Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Διδυμίδες, τα θεαματικά πεφταστέρια βράδυ 13/2 προς χαράματα της Πέμπτης 14 Δεκεμβρίου

Μια από τις πιο θεα­μα­τι­κές βρο­χές διατ­τό­ντων αστέ­ρων, των Διδυ­μί­δων, θα κορυ­φω­θεί το βρά­δυ της Τετάρ­της 13 Δεκεμ­βρί­ου προς χαρά­μα­τα της Πέμ­πτης 14 Δεκεμ­βρί­ου. Αν και προη­γή­θη­κε η υπερ-παν­σέ­λη­νος στις 3 Δεκεμ­βρί­ου, ο ουρα­νός θα είναι πια αρκε­τά σκο­τει­νός, επι­τρέ­πο­ντας την καλή παρα­τή­ρη­ση του φαινομένου.

Οι Διδυ­μί­δες, που συνή­θως διαρ­κούν από τις 7 έως τις 17 Δεκεμ­βρί­ου, παρά­γουν, μαζί με τις Περ­σεί­δες του Αυγού­στου, τα εντυ­πω­σια­κό­τε­ρα φαι­νό­με­να διατ­τό­ντων μέσα στο έτος, εφό­σον οι κατά τόπους και­ρι­κές συν­θή­κες επι­τρέ­πουν την παρα­τή­ρη­σή τους. Όμως, στην πλειο­νό­τη­τά τους οι έμπει­ροι παρα­τη­ρη­τές μετε­ώ­ρων «ψηφί­ζουν» υπέρ των Διδυμίδων.

Οι Διδυ­μί­δες απο­κα­λού­νται από τους περισ­σό­τε­ρους ο «βασι­λιάς» των διατ­τό­ντων, καθώς μπο­ρούν να «παρά­γουν» 60 έως 120 φωτει­νό­τα­τα μετέ­ω­ρα (πεφτα­στέ­ρια) την ώρα, δηλα­δή ένα έως δύο το λεπτό, σε διά­φο­ρα σημεία στον νυχτε­ρι­νό ουρα­νό και όχι μόνο από μια συγκε­κρι­μέ­νη κατεύ­θυν­ση. Τα συγκε­κρι­μέ­να μετέ­ω­ρα κινού­νται σχε­τι­κά αργά στον ουρα­νό, σε σχέ­ση με άλλες βρο­χές διατ­τό­ντων, με ταχύ­τη­τα περί­που 35 χιλιο­μέ­τρων το δευ­τε­ρό­λε­πτο, πράγ­μα που τα καθι­στά πιο θεα­μα­τι­κά (π.χ. τα μετέ­ω­ρα των Περ­σεί­δων κινού­νται με περί­που διπλά­σια ταχύτητα).

Οι Διδυ­μί­δες έκα­ναν την πρώ­τη εμφά­νι­σή τους το 1862 και έχουν πάρει το όνο­μά τους από τον αστε­ρι­σμό των Διδύ­μων, από όπου φαί­νε­ται να προ­έρ­χο­νται. Αντί­θε­τα με άλλες βρο­χές διατ­τό­ντων, η πηγή τους πιθα­νό­τα­τα δεν είναι η ουρά κάποιου κομή­τη, αλλά ο μυστη­ριώ­δης αστε­ροει­δής «3200 Φαέ­θων», που ανα­κα­λύ­φθη­κε το 1983 από τη NASA και θεω­ρεί­ται πρώ­ην κομή­της που έχα­σε την ουρά του.

Πρό­κει­ται για ένα σκο­τει­νό βρα­χώ­δες αντι­κεί­με­νο, πλά­τους μόνο πέντε χιλιο­μέ­τρων περί­που, το οποίο δεν αφή­νει στο πέρα­σμά του αρκε­τή σκό­νη για να δικαιο­λο­γή­σει με βεβαιό­τη­τα τη δημιουρ­γία των διατ­τό­ντων. Οι επι­στή­μο­νες πιστεύ­ουν ότι τα μετέ­ω­ρα των Διδυ­μί­δων μάλ­λον προ­έρ­χο­νται από μεγά­λες ποσό­τη­τες υλι­κών που εκτι­νά­χθη­καν από τον «3200 Φαέ­θω­να», όταν είχε πλη­σιά­σει πολύ τον Ήλιο.

Ο «Φαέ­θων», μήκους περί­που πέντε χιλιο­μέ­τρων, ακο­λου­θεί μια άκρως ελλει­πτι­κή τρο­χιά, η οποία κάθε σχε­δόν ενά­μι­ση χρό­νο τον φέρ­νει πιο κοντά στον Ήλιο από κάθε άλλο γνω­στό αστε­ροει­δή. Το απο­τέ­λε­σμα είναι ότι, ανά τακτι­κά χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, «καί­γε­ται» από την ηλια­κή ακτι­νο­βο­λία, καθώς η επι­φα­νεια­κή θερ­μο­κρα­σία του φθά­νει τους 700 βαθ­μούς Κελ­σί­ου. Έτσι, παρά­γει νέες εκρο­ές σκό­νης, τις Διδυ­μί­δες, όταν τα μετέ­ω­ρα αυτά εισέρ­χο­νται και καί­γο­νται στην ατμό­σφαι­ρα του πλα­νή­τη μας.

Φέτος μάλι­στα, από σύμ­πτω­ση, ο ίδιος ο «Φαέ­θων» θα περά­σει την Πέμ­πτη πιο κοντά στη Γη από κάθε άλλη φορά στο παρελ­θόν, αν και θα είναι αρκε­τά αχνός για να γίνει ορα­τός με γυμνά μάτια.

Άλλοι επι­στή­μο­νες, πάντως, θεω­ρούν ότι το μυστή­ριο της προ­έ­λευ­σης και δημιουρ­γί­ας των Διδυ­μί­δων δεν έχει ακό­μα λυθεί ορι­στι­κά, καθώς, όπως υπο­στη­ρί­ζουν, η παρα­πά­νω δια­δι­κα­σία δεν μπο­ρεί να εξη­γή­σει τον μεγά­λο αριθ­μό σωμα­τι­δί­ων σκό­νης που πέφτουν στη Γη με την μορ­φή μετεώρων.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο