Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Ξημέρωσε — όπως τόχε συνήθειο — η επόμενη μέρα. Κι εμείς στους τόπους δουλειάς — πιστοί στο ραντεβού μας — συνεχίζουμε τον αγώνα στο πλάι του εργαζόμενου Λαού. Ακόμα πιο δυνατά.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα μια στάλα ψηλότερη. Θεόζεστη μέρα, μα η θάλασσα μοσχομυριστή αναζητά παθιασμένα ένα ευωδιαστό αγέρι πυο δεν έρχεται.
Οι φούντες μόνο του θυμαριού ελαφροκοκκινίζουν είτε από συνήθεια είτε από ντροπή..
Η ντουντούκα της φάμπρικας της γειτονιάς δε χτύπησε. Σημάδι πως για σήμερα δουλειά δεν υπάρχει. Οι υφάντρες γυρνάνε στο σπίτι με χέρια αδειανά. Η κρίση συνεχίζεται. Τα παλικάρια που δουλεύουνε στο ταμπάκικο κι αυτοί με χέρια αδειανά, γυρίζουνε, περνώντας το υπόλοιπο της ημέρας στον καφενέ κουβεντιάζοντας. Ο καφές και το τσίπυορο θα γραφτούν στα βερεσέδια.
Πάει κι αυτή η Κυριακή και η χαρά μας πάει. Ας καρτερούνε μια άλλη.
Μισό ένσημο, μισό μεροκάματο, μισή ζωή, μισά όνειρα.. πολλή μιζέρια.
***
Ξημέρωσε η επόμενη ημέρα. Θα ανασκουμπώσουμε τα μανίκια και ξεθαρεμένοι θα βαδίσουμε προς το φως του τούνελ, όπου περιμένουνε καινούριοι αγώνες και περισσότερες ευθύνες και υποχρεώσεις.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα κι ένα έλλειμμα πλανιέται στην ατμόσφαιρα — η ασφάλιση η εκ περιτροπής εργασία, η μη καταβολή κανονικών μισθών και οι ελαστικές εργαιακές σχέσεις, προμυνήματα νέας επίθεσης που θα μας χτυπήσουν την πόρτα.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Η αυλαία έπεσε. Το εκλογικό πανηγύρι τελείωσε. Τα τελευταία πλαστικά σημαιάκια, οι τελευταιες μπροσούρες, τα χαρτογραφημένα παραπλανητικά προγράμματα και οι αφίσες κείτονται στο βούρκο και τα λασπόνερα της άπληστης καθημερινότητας.
Μια εκδικητική περίεργη θεομηνία προειδοποιεί πως κάτι δεν πήγε καλά.
Δρόμος μακρύς ξανοίγεται μπροστά μας.
Δε θριαμβολογούμε, δεν εφησυχάζουμε, συσπειρωνόμαστε, συνεχίζουμε και προχωρούμε.
***
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και όλες οι επόμενες μέρες που θα ακολουθήσουν,
Ο άνεργος παραμένει χωρίς δουλειά, ο απολυμένος στην ουρά του Ταμείου Ανεργίας και ο συνταξιούχος μετρά τις πεντάρες που του απέμειναν για ένα κουλούρι. Το καλάθι της νοικοκυράς άδειο. Ο νεολαίος με το κορνιζαρισμένο πτυχίο περνά την ώρα του διαβάζοντας αγγελίες, έτοιμος να ξενιτευθεί. Τα ράντζα στη θέση τους και τα φακελάκια στις τσέπες των μεγαλογιατρών. Αθωράκιστοι μπροστά στις πυρκαγιές και τις πλημμύρες.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα, έσβησαν τα σούρτα φέρτα των πολιτικάντηδων στα τηλεπαράθυρα.
Στα μετερίζια των αγώνων όπως πάντα οι κομμουνιστές. Έρχονται νέοι αγώνες. Έρχονται τα χειρότερα ή τα καλύτερα; Ποιος ξέρει.
Από εμάς εξαρτάται…
Γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.