Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΘΕΑΤΡΟ: Η μηλιά που όλο γελά και το μυστικό της φιλίας

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης // 
Κρι­τι­κός Θεά­τρου για παι­διά – Συγγραφέας
http://thkaragia.wix.com/main

Η μηλιά που όλο γελά και 

το μυστι­κό της φιλίας

Σε σκη­νο­θε­σία Κορα­λί­ας Τσόγκα 

στο θέα­τρο ΠΡΟΒΑ

 Όταν σε μια θεα­τρι­κή παρά­στα­ση για παι­διά, οι γονείς των παιδιών/θεατών, συμ­με­τέ­χουν σαν παι­διά, γελούν, ενθου­σιά­ζο­νται, φωνά­ζουν, αυτό σημαί­νει ότι η παρά­στα­ση είναι κατάλ­λη­λη για παι­διά και πέτυ­χε το σκο­πό της.

Ήμουν στην πρώ­τη σει­ρά του θεά­τρου ΠΡΟΒΑ και καθώς παρα­κο­λου­θού­σα με ενδια­φέ­ρον τη συγκε­κρι­μέ­νη θεα­τρι­κή παρά­στα­ση, κατάλ­λη­λη για προ­νή­πια, νήπια και για παι­διά πρώ­της σχο­λι­κής ηλι­κί­ας, μέχρι 10 χρό­νων, συχνά γύρι­ζα να δω τις αντι­δρά­σεις των παι­διών και κυρί­ως των γονιών. Η πλα­τεία πάλ­λο­νταν από ενθου­σια­σμό. Όλα τα μάτια ήταν καρ­φω­μέ­να στη σκη­νή. Και όταν χρεια­ζό­ταν, μια και η παρά­στα­ση είχε –κατά σημεία– διά­δρα­ση, όλοι συμ­με­τεί­χαν αυθόρμητα.

Αιτία της επι­τυ­χί­ας ήταν το θεα­τρι­κό κεί­με­νο, η σκη­νο­θε­σία, η σκη­νο­γρα­φία, τα κοστού­μια, η μου­σι­κή, ο χορός και η κίνη­ση, η υπο­κρι­τι­κή δει­νό­τη­τα των ηθο­ποιών; Η άπο­ψή μου είναι ότι ήταν όλα αυτά μαζί. Ήταν το σύνο­λο της θεα­τρι­κής πρά­ξης, η οποία στα χέρια ενός έμπει­ρου και ικα­νού σκη­νο­θέ­τη μετου­σιώ­νε­ται σε παν­δαι­σία! Διό­τι, η σκη­νο­θέ­τρια, εν προ­κει­μέ­νω, Κορα­λία Τσό­γκα, έχει εργα­στεί χρό­νια τώρα και φυσι­κά συνε­χί­ζει να εργά­ζε­ται σκλη­ρά και υπεύ­θυ­να, ως ηθο­ποιός, ως βοη­θός σκη­νο­θέ­τη και ως σκη­νο­θέ­τρια, με πολύ καλά απο­τε­λέ­σμα­τα, τα οποία προ­μη­νύ­ουν ένα καλύ­τε­ρο καλ­λι­τε­χνι­κό μέλ­λον της, μια και «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο».

Η δραματουργός/διασκευάστρια επί τω προ­κει­μέ­νω, Κορα­λία Τσό­γκα δια­μόρ­φω­σε το θεα­τρι­κό κεί­με­νο αυτής της παρά­στα­σης, το οποίο είναι εμπνευ­σμέ­νο από μια διά­ση­μη παρα­μυ­θια­κή ιστο­ριού­λα του Σελ Σιλ­βερ­στάιν, «Το Δέντρο που έδι­νε», το οποίο μας έρχε­ται από τις Η.Π.Α. και παρου­σιά­ζε­ται ως θεα­τρι­κό για πρώ­τη φορά στη χώρα μας. Προ­σφι­λής πρα­κτι­κή τα τελευ­ταία χρό­νια στο Επαγ­γελ­μα­τι­κό Θέα­τρο για παι­διά είναι και αυτή που ακο­λού­θη­σε η Κ. Τσό­γκα. Δηλα­δή, να παρεμ­βάλ­λει στην παρά­στα­ση και να εντά­ξει ζωντα­νή μου­σι­κή και χορό, αλλά και ελλη­νι­κά παρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια, τα οποία τρα­γου­δούν εν χορώ οι ηθο­ποιοί. Οπωσ­δή­πο­τε θετι­κά αυτά τα στοι­χεία σε μια παρά­στα­ση για παι­διά, ενώ αρνη­τι­κό –κατά τη γνώ­μη μου, όχι βέβαια πάντο­τε– είναι η μαγνη­το­φω­νη­μέ­νη και πολ­λές φορές δυνα­τή και φασαρ­τζώ­δι­κη μου­σι­κή επέν­δυ­ση μιας παρά­στα­σης για παιδιά.

Σαφέ­στα­τα τα κοι­νω­νι­κά και παι­δα­γω­γι­κά μηνύ­μα­τα του έργου, τα οποία βγαί­νουν αβί­α­στα από τα λόγια και τις πρά­ξεις των ηθο­ποιών, και κύρια της Μηλιάς, η οποία λει­τουρ­γεί ως πρό­τυ­πο στα μικρά παι­διά. Είναι βέβαιο ότι με τέτοιου είδους πρό­τυ­πα τα παι­διά θα εξε­λι­χθούν σε ηθι­κούς κοι­νω­νι­κούς χαρα­κτή­ρες και προ­σω­πι­κό­τη­τες. Αν και νομί­ζω ότι τα αρνη­τι­κά πρό­τυ­πα που έρχο­νται σε επα­φή τα παι­διά στην κοι­νω­νία, ενί­ο­τε στην οικο­γέ­νεια και στο εγγύς  περι­βάλ­λον τους, αλλά πρω­τί­στως στο δια­δί­κτυο, στην τηλε­ό­ρα­ση, στον κινη­μα­το­γρά­φο και στα ηλε­κτρο­νι­κά τους παι­χνί­δια, είναι πολύ περισ­σό­τε­ρα και πιο ισχυ­ρά, διό­τι έτσι οι πολυ­ε­θνι­κές επι­χει­ρή­σεις στον Καπι­τα­λι­σμό απερ­γά­ζο­νται τη δια­μόρ­φω­ση του νέου ανθρώ­που, ο οποί­ος αργό­τε­ρα ως ενή­λι­κας θα τους «υπη­ρε­τεί» και θα τους «εξυ­πη­ρε­τεί» οικο­νο­μι­κά και πολιτικά.

milia

Εδώ, θα πρέ­πει να τονί­σου­με την τερά­στια προ­σπά­θεια που κάνουν παι­δα­γω­γοί και θεα­τράν­θρω­ποι, να δημιουρ­γούν κεί­με­να και παρα­στά­σεις για παι­διά με εξαι­ρε­τι­κή αισθη­τι­κή –φυσι­κά όχι πάντο­τε με επι­τυ­χία– και με περιε­χό­με­νο, αλλά και με ήρω­ες, που λει­τουρ­γούν ως θετι­κά πρό­τυ­πα για την ανά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τας των παι­διών. Και η ανύ­παρ­κτη, σήμε­ρα, κρι­τι­κή θεά­τρου για παι­διά, θα μπο­ρού­σε να συμ­βάλ­λει με νηφα­λιό­τη­τα, καλο­προ­αί­ρε­ση και επι­στη­μο­νι­κή αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα, στη θετι­κή εξέ­λι­ξη του είδους, σχο­λιά­ζο­ντας, παρα­τη­ρώ­ντας και προ­τεί­νο­ντας ό,τι θετι­κό και αρνη­τι­κό –κατά τη γνώ­μη του κρι­τι­κού–, περιέ­χει μια θεα­τρι­κή παρά­στα­ση (σε επί­πε­δο κει­μέ­νου, σκη­νο­θε­σί­ας, σκη­νο­γρα­φί­ας, υπο­κρι­τι­κής, μου­σι­κής επέν­δυ­σης, χορο­γρα­φί­ας κ.ο.κ.), με σκο­πό τη βελ­τί­ω­ση του θεα­τρι­κού δρώ­με­νου, από τους ηθο­ποιούς και τους συντε­λε­στές της παράστασης.

Τα κυρί­αρ­χα στοι­χεία του κει­μέ­νου, τα οποία επέ­λε­ξε η δρα­μα­τουρ­γός, ως κοι­νω­νι­κές και δια­προ­σω­πι­κές αξί­ες είναι η αγά­πη, η φιλία, ο αλτρουι­σμός, η αυτο­θυ­σία, το γέλιο (ως θετι­κή κοι­νω­νι­κά και ενθαρ­ρυ­ντι­κή συμπεριφορά).

Η Μηλιά, ως ρόλος, ενσαρ­κώ­θη­κε με μεγά­λη επι­τυ­χία από την πρω­τα­γω­νί­στρια της παρά­στα­σης, Έφη Καρα­γιάν­νη. Επι­βλη­τι­κή ως «δέντρο» και ως φυσι­κή παρου­σία, μ’ ένα συνε­χές χαμό­γε­λο στα χεί­λη της, με μια ενθου­σιώ­δη, καλο­διά­θε­τη και αλέ­γρα κίνη­ση και ζωη­ρό και πρό­σχα­ρο ύφος, έμοια­ζε να «διευ­θύ­νει» την «ορχή­στρα», να «συντο­νί­ζει» τους υπό­λοι­πους ηθο­ποιούς επά­νω στη σκη­νή και να παίρ­νει πρω­το­βου­λί­ες στη διά­δρα­ση με την πλα­τεία. Αυτό, βέβαια, δεν είναι υπο­τι­μη­τι­κό για τους συνα­δέλ­φους της, οι οποί­οι ήταν εξί­σου καλοί και απο­δο­τι­κοί στους ρόλους τους, ο συμπρω­τα­γω­νι­στής Πανα­γιώ­της Πανα­γιω­τό­που­λος, ως Αγό­ρι, ο οποί­ος ήταν πολύ ενθου­σιώ­δης, κινη­τι­κός και δρα­στή­ριος ως νέος, φίλος της Μηλιάς, και τον οποίο αυτή όχι μόνο βοή­θη­σε ως πραγ­μα­τι­κή φίλη του, αλλά τελι­κά αυτο­θυ­σιά­στη­κε γι’ αυτόν και την ευτυ­χία του σε όλη τη ζωή τους. Αλλά, και σε όλες τις φάσεις της ωρί­μαν­σης και ηλι­κια­κής μετα­βο­λής του ρόλου του, απέ­δει­ξε ότι έχει γνώ­ση, εμπει­ρία και ταλέ­ντο. Το Κορί­τσι, ρόλο που ενσαρ­κώ­νει η θαυ­μά­σια ηθο­ποιός Εύα Χρι­στο­δού­λου, συμ­βάλ­λει θετι­κά στην εξέ­λι­ξη και δρά­ση του παρα­μυ­θιού, προ­σφέ­ρο­ντας –συμπλη­ρω­μα­τι­κά θα έλε­γα– στοι­χεία. Όπως, φυσι­κά, και ο ταλα­ντού­χος μου­σι­κός και κιθα­ρί­στας Υάκιν­θος Μάι­νας, ο οποί­ος παρεμ­βαί­νει μου­σι­κά και εντάσ­σε­ται στη δρά­ση, περι­φε­ρεια­κά, χωρίς να ενσαρ­κώ­νει κάποιο βασι­κό ρόλο.

Πρέ­πει να επι­ση­μά­νου­με ότι για την επι­τυ­χία της παρά­στα­σης συνέ­βα­λαν τα απλά και λει­τουρ­γι­κά σκη­νι­κά και παρα­μυ­θια­κά κοστού­μια του Χάρη Σεπεν­τζή, η διδα­σκα­λία της κινη­σιο­λο­γί­ας των ηθο­ποιών από τον βετε­ρά­νο και πολύ ταλα­ντού­χο χορευ­τή, ηθο­ποιό και σκη­νο­θέ­τη Σίμω­να Πάτρο­κλο και τη μου­σι­κή διδα­σκα­λία της Ζωής Σολδάτου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο