Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δήμητρα Παπαδοπούλου, μαντάμ Μποβαρύ κι ένας πάκος από… καθοδηγητές.

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

“Ξεφυλ­λί­ζο­ντας” το Google, έπε­σα στο Bovary.gr. Η Madame Bovary είναι το αρι­στούρ­γη­μα του Gustave Flaubert. Έχου­με και το σύν­δρο­μο Μπο­βα­ρύ, καθώς και τον μποβαρισμό.

Καμία σχέ­ση το σάιτ με τον Φλω­μπέρ. Ομο­λο­γώ πως δεν συνέ­λα­βα ακρι­βώς την ταυ­τό­τη­τά του. Λίγο τι προ­στά­ζει ο Dior για τις βλε­φα­ρί­δες, τα φίνα γαλ­λι­κά εσώ­ρου­χα Eres (αυτό να το ψάξω λίγο για­τί χρω­στάω δώρο), άλλα εσώ­ρου­χα της Viktoria’s Secret, κάτι από Τζού­λια Ρόμπερτς και Όπρα Γουίν­φρεϊ, 5 αντι­φλεγ­μο­νώ­δεις τρο­φές και άλλα τέτοια.

Και μια εκτε­τα­μέ­νη συνέ­ντευ­ξη της Δήμη­τρας Παπα­δο­πού­λου. Να ξεκα­θα­ρί­σω κάτι απ’ την αρχή: Την Κα Παπα­δο­πού­λου την “πάω”. Μου αρέ­σει ως ηθο­ποιός, ως κει­με­νο­γρά­φος, ως σκη­νο­θέ­της. Έχω παρα­κο­λου­θή­σει σχε­δόν όλες τις δου­λειές της και με τις τρεις ιδιό­τη­τες. Ακό­μη και σήμε­ρα, αρκε­τές φορές, κοι­μά­μαι με επει­σό­δια από το «Σ’ αγαπώ‑μ’ αγα­πάς». Η γρα­φή της Δήμη­τρας σε προϊ­δε­ά­ζει, πως λίγο πριν γρά­ψει κάτι, ήταν κρυμ­μέ­νη κάπου στο σπί­τι σου κι ανα­δει­κνύ­ει, απο­τυ­πώ­νει και σχο­λιά­ζει έξο­χα και με έξυ­πνο χιού­μορ την δική σου καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Και μιας, καθώς λέει στη συνέ­ντευ­ξη, ξεκί­νη­σε να γρά­φει στο μάθη­μα με την «Ιθά­κη» του Καβά­φη, κατά­φε­ρε με την πολύ­πλευ­ρη δου­λειά της να βρί­σκει «και­νούρ­γιους τόπους και άλλες θάλασ­σες». Δεν φοβή­θη­κε «τους Λαι­στρυ­γό­νας και τους Κύκλω­πας», επι­σκέ­φθη­κε «λιμέ­νας πρω­τοει­δω­μέ­νους» κι «εμπο­ρεία Φοι­νι­κι­κά» κι από­κτη­σε – και πρό­σφε­ρε «καλές πραγ­μά­τειες», «σεντέ­φια και κορά­λια, κεχρι­μπά­ρια κ’ έβενους».

Και την ζωή της κι είναι σπου­δαίο αυτό, δεν την εξευ­τε­λί­ζει «μες στην πολ­λή συνά­φεια του κόσμου, μες στες πολ­λές κινή­σεις κι ομι­λί­ες», δεν την εκθέ­τει «στων σχέ­σε­ων και των συνα­να­στρο­φών την καθη­με­ρι­νήν ανοη­σία, ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική».

Δια­βά­ζο­ντας από­λαυ­σα, λοι­πόν, την συνέ­ντευ­ξη (την οποία και συνι­στώ), από όπου ανα­δει­κνύ­ε­ται ένας σοβα­ρός, ικα­νός, έξυ­πνος και με χιού­μορ, αντι­συμ­βα­τι­κός άνθρω­πος. Ωστό­σο είχα απο­ρί­ες σε τρία σημεία:

«Θυμά­μαι, όταν είχε βρει ένα πάκο Καθο­δη­γη­τές της ΚΝΕ στο δωμά­τιό μου, τους οποί­ους έπρε­πε να που­λή­σω — αλλά ντρε­πό­μουν να βαράω τις πόρ­τες και να λέω πάρ­τε, με ρώτη­σε τι κάνω, τι ψάχνω. Και του είπα ότι θέλω να αλλά­ξω τον κόσμο».

Για να λέμε την αλή­θεια, εδώ μπερ­δεύ­τη­κα πλή­ρως. Τι κάνα­νε ένας πάκος καθο­δη­γη­τές στο δωμά­τιο της Δήμη­τρας; Πάκος με καθο­δη­γη­τές; Τέτοια μονά­δα μέτρη­σης… καθο­δη­γη­τών, δεν την είχα υπ’ όψιν μου. Η αλή­θεια είναι πως συνα­ντά κανείς στη ζωή του αρκε­τούς καθο­δη­γη­τές. Χρεια­ζού­με­νους και αχρεί­α­στους. Πολ­λοί από δαύ­τους προ­σο­μοιά­ζουν, στην προ­σκόλ­λη­ση και στην επι­μο­νή, με… ασφα­λι­στές. Σε κάθε εκδή­λω­ση και βήμα στη ζωή σου. Φύο­νται παντού. «Κάνε αυτό, αλλά όχι το άλλο», «Κάνε το έτσι κι όχι αλλιώς», «αυτό μην το κάνεις καθό­λου, το άλλο κάνε το λίγο και το τρί­το από­φυ­γέ το». Απα­ντώ­νται σε οποια­δή­πο­τε πτυ­χή της κοι­νω­νί­ας. Και συνή­θως είναι παντα­χού παρό­ντες. Ανά ένας, αλλά και περισ­σό­τε­ροι. Καθο­δη­γη­τές αυτό­κλη­τοι συνή­θως αλλά και εντελ­λό­με­νοι. Περί παντός επι­στη­τού. Καθο­δη­γη­τές για σοβα­ρά ζητή­μα­τα, αλλά και για ψύλ­λου πήδη­μα. Σοβα­ροί, αλλά και «χέσε ψηλά κι αγνά­ντευε». Καθο­δη­γη­τές για την επα­νά­στα­ση (που σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση είναι ανα­γκαί­οι) αλλά και άλλοι για να μην την κάνεις. Χώρια που καθο­δη­γη­τής είναι μια τέχνη. Πρέ­πει να γνω­ρί­ζει, να έχει να πει, αυτό που θα πει να είναι ουσιώ­δες, να κατέ­χει την τέχνη του πως να το πει και πάνω απ’ όλα να πεί­θει. Τέλος πάντων.

Ξέρω κάποιον που έχει από τους καλούς, τους χρεια­ζού­με­νους 5! Τα δύο του παι­διά που όντας στρα­τευ­μέ­να στον ταξι­κό αγώ­να τον ενη­με­ρώ­νουν, του δίνουν κου­πό­νια και προ­σκλή­σεις για διά­φο­ρες συγκε­ντρώ­σεις κι εκδη­λώ­σεις και θεω­ρούν, εν γένει, πως χρή­ζει επι­στα­μέ­νης καθο­δή­γη­σης, ίσως και περί­θαλ­ψης. Έχει και τον καθο­δη­γη­τή της απο­γευ­μα­τι­νής δου­λειάς του. Και τον άλλο της πρω­ι­νής. Κι έναν πέμ­πτο της συνοι­κί­ας του. Παίρ­νει κου­πό­νια απ’ όλους, πλη­ρο­φο­ρεί­ται πεντά­κις καθ’ εκά­στην και τρέ­χει σε πέντε ανα­λύ­σεις. Βάλ­τε τώρα πως, έτσι κι αλλιώς, γνω­ρί­ζο­ντας καλή ανά­γνω­ση ενη­με­ρώ­νε­ται κι από μόνος του, κατα­φέρ­νει να απο­στη­θί­ζει κάθε θέμα. Το εκνευ­ρι­στι­κό, απ’ ότι μου εξο­μο­λο­γεί­ται, είναι όταν παίρ­νουν, εν σει­ρά, τηλέ­φω­νο για κάποια συγκέ­ντρω­ση. Ειδο­ποιεί­ται από πέντε κι άντε να μην πάει. Έλα όμως που καλεί­ται να παρευ­ρε­θεί σε πέντε δια­φο­ρε­τι­κές προ­συ­γκε­ντρώ­σεις ταυ­το­χρό­νως! Τελευ­ταία έχει βρει κόλ­πο να τους αντα­πο­δί­δει το βασα­νι­στή­ριο. Μόλις μαθαί­νει για κάτι ή προ­λα­βαί­νει ο γρη­γο­ρό­τε­ρος καθο­δη­γη­τής, παίρ­νει τους υπό­λοι­πους αυτός και τους… ειδοποιεί.

Για να επα­νέλ­θω όμως, σε δωμά­τιο και μάλι­στα ένα πάκο από καθο­δη­γη­τές, δεν είχα ακού­σει ποτέ. Όσο μεγά­λο και να ‘ναι το δωμά­τιο, πόσοι να μαζευ­τούν; Και για­τί; Και σε… πάκο, τι θα πει;
Άρα, κάτι άλλο συνέ­βαι­νε. Μετά από πολύ­ω­ρη σκέ­ψη κατέ­λη­ξα πως η Δήμη­τρα, ορθώς, ανα­φέρ­θη­κε σε πάκο από «Οδη­γη­τές» αλλά η συνε­ντευ­ξιά­ζου­σα αγνο­ώ­ντας εξ ολο­κλή­ρου τον έναν αλλά και τους περισ­σό­τε­ρους Οδη­γη­τές, κάτι έπια­σε σε …δηγη­τές, ΚΝΕ είναι θα σκέ­φτη­κε, κότσα­ρε το «καθο­δη­γη­τές», που προ­φα­νώς τους φαντά­ζε­ται ως κάτι που πακε­τά­ρε­ται κι ησύχασε.

Πρέ­πει να έγι­νε, περί­που, όπως με τον καπε­τά­νιο και το κου­φό τζί­νι: Απε­λευ­θέ­ρω­σε το τζί­νι ο καπε­τά­νιος κι αυτό του ζήτη­σε να του πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μιαν ευχή. Είπε την ευχή ο καπε­τά­νιος, αλλά κου­φό το τζί­νι – παρά­κου­σε κι έτσι βρέ­θη­κε με… μού­τσο 50 εκατοστά.

Όσο για το ότι ντρε­πό­ταν, το έχω ζήσει κι εγώ. Την πρώ­τη φορά που βγή­κα για Οδη­γη­τή στον Ταύ­ρο — ήταν ’75, είχα τόσο τρακ και συστο­λή που δεν άκου­γα τη φωνή μου. Την όλη κατά­στα­σή μου επι­βά­ρυ­νε το ότι, στη γει­το­νιά που μου έλα­χε, θα χτυ­πού­σα και στην Αργυ­ρού­λα, που ‘ταν ο μεγά­λος μου αλλά — φευ ανι­κα­νο­ποί­η­τος έρω­τας, από την επο­χή του… κατη­χη­τι­κού. Όχι πως ήμουν χρι­στια­νός, αλλά μια που πήγαι­νε αυτή ακο­λού­θη­σα κι εγώ — ματαί­ως όμως.

Δυστυ­χώς, καθώς ετοι­μα­ζό­μουν να μπω στην είσο­δο της πολυ­κα­τοι­κί­ας της Αργυ­ρού­λας φορ­τω­μέ­νος με τους Οδη­γη­τές, τα άγχη μου και τις συστο­λές μου, με στα­μά­τη­σε εκεί­νος ο… συμπα­θής κύριος που με παρα­κο­λου­θού­σε από ώρα κι έφα­γα ένα τρί­ω­ρο στην Ασφά­λεια. Από τότε θύμω­σα και δεν ξανα­ντρά­πη­κα. Μπο­ρώ να πω μάλι­στα, πως η νεο­λαι­ί­στι­κη εφη­με­ρί­δα, στά­θη­κε πραγ­μα­τι­κός οδη­γη­τής στο δρό­μο μου. Αλλά με ξανά­πια­σαν Την επό­με­νη βδο­μά­δα βγή­κα­με για αφι­σο­κόλ­λη­ση κι εγώ φύλα­γα τσί­λιες. Αφαι­ρέ­θη­κα όμως, χαζεύ­ο­ντας κάπου κι όταν μας την έπε­σε το περι­πο­λι­κό, δεν σφύ­ρι­ξα ως όφει­λα. Πάλι μέσα και μετά οι σύντρο­φοι με απέ­φευ­γαν ως «γκα­ντέ­μη».

«Αν αλλά­ξου­με εμείς θα ‘χει και μια ελπί­δα ο κόσμος. Κι αν το κάνει αυτό ο καθέ­νας μας και επα­να­στα­τή­σει απέ­να­ντι στην καθε­στη­κυία τάξη, που μας κρα­τά­ει κάτω, θα μιλού­σα­με για έναν άλλον κόσμο».

Καλά κάνω και τη συμπα­θώ. Αλλα­γή, επα­νά­στα­ση και μάλι­στα απέ­να­ντι στην καθε­στη­κυία τάξη. «Το ‘χει»! Αλλά κατά μόνας! Πώς μπο­ρεί να γίνει αυτό; Θα πηγαί­νου­με με τη σει­ρά σε κάθε εκπρό­σω­πο της αστι­κής τάξης και θα επα­να­στα­τού­με… αρκού­ντως. Και ποιος θα καθο­ρί­ζει τη σει­ρά; Και με τι σει­ρά προ­τε­ραιό­τη­τας; Αν πάμε αλφα­βη­τι­κά άντε να ‘ρθει το «Κ». Μπα! Καλύ­τε­ρα θα ‘ναι να επι­λε­γού­με με μέτρη­ση του ταξι­κού μας μένους. Τότε μάλ­λον θα προη­γη­θώ κατά μερι­κές χιλιά­δες. Αλλά και ποιος και πώς θα το μετρή­σει; Και πώς θ’ αλλά­ξου­με εμείς αν δεν αλλά­ξει αυτό που μας έφτια­ξε τέτοιους, για να μην πω και χει­ρό­τε­ρους; Να θυμη­θώ άμα την γνω­ρί­σω, να την ρωτήσω.

«Από την ΚΝΕ έφυ­γα άρον-άρον. Στα 22 μου ήξε­ρα ότι δεν πάει από εκεί ο δρό­μος και δεν ξανα­πή­γα σε νεολαίες».

Εγώ πάλι, έμει­να. Πέρα­σαν τα χρό­νια και σήμε­ρα – έξι χρό­νια μεγα­λύ­τε­ρος από την Δήμη­τρα (δηλα­δή, πάντα ήμουν έξι χρό­νια μεγα­λύ­τε­ρός της), θεω­ρώ πως αν δεν είχε υπάρ­ξει η ΚΝΕ θα έπρε­πε να την ανα­κα­λύ­ψου­με. Να φαντα­στεί­τε, πως θα ‘πρε­πε όλα τα παι­διά να φοι­τούν σώκλει­στα για ένα διά­στη­μα σ’ αυτήν. Βέβαια μπο­ρεί κάποια να έβγαι­ναν… Λοβέρ­δοι και Κατρού­γκα­λοι, αλλά τα πολ­λά θα σωθούν και που ξέρεις; Μπο­ρεί αργό­τε­ρα να σώσουν και τους υπό­λοι­πους. Το φαντά­ζε­στε ένα εκα­τομ­μύ­ριο Κνί­τες (καλά λέμε και καμιά μ@λ@κί@) με τους γονείς τους — για­τί τότε δεν μπο­ρεί, θ’ ακο­λου­θή­σουν και τα ραμο­λιά οι γονείς, να πάνε στον αστό και να του πουν: Τέρ­μα «φίλε», μέχρι εδώ ήτα­νε, λέμε το κέρ­δος σου να το κάνου­με σχο­λεία, βιβλία, νοσο­κο­μεία, σπί­τια, δρό­μους και πλα­τεί­ες, δου­λειές για όλους και να ‘χου­με και κάτι για τα γερά­μα­τα. Να το κάνου­με και τέχνη, ώστε να μπο­ρεί η Δήμη­τρα να δημιουρ­γεί απρό­σκο­πτα κι όχι εξαρ­τώ­με­νη από κάποιον παρα­γω­γό, έστω κι αν είναι “έξυ­πνος”. Και το κοι­νό, εκπαι­δευ­μέ­νο ως προς το θέα­τρο, να ‘χει το αντί­τι­μο να παρα­κο­λου­θή­σει το έργο.
Δεν θα ‘ναι καλύ­τε­ρα, ρε Δήμη­τρα; Και να ‘σαι κι εσύ μαζί μας!

 

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο