Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δρόμος θανάτου

Φιλο­ξε­νού­με­νος ο Δημή­τρης Α. Δημη­τριά­δης //

Μέχρι ποιο βαθ­μό μπο­ρεί να προ­σαρ­μό­ζε­ται ο άνθρω­πος μέσα σε εχθρι­κά πλαί­σια, σαν κοι­νω­νι­κό και πνευ­μα­τι­κό ον και βιο­λο­γι­κή οντό­τη­τα, αφού απει­λούν άμε­σα την ψυχι­κή και σωμα­τι­κή του υγεία κι εν κατα­κλεί­δι την ίδια την ύπαρ­ξή του; Το ερώ­τη­μα δεν μπαί­νει αφη­ρη­μέ­να. Οι κίν­δυ­νοι που απει­λούν την ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη είναι άμε­σοι και ορα­τοί. Εύκο­λα μπο­ρούν, μάλι­στα, να γίνουν κατα­νοη­τοί από τον καθέ­να που δια­τη­ρεί τη δυνα­τό­τη­τα να χρη­σι­μο­ποιεί την απλή λογι­κή του.

Όλοι γνω­ρί­ζου­με ότι ο άνθρω­πος είναι ον κοι­νω­νι­κό από την ίδια του τη φύση. Κι όμως, με το σημε­ρι­νό τρό­πο ζωής, οι συλ­λο­γι­κές μορ­φές δρά­σης περι­φρο­νού­νται, φαί­νε­ται να προ­κα­λούν ενό­χλη­ση στον εξα­το­μι­κευ­μέ­νο σύγ­χρο­νο πολίτη.

Στους πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κούς τομείς, όπου η κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση θα έπρε­πε να εκφρα­ζό­ταν με ιδιαί­τε­ρη έντα­ση σαν συλ­λο­γι­κή δρά­ση, ο σημε­ρι­νός πολί­της στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­σύ­ρε­ται, απο­μο­νώ­νε­ται, κλεί­νε­ται στον εαυ­τό του. Κάπο­τε ο χορός, το τρα­γού­δι, η δια­σκέ­δα­ση, γενι­κά, είχαν συλ­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα. Ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος όμως, προ­κει­μέ­νου να δια­σκε­δά­ζει, ανα­γκά­ζε­ται να απο­συρ­θεί και να απο­μο­νω­θεί. Τα πλού­σια μέσα που δια­θέ­τει τον ωθούν στην απο­μό­νω­ση. Η τηλε­ό­ρα­ση, το ιδιω­τι­κό αυτο­κί­νη­το, το στε­ρε­ο­φω­νι­κό, τα δεί­πνα σε ταβέρ­νες με την ορχή­στρα να παί­ζει στο δια­πα­σών, ώστε να απο­κλεί­ε­ται κάθε επι­κοι­νω­νία ακό­μα και με τον παρα­κα­θή­με­νο συν­δαι­τυ­μό­να, όλα μοιά­ζουν σαν να έχουν προ­ε­τοι­μα­στεί με επι­μέ­λεια για να εξυ­πη­ρε­τή­σουν όχι κοι­νω­νι­κά όντα αλλά ακού­σιους ασκητές.

Εκεί, όμως, που τα πράγ­μα­τα φαί­νο­νται πιο καθα­ρά, είναι στον τρό­πο με τον οποίο ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος εκφρά­ζε­ται σαν μέλος μιας συγκρο­τη­μέ­νης σε κρά­τος κοι­νω­νί­ας, δηλα­δή σαν πολί­της. Τον περισ­σό­τε­ρο και­ρό παρα­μέ­νει αμέ­το­χο και απο­μο­νω­μέ­νο άτο­μο. Κι όταν κατά δια­στή­μα­τα καλεί­ται να συμ­βά­λει στο σχη­μα­τι­σμό και την έκφρα­ση κάποιας συλ­λο­γι­κής βού­λη­σης, πάλι σαν απο­μο­νω­μέ­νο άτο­μο θα δρά­σει με το να απο­συρ­θεί πίσω από κάποιο παρα­βάν για να ψηφίσει.

Αλλά μήπως και σαν πνευ­μα­τι­κό ον ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος δεν έχει δεχτεί καί­ρια πλήγ­μα­τα; Μήπως η γνώ­ση, έτσι εξει­δι­κευ­μέ­νη και απο­σπα­σμα­τι­κή όπως του προ­σφέ­ρε­ται, αντί να συμ­βάλ­λει στην πλα­τιά κοι­νω­νι­κή του μόρ­φω­ση, δημιουρ­γεί ψυχρούς επι­στή­μο­νες σαν το δόκτο­ρα Νο του Φλέ­μιγκ ή αερο­λό­γους δήθεν ανθρω­πι­στές εκτός τόπου και χρόνου;

Τα πλήγ­μα­τα, όμως, που δέχε­ται ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος, δεν περιο­ρί­ζο­νται μόνο να τον θίγουν σαν κοι­νω­νι­κό ή πνευ­μα­τι­κό ον. Έχου­με φτά­σει στο τρα­γι­κό σημείο να τον απει­λούν άμε­σα η κατα­στρο­φή του περι­βάλ­λο­ντος, η αλό­γι­στη σπα­τά­λη των φυσι­κών πόρων, οι συνε­χείς εξο­πλι­σμοί, με απο­κο­ρύ­φω­μα αθλιό­τη­τας την κατα­σκευή της βόμ­βας νετρο­νί­ου και τη μετα­φο­ρά και εγκα­τά­στα­ση πυρη­νι­κών όπλων στο διά­στη­μα, ο υπο­σι­τι­σμός και η ογκού­με­νη ανερ­γία, ακό­μη και σε αυτές τις υπε­ρα­νε­πτυγ­μέ­νες χώρες. Είναι κίν­δυ­νοι άμε­σοι, αδιά­λει­πτοι, πραγ­μα­τι­κοί. Μπο­ρού­με να τους συνη­θί­σου­με; Μπο­ρού­με να ζού­με συνε­χώς κάτω από την άμε­ση απει­λή τους; Ο Μπρέχτ λέει κάπου: «Αλοί­μο­νο σε κεί­νον που συνήθισε».

Βέβαια, όπως είπα­με και πιο πάνω, ο άνθρω­πος είναι το πιο ευπρο­σάρ­μο­στο, ίσως, από τα όντα του πλα­νή­τη μας. Μπο­ρεί να υπο­μεί­νει και τις πιο δύσκο­λες κατα­στά­σεις. Αυτή του η ιδιό­τη­τα απο­τέ­λε­σε, μέχρι σήμε­ρα, ένα σπου­δαίο του όπλο που τον βοή­θη­σε να επι­βιώ­σει σαν είδος. Το να επι­διώ­ξει όμως να προ­σαρ­μο­στεί και στις επι­κίν­δυ­νες σημε­ρι­νές συν­θή­κες, που ο ίδιος δημιούρ­γη­σε, ίσως να σημά­νει και την ώρα της ορι­στι­κής του εξα­φά­νι­σης. Αλλά ο άνθρω­πος δεν είναι μόνο ένα ευπρο­σάρ­μο­στο ον. Είναι και βέβαιος στην αβε­βαιό­τη­τα των προ­θέ­σε­ων και των αντι­δρά­σε­ών του. Όταν ο γερο­ε­λέ­φα­ντας ξεκι­νά για το μέρος που θα πεθά­νει, είναι βέβαιο ότι δε θα λοξο­δρο­μή­σει. Ο άνθρω­πος, όμως, έχο­ντας μπει κι αυτός σε μια πορεία θανά­του, είναι πιθα­νό να αισθαν­θεί τον πει­ρα­σμό να τρα­βή­ξει γι’ αλλού

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο