καλά, με ποιόν τρό­πο θα αξιο­ποι­ή­σει την περιου­σία της, διό­τι οι ανά­γκες της είναι πολύ μεγάλες».

Έτσι, η Εκκλη­σία ΑΕ – παράρ­τη­μα της παγκό­σμιας Θεού ΑΕ, που ξέρει πώς να εκμε­ταλ­λευ­τεί την περιου­σία της, προ­σπα­θεί να ελα­φρύ­νει τον λαό από την δημό­σια περιου­σία που το κρά­τος αφή­νει ανεκ­με­τάλ­λευ­τη, αλλά και από την ιδιω­τι­κή, ώστε να μην επι­βα­ρύ­νε­ται με τον ΕΝΦΙΑ το δύσμοι­ρο ποί­μνιο. Όπως έπρα­ξε ο μητρο­πο­λί­της Δημη­τριά­δος (Βόλου), που πού­λη­σε μπό­λι­κη δασι­κή έκτα­ση του δημο­σί­ου και απέ­κτη­σε πολυ­τε­λές «ησυ­χα­στή­ριο» μερι­κών δωματίων.

Το 1930, ο μεγά­λος μας ποι­η­τής Κώστας Βάρ­να­λης έγρα­φε γι’ αυτούς:

«Σαρά­ντα σβέρ­κοι βοδι­νοί με λαδω­μέ­νες μπούκλες
σκε­μπέ­δες στα­βρο­θό­λω­τοι και βρώ­μιες ποδαρούκλες
ξετσί­πω­τοι ακα­μά­τη­δες, τσι­μπού­ρια και κορέοι
ντυ­μέ­νοι στα μαλά­μα­τα κι επί­ση­μοι κι ωραίοι…»

Σήμε­ρα, σχε­δόν εκα­τό χρό­νια μετά, αυτοί οι «ξετσί­πω­τοι ακα­μά­τη­δες, τσι­μπού­ρια και κορέ­οι» έχουν αυγα­τί­σει σε πάνω από ογδό­ντα, είναι… ξετσι­πώ­τε­ροι, και παρα­μέ­νουν το ίδιο «σβέρ­κοι βοδι­νοί, σκε­μπέ­δες στα­βρο­θό­λω­τοι και βρώ­μιες ποδα­ρού­κλες». Και τους έχου­με ακό­μη στην πλά­τη μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο